Ο ∆ιόνυσος είναι γιος του ∆ία και της Σεµέλης, της κόρης του Κάδµου και της Αρµονίας. Ανήκει συνεπώς στη δεύτερη γενιά των Ολύµπιων θεών, όπως ο Ερµής, ο Απόλλωνας, η Άρτεµη κ.ά. Η Σεµέλη, η αγαπηµένη του ∆ία, του ζήτησε να φανερωθεί µπροστά της µε όλη του τη δύναµη.
Και ο θεός, για να την ευχαριστήσει, το έκαµε. Ανήµπορη όµως να αντέξει στη θέα των αστραπών, που περιέβαλλαν τον εραστή της, έπεσε κεραυνοβοληµένη. Ο ∆ίας γρήγορα της απέσπασε το παιδί που κυοφορούσε και που ήταν ακόµη έµβρυο έξι µηνών. Το έραψε στο µηρό του και, όταν συµπληρώθηκε ο χρόνος της κύησης, το παιδί βγήκε από εκεί καλοσχηµατισµένο και ζωντανό.
Ο ∆ιόνυσος, όταν ενηλικιώθηκε, ανακάλυψε το αµπέλι και τη χρήση του. Η Ήρα όµως τον έκανε να παραφρονήσει. Μέσα στην παραφροσύνη του ο θεός περιπλανήθηκε στην Αίγυπτο και τη Συρία. Έτσι, καθώς ανέβαινε τις ακτές της Ασίας, έφτασε στη Φρυγία, όπου τον δέχτηκε η θεά Κυβέλη, τον εξάγνισε και τον µύησε στο τυπικό της λατρείας της. Απαλλαγµένος από την τρέλα του ο ∆ιόνυσος πήγε στη Θράκη, όπου τον δέχτηκε πολύ άσχηµα ο Λυκούργος, που βασίλευε στις όχθες του Στρυµόνα. Ο βασιλιάς προσπάθησε να αιχµαλωτίσει τον θεό, αλλά δεν το κατόρθωσε, γιατί ο ∆ιόνυσος κατέφυγε στη Θέτιδα, τη Νηρηίδα, που του έδωσε άσυλο µέσα στη θάλασσα. Ο Λυκούργος όµως κατάφερε να πιάσει τις Βάκχες, που συνόδευαν το θεό. Τότε οι Βάκχες απελευθερώθηκαν µε θαύµα και ο ίδιος ο Λυκούργος παραφρόνησε. Νοµίζοντας πως κόβει το αµπέλι, το ιερό φυτό του εχθρού του ∆ιόνυσου, έκοψε το πόδι του και τα άκρα του γιου του. Όταν συνειδητοποίησε το λάθος του, διαπίστωσε πως η χώρα του είχε πληγεί από σιτοδεία. Το µαντείο που ρωτήθηκε αποκάλυψε πως η οργή του ∆ιόνυσου δε θα κατασίγαζε παρά µε το θάνατο του Λυκούργου. Αυτό και έκαναν οι υπήκοοί του, που τον διαµέλισαν σέρνοντάς τον µε τέσσερα άλογα.
Από τη Θράκη ο ∆ιόνυσος πήγε στην Ινδία, χώρα που την κατέκτησε µε εκστρατεία, η οποία ήταν µισή πολεµική, µισή θεϊκή, υποτάσσοντας τους λαούς µε τη δύναµη των όπλων του (γιατί είχε µαζί του στρατό) αλλά και µε τα ξόρκια του και τη µυστική του δύναµη.
Ξαναγυρίζοντας στην Ελλάδα ο ∆ιόνυσος πήγε στη Βοιωτία, τον τόπο καταγωγής της µητέρας του. Στη Θήβα, όπου βασίλευε ο Πενθέας, ο διάδοχος του Κάδµου, καθιέρωσε τα Βακχανάλια, Βακχικές γιορτές, στις οποίες όλος ο λαός, αλλά κυρίως οι γυναίκες, καταλαµβανόταν από µυστική έκσταση και διέσχιζε την εξοχή βγάζοντας τελετουργικές κραυγές
Έπειτα ο θεός θέλησε να πάει στη Νάξο και γι’ αυτό µίσθωσε Τυρρηνούς πειρατές, ζητώντας τους να τον πάρουν στο πλοίο και να τον µεταφέρουν στο νησί. Οι πειρατές όµως προσποιήθηκαν πως δέχονται και κατευθύνθηκαν προς την Ασία, µε σκοπό να πουλήσουν σκλάβο τον ίδιο τον ταξιδιώτη τους. Όταν το κατάλαβε ο ∆ιόνυσος µετέβαλε τα κουπιά τους σε φίδια, γέµισε το πλοίο τους µε κισσό και έκαµε να αντηχήσουν αόρατοι αυλοί.
Ακινητοποίησε το πλοίο µέσα σε γιρλάντες από κλήµατα κατά τρόπο που οι πειρατές τρελάθηκαν και έπεσαν στη θάλασσα όπου µεταµορφώθηκαν σε δελφίνια. Αυτό εξηγεί γιατί τα δελφίνια είναι φίλοι των ανθρώπων και στα ναυάγια προσπαθούν να τους σώσουν, αφού είναι πειρατές που µετάνιωσαν. Τότε αναγνωρίστηκε από όλους η δύναµη του ∆ιόνυσου και ο θεός µπόρεσε να ξαναγυρίσει στην ουρανό, αφού εκπλήρωσε το ρόλο του επάνω στη γη και επέβαλε παντού τη λατρεία του.
Ο ∆ιόνυσος, ο θεός του κρασιού και της έµπνευσης, λατρευόταν µε θορυβώδεις ποµπές, στις οποίες συµµετείχαν συµβολιζόµενα από µάσκες τα πνεύµατα της γης και της γονιµότητας. Αυτές οι ποµπές δηµιούργησαν τις παραστάσεις του θεάτρου, που είχαν µορφή πιο κανονική, την κωµωδία, την τραγωδία και το σατυρικό δράµα.
[πηγή: P. Grimal, Λεξικό της ελληνικής και ρωµαϊκής µυθολογίας, επιµ. ελλ. έκδ. Β. Άτσαλος, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1991]