Είναι μυστήριο τούτο το κοντραμπάντο στη δική μας χώρα.
Την “μια φυσάει αριστερά, την άλλη δεξιά”.
Κι ο καπετάνιος (σαν άλλος Καββαδίας) να βγαίνει στη γέφυρα του πλοίου και να ικετεύει το πλήρωμα: «Μάινα αριστερά, μάινα δεξιά».
Και να φυσάνε οι αγέρηδες, η αλμύρα να σου ανεβαίνει στη μύτη και το δικό μας το πλοιάριο, πότε αριστερά, πότε δεξιά.
Μυστήριοι τούτοι οι καιροί, ασύμπτωτοι με τις παρακαταθήκες της πολιτικής ναυπηγικής.
Μυστήριοι και οι καπεταναίοι, αμίλητοι σχεδόν, ξεκαρδίζονται με το παραμικρό κι ύστερα βυθίζονται σε σιωπή και αγναντεύουν τον μαυρισμένο ορίζοντα.
Μόνον ένας απ’ το πλήρωμα βραχύσωμος με φωτεινά μάτια, πηγαινοέρχεται στο κατάστρωμα -διαβάζει τους μυστήριους καιρούς- και μονολογεί «Ισια μωρέ. Ούτε αριστερά, ούτε δεξιά».
Κι η θάλασσα τότες το καταλαβαίνει το σινιάλο του μούτσου και ησυχάζει και αυτή.
Μα πρόσκαιρα….
Γιατί ύστερα πέφτει το βράδυ με τις ευθύνες της ναυσιπλοΐας του και το σκαρί αγκομαχεί πότε αριστερά – πότε δεξιά.
Μέχρι το μακρινό λιμάνι…