27.4 C
Chania
Τρίτη, 19 Αυγούστου, 2025

Ήρθα εδώ και μας θυμήθηκα

» Anna Pacheco (µτφρ. Χριστιάννα Νικηφοράκη, εκδόσεις Carnívora)

Πρόσφατα διάβασα την Τελειότητα του Βιντζέντζο Λατρόνικο, εκεί που ένα ζευγάρι ψηφιακών νοµάδων εγκαταλείπει, στα µέσα της προηγούµενης δεκαετίας, την Ιταλία για το Βερολίνο. Πέρα από την αναγνωστική απόλαυση, το βιβλίο αυτό το ένιωσα συγκαιρινό, γνώριµο, καλώς ή κακώς. Όταν έπιασα στα χέρια µου το Ήρθα εδώ και µας θυµήθηκα, µια σύνδεση ανάµεσα στα δύο αναδύθηκε.

Θυµάµαι από πάντα η Ελλάδα να είναι µια χώρα διακοπών, που κάθε καλοκαίρι γέµιζε ασφυκτικά από εγχώριους και εισαγόµενους τουρίστες, άνθρωποι να δουλεύουν σεζόν, µικροί παράδεισοι να καταλαµβάνονται από νεόδµητες ξενοδοχειακές µονάδες, η πυρετώδης αναζήτηση για το παρθένο και άγνωστο. Και όµως, κάθε χρόνο οι αριθµοί αυξάνονται ιλιγγιωδώς, το γεµάτο αποδεικνύεται πως έχει επιπλέον ελαστικότητα, αφελής µοιάζει εκείνη η αίσθηση της δεκαετίας του ενενήντα, τίποτα δεν είχαµε δει, εκείνο δεν ήταν παρά ένα ελάχιστο των όσων έµελλαν ακόµα να συµβούν. Και το τροµακτικό είναι πως και σήµερα, αυτό συνεχίζει να µοιάζει αφελές, κάθε χρόνο οι αριθµοί αυξάνουν, ανάπτυξη φωνάζουν διάφοροι, ασφυξία νιώθουν κάποιοι άλλοι, πάνω από ένα εκατοµµύριο κρεβάτια είναι διαθέσιµα για βραχυχρόνια µίσθωση στην Ελλάδα, ο τουρισµός, σε όλες του τις εκφάνσεις, δεν αγγίζει πια µόνο τις διακοπές µας, αλλά την καθηµερινότητά µας, τα ενοίκια, το κόστος και την ποιότητα διαβίωσης εν γένει.

Και κανείς µας δεν µοιάζει αθώος, όλοι έχουµε λιγότερο ή περισσότερο λερώσει τα χέρια µας στον τουριστικό βούρκο, αδελφάκι του εξευγενισµού, στον ίδιο βούρκο κυλιούνται, και ας παλεύουµε για χάρη της γαµατοσύνης µας να επιµένουµε πως εµείς τα κάνουµε όλα καλύτερα, πως εµείς έχουµε κάποιο δικαίωµα ή κάποια καλή δικαιολογία, πως είµαστε ταξιδιώτες και όχι τουρίστες, και ό,τι άλλο µπορούµε να φανταστούµε κατά το πέρασµά µας από το εδώλιο. Ναι, το ξέρω, δεν µπορώ να συγκρίνω τον µεµονωµένο τουρίστα µε την τουριστική βιοµηχανία στο σύνολό της, ναι, το ξέρω, αλλά οι µονάδες αθροίζουν. Στο πίσω µέρος του σελιδοδείκτη στο βιβλίο της Πατσέκο έγραφε: να αναστοχαστούµε τι διακοπές θέλουµε να κάνουµε.

Ένα κείµενο για ένα βιβλίο όπως αυτό δεν µπορεί παρά να είναι έντονα προσωπικό. Ο αναστοχασµός είναι άλλωστε συνθήκη προσωπική και εξόχως ενεργητική σε αντίθεση µε τη στάση της ανάθεσης που χαρακτηρίζει ολοένα και περισσότερο την εποχή µας.

Το Βερολίνο του Λατρόνικο και η Βαρκελώνη της Πατσέκο έχουν κάτι να µας πουν για το δικό µας εγγύς µέλλον. Κάποτε µας στεναχωρούσε το πόσο πίσω βρισκόµασταν από τον ανεπτυγµένο κόσµο, σήµερα θα θέλαµε να είµαστε λίγο πιο µακριά, δυστυχώς πλησιάζουµε µε ολοένα και αυξανόµενη ταχύτητα, όχι σε όσα µας φαίνονται θελκτικά, τα καθαρά και ανεµπόδιστα πεζοδρόµια για παράδειγµα, αλλά σε όσα µας τροµοκρατούν, τις τιµές των ενοικίων για παράδειγµα. Η Πατσέκο σ’ αυτό το έντονα προσωπικό δοκίµιο, προσωπικό µε την έννοια της µη αποστασιοποίησης που συχνά η δοκιµιακή γραφή φέρει, εξετάζει µέσω συνεντεύξεων την τουριστική βιοµηχανία της Βαρκελώνης, συζητά µε ανθρώπους που εργάζονται σε αυτή, συνθέτει µια εικόνα µάλλον δυστοπική.

