Συµπληρώθηκαν το Σάββατο 2 Αυγούστου 2025 ογδόντα ολόκληρα χρόνια από τη λήξη της ιστορικής ∆ιάσκεψης του Πότσνταµ που έλαβε χώρα το διάστηµα από 17 Ιουλίου έως 2 Αυγούστου 1945 ανάµεσα σε Στάλιν, Ρούζβελτ και Τσώρτσιλ.
Στο πλαίσιο λοιπόν της περίφηµης ∆ιάσκεψης του Πότσνταµ λίγα χιλιόµετρα από το Βερολίνο, ΕΣΣ∆, ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία καθόρισαν πέραν των άλλων ότι η ναζιστική Γερµανία όφειλε να καταβάλλει πολεµικές επανορθώσεις-αποζηµιώσεις στις δικαιούµενες χώρες µεταξύ των οποίων ήταν και η Ελλάδα.
Μάλιστα στη συνέχεια η Συµφωνία Ειρήνης των Παρισίων του 1946 επιδίκασε ποσό 7.181.00.0000 δολαρίων ΗΠΑ έτους 1938 στην Ελλάδα για πολεµικές επανορθώσεις πέραν του ποσού που η Πατρίδα µας δικαιούται για την εξόφληση του αναγκαστικού κατοχικού δανείου.
Έκτοτε η ∆υτική Γερµανία και εν συνεχεία η ενωµένη Γερµανία αρνείται προκλητικά όχι µόνο την καταβολή των πολεµικών επανορθώσεων-αποζηµιώσεων αλλά και την εξόφληση του αναγκαστικού κατοχικού δανείου.
Μάλιστα ενδεικτικό του κυνισµού της γερµανικής πλευράς, είναι το παρακάτω απόσπασµα από την εισήγηση του Γερµανού πρέσβη στην Αθήνα προς την κυβέρνησή του το 1969 στο οποίο τονίζεται: «Με την υποστήριξη των Αµερικανών φίλων µας κατορθώσαµε να παραπέµψουµε στις ελληνικές καλένδες τις από τη Συµφωνία του Λονδίνου προβλεπόµενες τεράστιες επανορθώσεις για κράτη εχθρικά, έως ότου υπογραφεί η ειρηνευτική συµφωνία, παρηγορώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τους αντιπάλους µας στον τελευταίο πόλεµο. (…) Θα ήταν προς το συµφέρον µας να διατηρήσουµε αυτή την ενδιάµεση κατάσταση όσο γίνεται περισσότερο, έτσι ώστε οι αξιώσεις των τότε αντιπάλων µας είτε να αποσυρθούν είτε να παραγραφούν. Με άλλα λόγια: δεν πρέπει να ξυπνήσουµε τους σκύλους που κοιµούνται» (σελ. 20 της Έκθεσης της ∆ιακοµµατικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διεκδίκηση των Γερµανικών Οφειλών).
Όµως παρά τις 3 ρηµατικές διακοινώσεις που έγιναν από την Ελλάδα το 1995, το 2019 και το 2020 προς τη Γερµανία µε τις οποίες ζητήθηκε να αρχίσουν διαπραγµατεύσεις µεταξύ των δύο χωρών για το ζήτηµα των πολεµικών επανορθώσεων και ειδικότερα για το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο, µέχρι σήµερα και εντελώς προκλητικά η Γερµανία ισχυρίζεται ότι δήθεν το θέµα των πολεµικών επανορθώσεων έχει κλείσει, παρότι είναι δεδοµένο και δεν αµφισβητείται ότι οι γερµανικές πολεµικές επανορθώσεις και το κατοχικό δάνειο είναι «ενεργές και δικαστικώς επιδιώξιµες».
Με δεδοµένη την άρνηση της Γερµανίας να προβεί στην εξόφληση των γερµανικών αποζηµιώσεων-επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου η κυβέρνηση οφείλει να προχωρήσει αποφασιστικά στη δικαστική διεκδίκηση των εν λόγω οφειλών προσφεύγοντας στο αρµόδιο δικαιοδοτικό όργανο.
Επιπλέον οφείλει να προχωρήσει στην εγγραφή των γερµανικών αποζηµιώσεων στον κρατικό προϋπολογισµό και στην τιτλοφόρηση του κατοχικού δανείου, όπως έχω αναλύσει ήδη από το 2011 στο βιβλίο µου «Το Μνηµόνιο της χρεωκοπίας και ο άλλος δρόµος» (Εκδόσεις Λιβάνη, σελ.552-566).
Στο πλαίσιο αυτό είχα επισηµάνει ότι η Πατρίδα µας προκειµένου να πιέσει αποφασιστικά τη Γερµανία να εξοφλήσει τις Οφειλές της έναντι της Ελλάδας θα πρέπει πέραν των άλλων να προβεί και σε δύο επιπλέον ενέργειες.
Στην εγγραφή των γερµανικών αποζηµιώσεων στον Κρατικό Προϋπολογισµό και στην τιτλοποίηση του αναγκαστικού κατοχικού δανείου.
Εποµένως σε πρώτη φάση η κυβέρνηση οφείλει να εγγράψει το «αντίστοιχο γερµανικό χρέος προς την Ελληνική ∆ηµοκρατία» στις ανείσπρακτες οφειλές προς το Ελληνικό ∆ηµόσιο και κατ΄ επέκταση στον κρατικό προϋπολογισµό, αφού πρόκειται για άµεσα απαιτητό ληξιπρόθεσµο χρέος. Στη συνέχεια θα πρέπει να δοθεί σχετική εντολή από το Υπουργείο Οικονοµικών στην ΑΑ∆Ε να προβεί σε άµεσες ενέργειες για την είσπραξή του εν λόγω ληξιπρόθεσµου γερµανικού χρέους.
Η εγγραφή στον κρατικό προϋπολογισµό του «αντίστοιχου γερµανικού χρέους προς την Ελληνική ∆ηµοκρατία» θα έχει ως αποτέλεσµα ο προϋπολογισµός της χώρας µας να µεταβληθεί σε πλεονασµατικό.
Ταυτόχρονα θα δηµιουργηθεί πρόβληµα στη Γερµανία καθώς οι αγορές θα θεωρήσουν ότι τελικά το δηµόσιο χρέος της Γερµανίας είναι πολύ µεγαλύτερο απ΄ αυτό που παρουσιάζεται επισήµως από το Βερολίνο µε αποτέλεσµα την αύξηση των επιτοκίων δανεισµού του γερµανικού δηµοσίου.
Σε κάθε περίπτωση για την Ελλάδα το ζήτηµα της διεκδίκησης των γερµανικών αποζηµιώσεων αποτελεί ένα επίκαιρο όσο ποτέ εθνικό θέµα για το οποίο οφείλουµε να εντείνουµε τις προσπάθειές µας.
Από την πλευρά µου κατά την διάρκεια της βουλευτικής µας θητείας ως βουλευτής Ηρακλείου το διάστηµα 2012-2014 είχα την ευκαιρία στη συζήτηση του κρατικού προϋπολογισµού τόσο για το έτος 2013 όσο και για το έτος 2014 να θέσω µετ΄ επιτάσεως τόσον εγγράφως όσο και προφορικώς το ζήτηµα της εγγραφής των γερµανικών αποζηµιώσεων στον κρατικό προϋπολογισµό των εν λόγω ετών.
Επίσης ο Υπουργός ∆ικαιοσύνης οφείλει να δώσει άδεια για την εν Ελλάδι εκτέλεση της υπ΄ αρίθµ. 137/25-9-1997 αµετάκλητης Απόφασης του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Λειβαδιάς µε την οποία επιδικάστηκαν αποζηµιώσεις για τα θύµατα της σφαγής του ∆ιστόµου από τα ναζιστικά στρατεύµατα κατοχής τον Ιούνιο του 1944.
Ογδόντα λοιπόν ολόκληρα χρόνια από τη λήξη της ιστορικής ∆ιάσκεψης του Πότσνταµ ο αγώνας για τις γερµανικές αποζηµιώσεις πρέπει να συνεχιστεί ακόµη πιο δυναµικά και αποφασιστικά.
Οψόµεθα εις Φιλίππους.
*Ο Νότης Μαριάς
είναι καθηγητής Θεσµών της ΕΕ
στο Πανεπιστήµιο Κρήτης,
πρώην ευρωβουλευτής και
πρώην βουλευτής Ηρακλείου