«Της ψυχής τα όµµατα πεπηρωµένος, σοι Χριστέ προσέρχοµαι, ως ο Τυφλός εκ γενετής, εν µετανοία κραυγάζων σοι. Συ των εν σκότει, το φως το υπέρλαµπρον»
(Κοντάκιο Κυριακής)
Έκτη Κυριακή από το Πάσχα και στην σηµερινή Ευαγγελική Περικοπή, βλέπουµε την θεραπεία του εκ γενετής τυφλού από τον Κύριο ηµών Ιησού Χριστό. Η θεραπεία του τυφλού είναι ένας φοβερός έλεγχος για τους Φαρισαίους, οι οποίοι δεν θέλουν να παραδεχθούν τα λόγια του Χριστού. Το γεγονός αυτό της θεραπείας του γίνεται αφετηρία σωτηρίας, η οποία στο τέλος του ευαγγελικού αναγνώσµατος εκφράζεται διά της οµολογίας της πίστεώς του. Περνώντας ο Ιησούς µέσα από την Ιερουσαλήµ, σύµφωνα µε την Ευαγγελική περικοπή του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου, συνάντησε ένα τυφλό εκ γενετής. Η απάντηση του Ιησού Χριστού αιφνιδιάζει τους πάντες· «ούτε αυτός αµάρτησε, ούτε οι γονείς του». Απενοχοποιεί τους πάντες και καλεί τους ανθρώπους να µην είναι αρνητικοί στις κρίσεις τους για τους άλλους, επιρρίπτοντας πάντοτε ευθύνες κι εκεί που δεν υπάρχουν. Το κάλεσµα είναι για µια υπέρβαση της νοµικής λογικής προς τη λογική της αποδοχής και της αγάπης. Συµπονώντας το δηµιούργηµά Του, έπλασε πηλό φτύνοντας στο χώµα, το άλειψε στα µάτια του κι έπειτα τον έστειλε να πάει στην κολυµβήθρα του Σιλωάµ να νίψει το πρόσωπό του. Να αναφερθεί ότι οι λεπροί, οι τυφλοί, οι άτεκνοι και οι φτωχοί θεωρούνταν τότε τιµωρηµένοι από τον Θεό λόγω σοβαρών αµαρτιών που διέπραξαν. Θρησκευτικά και κοινωνικά ήταν στο περιθώριο και ουσιαστικά ήταν ζωντανοί νεκροί. Έρχεται, όµως, ο Κύριος ηµών Ιησούς Χριστός να διαψεύσει αυτή την αντίληψη που επικρατούσε την εποχή εκείνη. Αιτία της τυφλώσεώς του δεν ήταν κάποια αµαρτία που διέπραξε ο ίδιος ή οι γονείς του. Γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δόξα του Θεού. Η ασθένεια και ο πόνος δεν είναι πάντα συνέπειες προσωπικών µας αµαρτιών, αλλά είτε είναι συνέπειες της ατελούς φυσικής µας πραγµατικότητος είτε είναι συνέπειες της ατοµικής µας φύσεως.
Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος πάντα θέλει να ερµηνεύει τα φαινόµενα γύρω του. Ζητά «λογικές εξηγήσεις» για το καθετί. Έτσι, έχει ανάγκη µιας λογικής ερµηνείας για την αµαρτία, την ασθένεια και το θάνατο. Υπάρχει άραγε κάποια σχέση µεταξύ αυτών; Όπως η γέννηση και το καλό αποτελούν ένα µεγάλο αγαθό για τη ζωή του ανθρώπου, όµοια η αµαρτία και ο θάνατος αγγίζουν το βαθύ µυστήριο της ιστορίας. Και πολλές φορές αυτό το µυστήριο δεν επιδέχεται καµιά ερµηνεία. Παραµένει ένα ανεξήγητο µυστήριο. Το µόνο που µπορούµε να προσεγγίσουµε είναι µια λογική ερµηνεία των συνεπειών για τη ζωή.Όταν, λοιπόν, µελετούµε την ασθένεια και τη σχέση της µε την αµαρτία, νοµίζω, πως εδώ χρειάζεται µια αποτόλµηση για την υπέρβαση της «λογικής της ερµηνείας». Και η υπέρβαση αυτή µπορεί να είναι δυνατή µόνο µε την αποδοχή του µυστηρίου του θαύµατος, µέσα στο σχέδιο της θείας αγάπης. Πρόκειται για την αποδοχή της «λογικής του θαύµατος» έναντι της «λογικής της ερµηνείας».
Τόσο µεγάλο είναι το θαύµα, ώστε ακόµα και οι γείτονες του πρώην τυφλού, αδυνατούν να πιστέψουν ότι είναι το ίδιο πρόσωπο. Τον ρωτούν επανειληµµένα να τους εξηγήσει πώς, ενώ δεν είχε µάτια, τώρα έχει και βλέπει. Κι εκείνος, µε απλότητα τους διηγείται το περιστατικό και µε πίστη οµολογεί ότι ο Ιησούς, που τον θεράπευσε, είναι Προφήτης, δηλαδή απεσταλµένος του Θεού.