∆εν µοιάζει να φιλοδοξεί να µας πει κάτι που δεν το φανταζόµαστε και όµως, όσο µακρύτερα είµαστε από την τουριστική βιοµηχανία, όσο καλή φαντασία και αν έχουµε, υπάρχουν σηµεία στο Ήρθα εδώ και µας θυµήθηκα που µας ταρακουνούν για τα καλά, εµένα τουλάχιστον. Και δεν ξέρω αν αυτό που µε ταρακούνησε περισσότερο ήταν οι πρακτικές των µεγάλων ξενοδοχειακών µονάδων, ο τρόπος τους να µειώνουν το κόστος και να εντατικοποιούν την εργασία, ή η αφέλεια, ας µείνω σε αυτή τη λέξη, ενός µεγάλου µέρους των εργαζοµένων, αφέλεια που εκτείνεται από το τι άλλο µπορούµε να κάνουµε µέχρι του να νιώθει συνεργάτης και µέτοχος όλου αυτού.

Ανάµεσα σε άλλα, δύο ήταν τα σηµεία εκείνα που περισσότερο µε ταρακούνησαν, και ας έχω πείσει τον εαυτό µου πως είχα ήδη µια καλή εικόνα γι’ αυτά. Πρώτο και κύριο, αυτή η δίχως τέλος και πλήρους ελαστικότητας µεσαία τάξη, εργαζόµενοι που δεν φτάνουν στο τέλος του µήνα και όµως νιώθουν πως ανήκουν σε αυτή, ακόµα και αν την προσδιορίζουν ως κατώτερη µεσαία τάξη, ό,τι διάβολο και αν σηµαίνει κάτι τέτοιο. Αυτό δεν περιορίζεται µόνο στους εργαζόµενους του τουριστικού κλάδου, εκτείνεται σε όλα τα µήκη και πλάτη της εργασίας, κοιτάξτε για λίγο τον περίγυρο σας. Η ντροπή της φτώχειας, η απάρνηση της τάξης. ∆εύτερο, το περιβάλλον της τουριστικής βιοµηχανίας αποτελεί έναν µικρόκοσµο της µεγάλης εικόνας, στον οποίο υπάρχει διάκριση ανάµεσα σε δουλειές γραφείου και χειρωνακτικές και, παρότι συχνά οι πρώτες πληρώνονται χειρότερα, διαθέτουν µια υπεραξία που ο εργαζόµενος είναι διατεθειµένος να πληρώσει ακριβά.

Αυτό που είναι σηµαντικό στο µικρό αυτό κείµενο, που εντοπίζεται κάπου ανάµεσα στο δοκίµιο και τη δηµοσιογραφική έρευνα, είναι ακριβώς αυτός ο εργαστηριακός χαρακτήρας του, ο τρόπος µε τον οποίο η Πατσέκο παρατηρεί τη µεγάλη εικόνα χρησιµοποιώντας ως όχηµα µια εκδοχή της, γεγονός που µας επιτρέπει να καταστήσουµε ακόµα πιο πλήρη τη συνολική εικόνα, προσφέροντάς µας ένα ακόµα παρατηρητήριο. ∆υστυχώς η θεωρία, πολιτική ή κοινωνική, τρέχει ασθµαίνοντας πίσω από τον καπιταλισµό, µοιάζει και ίσως και να είναι παρωχηµένη και πρακτικά άχρηστη. Κείµενα όπως αυτό µικραίνουν για λίγο την απόσταση, ας µη γελιόµαστε, µόνο η αυτοκαταστροφή του θα µας επιτρέψει να τον φτάσουµε, όσοι και όποιοι επιζήσουµε.

Ο τουρισµός, η εξάπλωση και η εκβιοµηχάνισή του φέρουν µια έντονη αντίφαση. Αυτή είναι πως ο τουρισµός είναι απόρροια της ανάπτυξης, καθώς ολοένα και µεγαλύτερα κοµµάτια του παγκόσµιου πληθυσµού έχουν τη δυνατότητα για πρόσβαση στις υπηρεσίες του. Ο πεπερασµένος χαρακτήρας των πόρων είναι και εδώ παρών. ∆εν µπορούν όλοι οι κάτοικοι του πλανήτη να κάνουν διακοπές, αφού κάποιοι πρέπει να δουλεύουν σε αυτό, αλλά και τα µέρη, η Αθήνα µας για παράδειγµα, δεν µπορεί να δεχτεί άπειρο αριθµό τουριστών, αυτά, ανάµεσα σε άλλα, δηµιουργούν συνθήκες ζήτησης και προσφοράς. Και αυτό είναι κάτι που µόνο σε λίγους µοιάζει να κάνει εντύπωση, αφού καθένας µας θεωρεί τον εαυτό του εξαίρεση και οπλισµένο µε ένα µάλλον µεταφυσικής προέλευσης προνόµιο, εγώ και όσοι συµπαθώ είµαστε καλοί, οι υπόλοιποι ας κάτσουν σπίτι τους που θέλουν και διακοπές τροµάρα τους.

Το Ήρθα εδώ και µας θυµήθηκα είναι επίκαιρο λόγω θέρους, αλλά διόλου ανέµελο, κάποιοι, αρκετοί, θα πουν: άσε µας καλοκαιριάτικα. Είναι και εκείνοι µεσαία τάξη…


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα