Ο Κινέζος Στρατηγός Σουν Τσου ανέφερε: «Αν γνωρίζεις τον εχθρό σου και γνωρίζεις και τον εαυτό σου, δεν χρειάζεται να φοβάσαι το αποτέλεσµα εκατό µαχών. Εάν γνωρίζεις τον εαυτό σου αλλά όχι τον εχθρό σου, για κάθε νίκη που θα κερδίσεις θα υποστείς και µια ήττα.
Αν δεν γνωρίζεις ούτε τον εχθρό ούτε τον εαυτό σου, θα υποκύψεις σε όλες τις µάχες»
Υπό το πλαίσιο αυτό, το παρόν άρθρο θα επιδιώξει να αναλύσει την τουρκική εξωτερική πολιτική σε σχέση µε τις τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις προκειµένου να εξαχθούν χρήσιµα συµπεράσµατα, για τις κινήσεις της Τουρκίας και το αν η λεγόµενη (από πολλούς στο εσωτερικό της Ελλάδας) γεωπολιτική αναβάθµιση της Τουρκίας είναι πραγµατική ή αποτελεί έναν ακόµη προπαγανδιστικό µύθο της Τουρκίας που οφείλεται σε συγκυριακές συµπτώσεις.
Εστιάζοντας στη συνεχή προσπάθεια της Τουρκίας να αυξήσει την επιρροή της στο διεθνές σύστηµα, αξιοποιώντας τη γεωστρατηγική της θέση, τις οικονοµικές και στρατιωτικές της δυνατότητες, αλλά και µέσω της εκδήλωσης µιας πιο ενεργητικής και επιθετικής εξωτερικής πολιτικής, συµπεραίνεται ότι αντικειµενικός στόχος της Υψηλής Στρατηγικής της Τουρκίας είναι η ανάδειξη και εδραίωσή της ως µεσαίας δύναµης στο περιφερειακό σύστηµα της ευρύτερης περιοχής µας.
Η έννοια της «µεσαίας δύναµης» στις διεθνείς σχέσεις σχετίζεται µε κράτη που δεν ανήκουν στις υπερδυνάµεις (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία), αλλά διαθέτουν σηµαντική οικονοµική, στρατιωτική ή πολιτική δύναµη για να διαδραµατίζουν σηµαντικό ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις και να επηρεάζουν περιφερειακά και παγκόσµια ζητήµατα.
Συγκεκριµένα, οι µεσαίες δυνάµεις επιδιώκουν να προωθήσουν την πολυµερή συνεργασία µέσω διεθνών οργανισµών, να ασκήσουν διπλωµατική επιρροή µε συµµαχίες, οικονοµική βοήθεια και µεσολάβηση σε διακρατικές συγκρούσεις και τέλος, επιδιώκουν να προωθήσουν την περιφερειακή σταθερότητα αναλαµβάνοντας ηγετικό ρόλο σε περιφερειακές κρίσεις.
Υπό το ανωτέρω πρίσµα, η Τουρκία είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχει κάνει σηµαντικά βήµατα, ώστε να αυξήσει τη γεωπολιτική της αξία και να αναδειχθεί ως µια σηµαντική µεσαία δύναµη στη διεθνή πολιτική.
Παρά τις έως τώρα φιλότιµες προσπάθειές της όµως, η Τουρκία πόρρω απέχει από το να καταστεί µια αξιόπιστη µεσαία δύναµη και να διαδραµατίσει το γεωπολιτικό ρόλο που επιθυµεί.
Αυτό οφείλεται τόσο σε ενδογενείς παράγοντες που σχετίζονται µε τα χαρακτηριστικά και τον τρόπο λειτουργίας της Τουρκίας, όσο και µε εξωγενείς παράγοντες του διεθνούς συστήµατος.
Ειδικότερα, µια χώρα που επιδιώκει να συµβάλει στη δηµιουργία ενός πιο συµπεριληπτικού, αποτελεσµατικού, δίκαιου και ασφαλούς διεθνούς συστήµατος πρέπει να είναι δηµοκρατική χώρα και να σέβεται το διεθνές δίκαιο, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση της Τουρκίας.
Επίσης, η Τουρκία δεν δικαιούται να µιλά για τη συµβολή της στην Ειρήνη και Ασφάλεια όταν έχει εισβάλει στην Κύπρο και κατέχει παράνοµα το 36,2% των εδαφών της, αγνοώντας επιδεικτικά όλα τα ψηφίσµατα του ΟΗΕ που καταδικάζουν την ενέργειά της.
Επιπλέον, η Τουρκία δεν επιτρέπεται να µιλά για το µεσολαβητικό της ρόλο στην επίλυση διεθνών συγκρούσεων όταν αποτελεί τον καταλύτη για την πρόκληση περιφερειακών συγκρούσεων στο Ναγκόρνο Καραµπάχ, τη Συρία, και τη Λιβύη. Υπό το πλαίσιο αυτό, η Τουρκία δεν µπορεί να διευκολύνει την επίλυση περιφερειακών συγκρούσεων αφού εκτός από καταλύτης πρόκλησής τους είναι και µέρος αυτών των συγκρούσεων.
Επιπρόσθετα, η Τουρκία διαθέτει συντελεστές ισχύος, αλλά δεν είναι άπειροι. Συγκεκριµένα, διαθέτει ισχυρές ένοπλες δυνάµεις, αλλά δεν έχει τη δυνατότητα µιας παγκόσµιας στρατιωτικής επέµβασης. Η στρατιωτική βιοµηχανία της Τουρκίας επίσης, έχει να επιδείξει σηµαντικές επιτυχίες, αλλά είναι ευάλωτη και εξαρτάται από την πολιτική βούληση µεγάλων δυνάµεων (ΗΠΑ, Γερµανία κ.α.) για το αν θα την προµηθεύσουν ή όχι µε σηµαντικά εξαρτήµατα και υλικά που απαιτούνται για την παραγωγή των όπλων της.
Επιπλέον, η οικονοµία της Τουρκίας δεν είναι τόσο ισχυρή για να υποστηρίξει τα µεγαλεπήβολα σχέδια του κ. Ερντογάν και σε συνδυασµό µε τις οικονοµικές και κοινωνικές ανισότητες και τις εσωτερικές προκλήσεις που καλείται να αντιµετωπίσει η Τουρκία, καθιστούν ευάλωτη τη θέση της στο διεθνές σύστηµα.
Τέλος, η Τουρκία δεν αποτελεί αξιόπιστη µεσαία δύναµη, διότι δέχεται συνεχώς πιέσεις από υπερδυνάµεις όπως ΗΠΑ, Ρωσία, Ιράν, Κίνα και προσπαθεί να ισορροπήσει (πολλές φορές ανεπιτυχώς), ανάµεσα στις επιδιώξεις τους.
Σε συνέχεια των ανωτέρω, θα πρέπει να επισηµανθούν επίσης και κάποιες διπλωµατικές αποτυχίες της Τουρκίας που αποδεικνύουν ακόµη περισσότερο, ότι δεν αποτελεί αξιόπιστη µεσαία δύναµη και πως δεν διαδραµατίζει το γεωπολιτικό ρόλο που προβάλει. Συγκεκριµένα:
Η διπλωµατική πρωτοβουλία της Τουρκίας για τη διεξαγωγή συνάντησης των ηγετών Ουκρανίας και Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη, ώστε να επιτευχθεί η κατάπαυση του πυρός στον πόλεµο Ουκρανίας – Ρωσίας δεν αποτελεί επιτυχία, διότι κατέληξε σε φιάσκο. Επιτυχία θα αποτελούσε, αν συµµετείχαν στις συνοµιλίες οι κ.κ. Πούτιν και Τράµπ και αποφασίζανε τη λήξη του πολέµου.