Kι ενώ ο σωµατικά τυφλός τώρα βλέπει, οι γραµµατείς και οι Φαρισαίοι εµµένουν στην πνευµατική τους τύφλωση, διώχνοντας από τη συναγωγή όποιον τολµούσε να οµολογήσει τον Χριστό. Αρνούνται αρχικά το θαύµα, καλούν τους γονείς του τυφλού για να βεβαιωθούν ότι πράγµατι γεννήθηκε τυφλός, και τέλος κατηγορούν τον Χριστό ως αµαρτωλό, επειδή έφτιαξε πηλό την ηµέρα του Σαββάτου. Στην τύφλωσή τους και την πώρωση της καρδιάς τους, ο µόνος που τολµά να αντισταθεί και να επιχειρηµατολογήσει είναι ο θεραπευθείς τυφλός. Ο πρώην τυφλός υποστήριξε ενώπιόν τους ότι ο άνθρωπος που τον θεράπευσε δεν µπορεί παρά να ήταν προφήτης και σταλµένος από τον Θεό. Οι Φαρισαίοι αγανάκτησαν µε τα λεγόµενά του και τον έβγαλαν έξω από τον τόπο της συνεδρίασής τους, τον έκαναν αποσυνάγωγο τον δηλαδή έδιωξαν από τη συναγωγή. Ήταν φοβερή τιµωρία εκείνη την εποχή το να γίνει κάποιος αποσυνάγωγος.
Όταν άκουσε ο Ιησούς ότι τον έδιωξαν από τη συναγωγή, τον συνάντησε και του αποκαλύπτεται λέγοντάς του ότι είναι ο Υιός του Θεού και ο πρώην τυφλός του απάντησε: “Πιστεύω Κύριε” και έπεσε και Τον προσκύνησε. Στη σηµερινή ευαγγελική περικοπή γίνεται µια ενδιαφέρουσα πρόσκληση για µια διαφορετική αντιµετώπιση της σωµατικής στέρησης, της ασθένειας και της αµαρτίας. Σωµατική ασθένεια δεν σηµαίνει και αµαρτωλότητα. Όπως και αρτιµέλεια και σωµατική ευρωστία δεν σηµαίνει απαραίτητα και υγιή άνθρωπο ή ποιότητα ζωής. Αυτή είναι µια κοσµική αντιµετώπιση των πραγµάτων. Στον πνευµατικό χώρο υπάρχει µια άλλη λογική, εκείνη του θαύµατος. Ο σωστός υγιής άνθρωπος έχει µια άλλη θέαση του κόσµου και της ζωής.
Βλέπει τη ζωή και τα ανθρώπινα πράγµατα να βρίσκουν την πληρότητά τους µόνο στη λειτουργία της αγάπης, στην αποδοχή της χάριτος και στο γεγονός του θαύµατος. Αν το θαύµα εξοστρακισθεί από τη ζωή µας, τότε όλα είναι σκοτεινά, είµαστε από εκείνους που έχουν µάτια αλλά δεν βλέπουν και αυτιά που δεν ακούνε.
Ο Χριστός είναι το φως του κόσµου, είναι εκείνος που µπορεί να ανοίξει τα πνευµατικά µας µάτια, ώστε να δούµε την πραγµατική διάσταση και κατάσταση της ψυχής µας. Οι φαρισαίοι, παρόλο που καθηµερινά µελετούσαν το λόγο του Θεού, από τη στιγµή που δεν δέχονται τον Ιησού αποδεικνύονται τυφλοί και παράλογοι, θεωρούν την αλήθεια και το φως του Χριστού ως απειλή, αµφισβητούν τα θαύµατα Του, απιστούν και Τον αρνούνται.
Οι µαθητές του πάλι πάλι, από τη στιγµή που γνωρίζουν τον Χριστό, µετατρέπονται σε κήρυκες της Αληθείας, σε Αποστόλους του Ευαγγελίου. Και όχι µόνο αυτοί, αλλά κάθε άνθρωπος που έρχεται σε επαφή µε το Χριστό και Τον γνωρίζει, απολαµβάνει αυτού του φωτισµού.
Αν θέλουµε να αλλάξει η ζωή µας, και µαζί µε εµάς σταδιακά όλος ο κόσµος, τότε οφείλουµε να ανακαινιστούµε πνευµατικά, να προσκαλέσουµε και να δεχτούµε τον Αναστάντα Κύριο Ιησού Χριστό, που είναι η οδός και η αλήθεια και η ζωή. Ας εµπιστευθούµε, λοιπόν, τον εαυτό µας στις αγκάλες του Χριστού, ώστε να πορευόµαστε µέσα από την ακτινοβολία του φωτός της θείας παρουσίας. Αµήν.
Γράφει, ο Αρχιµανδρίτης του Οικουµενικού Θρόνου π. Μελχισεδέκ Αµπελικάκης εφηµέριος Στερνών
“Ο ΤΥΦΛΟΣ ΠΡΟ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ” – Ένα συγκλονιστικό ποίηµα του Ιωάννη Πολέµη
Τί εἶν’ ἡ βοὴ στὸ Γολγοθᾶ ποὺ κόσµος τρέχει ἀπάνω;
-Πηγαίνουν νὰ σταυρώσουν δυὸ µαζὶ µὲ κάποιον πλᾶνο.
-Ποιοί νἆν οἱ δυό, ποὺ ἐκδικητὴς ὁ χάρος τοὺς προσµένει;
-Κλέφτες, φονιάδες, ἄρπαγες, κακούργοι ξακουσµένοι.
-Καὶ ποιός ὁ πλᾶνος ποὺ κι αὐτὸς θὰ σταυρωθῇ µαζί τους;
-Τοὺς Φαρισαίους ῥώτησε, εἰναι δουλειὰ δική τους!.
-Θὰ πάω νὰ δῶ…
Εἶπα νὰ δῶ κι ἦρθαν στὸ νοῦ µου πάλι
τὰ χρόνια ποὺ ἤµουνα τυφλός. Τυφλός! Ἐσεῖς οἱ ἄλλοι
δὲν ξέρετε πόσο ἡ ψυχὴ µέσα στὰ στήθη εἶν’ ἄδεια,
ὅταν µὲ µάτια ὀρθάνοιχτα βαδίζει στὰ σκοτάδια!
Πῶς τὴ θυµοῦµαι τὴ στιγµὴ ποὺ ἐστάθη Αὐτὸς µπροστά µου
καὶ µ’ εὐσπλαγχνίσθη, κι ἔσκυψε, πῆρε πηλὸ ἀπὸ χάµου
κι ἀλείφοντας τὰ µάτια µου µὲ τὸν πηλὸ ἐκεῖνο,
µοῦ εἶπε νὰ πάω στοῦ Σιλωὰµ τὴ στέρνα νὰ τὰ πλύνω!
Ὅταν τὸν πρωτοακτίκρυσα τὸν Φωτοδότη ἐµπρός µου,
στὴν ὄψη Του εἴδα ὅλες µαζὶ τὶς ὀµορφιὲς τοῦ κόσµου!
Μοσχοβολοῦσε κι ἔλαµπε τὸ κάθε κίνηµά Του…
Φῶς καὶ τὰ χείλη, κι ἡ φωνή, τὰ µάτια κι ἡ µατιά Του.
Στὰ χείλη Του ἡ παρηγοριά, στὰ µάτια Του ἡ ἐλπίδα…
Ἔστρεψα τότε ὁλόγυρα τὰ δυό µου µάτια κι εἶδα
κάθε ποὺ ζεῖ καὶ ποὺ δὲν ζεῖ, κι εἴδα παντοῦ γραµµένη
τὴν ὄψη Του, λὲς κι ἤτανε καθρέπτης Του ἡ οἰκουµένη.
Φῶς ἡ ζωή, χαρὰ τὸ φῶς! Ἀς πάω νὰ δῶ τὸν πλᾶνο
ποὺ θὰ καρφώσουν στὸ Σταυρό. Κατὰ τὸ λόφο ἐπάνω
κόσµος, περιγελάσµατα κι ὀχλοβοὴ κι ἀντάρα
χίλιες φωνὲς σὰν µιὰ φωνὴ κι ὅλες σὰν µιὰ κατάρα.
Ποῦ πάει; Σπρώχνει καὶ σπρώχνεται καὶ πνίγεται καὶ πνίγει,
καὶ σταµατᾶ προσµένοντας. Παράµερα ξανοίγει
τρεῖς µαυροφόρες µοῦ κρατοῦν µιὰ λιγοθυµισµένη.
Θὲ νἆναι µάνα ἡ δύστυχη! Ξάφνου, µὲ µιᾶς σωπαίνει
τὸ πλῆθος ποὺ ἀνταριάζονταν. -Γκάπ! Γκούπ! Καρφώνουν,
κρότοι πνιγµένοι µὲς στὰ βογγητά! Ὑψώνονται οἱ δυὸ πρώτοι
σταυροί· κανεῖς δὲν στρέφεται. -Γκάπ! Γκούπ!
Ξανακαρφώνουν µὰ βόγγος δὲν ἀκούγεται! Νά, καὶ τὸν τρίτον ὑψώνουν.
Πῶς; Σὺ ποὺ µοῦδωσες τὸ φῶς, ἐσένα πλᾶνο λένε;
Κι ἦταν γραφτὸ τὰ µάτια µου νὰ βλέπουν γιὰ νὰ κλαῖνε;
Τί νὰ τὰ κάνω καὶ τῆς γῆς καὶ τ’ οὐρανοῦ τὰ κάλλη;
Πάρε τὸ φῶς ποὺ µοῦδωσες καὶ τύφλωσέ µε πάλι!