Όπως η ίδια διακηρύσσει, δεν θα επιτρέψει την αποµόνωσή της στην Ανατολική Μεσόγειο. Άρα θεωρεί, ότι είναι αποµονωµένη λόγω των κακών σχέσεων που διατηρεί µε πολλές γειτονικές της χώρες (Ελλάδα, Κύπρος, Αίγυπτος, Ισραήλ), επειδή δεν συµµετέχει στο EastMed Gas Forum, τον India-Middle East-Europe Economic Corridor (IMEC), και γενικότερα, είναι εκτός των ευρωπαϊκών ενεργειακών σχεδιασµών. Η αντίδρασή της σε αυτές τις εξελίξεις είναι σπασµωδική (αµφισβήτηση κυπριακής και ελληνικής ΑΟΖ και γενικότερα των κυριαρχικών δικαιωµάτων των γειτόνων της κ.λπ.) και εκδηλώνεται µε µια επιθετική πολιτική (π.χ. έρευνες µε το Oruc Reis στο Αιγαίο), που δεν συνάδει µε το ρόλο µιας µεσαίας δύναµης.
Οι συνεχείς καταδικαστικές εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την Τουρκία σε συνδυασµό µε τη διακοπή της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας προς την Ε.Ε., αποτελούν µια ακόµη απόδειξη αποµόνωσης της Τουρκίας από τις ευρωπαϊκές διπλωµατικές διεργασίες και επιβεβαιώνει την άποψη, ότι δεν αποτελεί αξιόπιστη µεσαία δύναµη µε ισχυρό γεωπολιτικό ρόλο στην περιοχή.
Παρά την πρόσκλησή της να συµµετάσχει (µετά από 13 χρόνια αποκλεισµού) στη Σύνοδο του Αραβικού Συνδέσµου για την εξέταση της κατάστασης στη Γάζα, η Τουρκία πασχίζει να αποκαταστήσει τις σχέσεις της µε την Αίγυπτο, τα ΗΑΕ και τη Σαουδική Αραβία, χωρίς να έχει κατορθώσει να γεφυρώσει πλήρως τα αντικρουόµενα γεωπολιτικά της συµφέροντα µε τις εν λόγω χώρες.
Η άρνηση των χωρών BRICS επίσης, να δεχτούν την Τουρκία ως πλήρες µέλος τους το 2024 (παρά τον διακαή της πόθο), αποδεικνύει την αποτυχία της Τουρκίας να ικανοποιήσει το διακηρυγµένο στόχο της, για ενίσχυση της παγκόσµιας επιρροή της και τη σφυρηλάτηση των δεσµών της µε χώρες που βρίσκονται πέρα από τους παραδοσιακούς δυτικούς συµµάχους της.
Το γεγονός ότι Τουρκογενή κράτη όπως το Ουζµπεκιστάν, το Καζακστάν και το Τουρκµενιστάν υπέγραψαν δήλωση υποστήριξης των αποφάσεων του ΟΗΕ που θεωρούν παράνοµη την ανακήρυξη ανεξαρτησίας της λεγόµενης «Τουρκικής ∆ηµοκρατίας Βόρειας Κύπρου» (Τ∆ΒΚ) και ενίσχυσαν τις σχέσεις τους µε την Κυπριακή ∆ηµοκρατία, ανοίγοντας Πρεσβείες στη Λευκωσία, δε συνάδει µε χώρα που είναι σηµαντική µεσαία δύναµη και έχει ισχυρό γεωπολιτικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή µας. Αποδεικνύει ότι παρότι η Τουρκία ενίσχυσε τους δεσµούς της µε το Αζερµπαϊτζάν, δεν έχει καταφέρει να ελέγξει τον Οργανισµό Τουρκικών Κρατών και πως η επιρροή της στην Κεντρική Ασία και τον Καύκασο δεν είναι τόσο µεγάλη όσο διαδίδει.
Σε σχέση µε τη συµµετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άµυνα, όπου αποτελεί ένα ευαίσθητο ζήτηµα που αφορά όλη την Ευρώπη και θα συζητηθεί το επόµενο διάστηµα, θα πρέπει να επισηµανθεί, ότι παρά τις προσπάθειες της Τουρκίας (εδώ και τέσσερα χρόνια), και την πίεση σε φιλικές προς αυτήν χώρες (π.χ. Γερµανία), η επιδίωξη αυτή δεν έχει επιτευχθεί ακόµη και δεν είναι βέβαιο αν επιτευχθεί και υπό ποιες προϋποθέσεις.
∆εν έχει επιτευχθεί λόγω της σθεναρής στάσης της Ελλάδας και πολλών συµµάχων της που τηρούν επιφυλάξεις σε µια τέτοια προοπτική. Για του λόγου το αληθές, ο Γάλλος Πρόεδρος κ. Μακρόν είναι αντίθετος σε µια τέτοια προοπτική και έχει διαφωνήσει ανοικτά µε τον Γερµανό οµόλογό του. Ειδικότερα, ο κ. Μακρόν τάσσεται υπέρ µιας αυστηρά ευρωπαϊκής αµυντικής πολιτικής, υποστηρίζοντας ότι οι πόροι που θα διατεθούν δεν θα πρέπει να κατευθυνθούν σε εξοπλισµούς από τρίτες χώρες. Επίσης, υποστηρίζει ότι η χρηµατοδότηση για την ευρωπαϊκή άµυνα θα πρέπει να αξιοποιηθεί για την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και τη µείωση της εξάρτησης της Ε.Ε. από εξωτερικούς προµηθευτές.
Ακόµη και αν τελικά αποφασιστεί η συµµετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άµυνα, η εξέλιξη αυτή δεν αποτελεί νίκη της Τουρκίας, αλλά ήττα της Ευρώπης.
Αποτελεί ήττα της Ευρώπης διότι αποδεικνύει περίτρανα ότι η Ευρώπη σε µια εποχή κοσµογονικών γεωπολιτικών εξελίξεων δεν έχει ξεκάθαρη και ενιαία στρατηγική για την ευρωπαϊκή άµυνα και ασφάλεια και επίσης, δηλώνει αδυναµία να αναπτύξει µόνη της την αµυντική της βιοµηχανία προσφεύγοντας στη βοήθεια τρίτων χωρών.
Αν και το ζήτηµα είναι υπό διαπραγµάτευση, η πρόθεση να ληφθούν οι τελικές αποφάσεις µε ειδική πλειοψηφία και όχι µε οµοφωνία αποτελεί κάτι πρωτόγνωρο για την Ευρώπη και υποδηλώνει εκφυλισµό του αξιακού οικοδοµήµατος και λειτουργικού συστήµατος της Ευρώπης.
Τέλος, η εξέλιξη αυτή συµβεί, θα αποδείξει την άγνοια κινδύνου των Ευρωπαίων Ηγετών, αφού θα βάλουν στα πόδια τους την Τουρκία που αποτελεί το ∆ούρειο Ίππο της Ρωσίας.
Συνοψίζοντας την ανωτέρω ανάλυση, θα πρέπει να επισηµανθεί ότι η Τουρκία παρά κάποιες ευκαιριακές επιτυχίες της µέσω προβολής της στρατιωτικής ισχύος της και της επιθετικής και ενεργούς διπλωµατίας της, δεν αποτελεί αξιόπιστη µεσαία δύναµη και δεν διαθέτει την γεωπολιτική ισχύ που προσπαθούν να προβάλλουν οι προπαγανδιστικοί µηχανισµοί της.
Ο γεωπολιτικός της ρόλος αµφισβητείται από σηµαντικούς παίκτες της περιοχής (Ισραήλ, Γαλλία κ.α.), και εξαρτάται από τις τρέχουσες συγκυρίες και τους γεωπολιτικούς συσχετισµούς των µεγάλων παικτών του διεθνούς συστήµατος.
*Ο δρ Κωνσταντίνος Π. Μπαλωµένος πολιτικός επιστήµονας – διεθνολόγος, πρώην γενικός dιευθυντής – Γενικής ∆ιεύθυνσης Πολιτικής Εθνικής Άµυνας και ∆ιεθνών Σχέσεων (Γ∆ΠΕΑ∆Σ)
Υπουργείου Εθνικής Άµυνας (ΥΠΕΘΑ)