Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024

Οι “σαλταδόροι” της Κατοχής

«Ολα για το ψωμί», αυτή ήταν η καθημερινή αγωνία των παιδιών μέσα στην σκληρή Ναζιστική κατοχή, για το ψωμί έγιναν τολμηροί σαλταδόροι, δούλεψαν σε σκληρές δουλειές αν και ανήλικοι, κινδύνευσαν, κάποιοι τα κατάφεραν, άλλοι όχι.
O κ. Τάσος Πρωτοψάλτης ήταν ένας από τους Χανιώτες που θυμάται καλά τα γεγονότα, καθότι γεννήθηκε το 1930 και μέσα στην κατοχή ήταν έφηβος. Μαζί με τον κ. Τάσο περπατήσαμε στη γειτονιά που οι πιτσιρικάδες την εποχή την “έστηναν” προκειμένου να αρπάξουν μια φρατζόλα ψωμί από τα φορτηγά των Γερμανών.
Μας δείχνει τις εργατικές κατοικίες του Αγ. Ιωάννη ανάμεσα στο 4ο-8ο Δ.Σ. και το Στρατόπεδο Μαρκοπούλου. «Εδώ ήταν χωράφια, δεν υπήρχαν σπίτια. Υπήρχε ο φούρνος του Αννιτσάκη, που μέσα στην κατοχή τον λέγαμε “Γερμανικό φούρνο” γιατί τον είχαν επιτάξει οι Γερμανοί και εκεί έφτιαχναν τα ψωμιά για το στρατό τους. Μόνο για αυτούς! Έρχονταν κάθε μέρα φορτηγά αυτοκίνητα, φόρτωναν τα ψωμιά και στη συνέχεια τα μοίραζαν στα   στρατόπεδα, στα φυλάκια, όπου υπήρχαν στρατιωτικές δυνάμεις» λέει ο συνομιλητής μας και μας δείχνει το σημείο όπου ήταν ο φούρνος από που έμπαιναν τα φορτηγά, που και πως γίνονταν η φόρτωση.

ΠΩΣ ΓΙΝΟΝΤΑΝ ΤΟ “ΝΤΟΥ”
Προχωράμε ανάμεσα στα στενά των εργατικών κατοικιών και ο κ. Τάσος επιστρέφει με το μυαλό του 7 δεκαετίες πίσω όταν ήταν 12-13 ετών. «Εδώ ήταν το παράθυρο. Μπροστά φούρνιζαν και ξεφούρνιζαν και εδώ από το παράθυρο έβγαζαν τα ψωμιά, μακρουλά, σταρένια και φόρτωναν τα φορτηγά. Εμείς ήμασταν πιτσιρίκια, καθόμασταν παραπέρα και περιμέναμε να ξεκινήσει το φορτηγό. Πρέπει να ήταν εν κινήσει το όχημα ώστε ο οδηγός και ο συνοδηγός να μην έχουν χρόνο να σε κυνηγήσουν. Να πρέπει να φρενάρουν, να σταματήσουν και να βγουν έξω και μέχρι να το κάνουν αυτό…εμείς είχαμε γίνει καπνός. Που να μας πιάσουν! Πηγαίναμε λοιπόν πίσω από το αυτοκίνητο, βάζαμε το χέρι μας, αρπάζαμε ότι μπορούσαμε και τρέχαμε! Ούτε ο Κεντέρης, ούτε ο Μπολτ δεν μας έπιανε. Μόνο να μας πυροβολήσουν μπορούσαν…» λέει και θυμάται ένα τέτοιο συμβάν που ένα παιδί έχασε τη ζωή του.
«Είχαν σκοτώσει ένα Μπολανάκη οι Γερμανοί εδώ πιο πάνω. Κάτι είχε πάρει και πήγε να φύγει και το πυροβόλησαν. Δεν τα κατάφερε!» θυμάται.
Ανάμεσα στους καλύτερους σαλταδόρους και ο Χαρκοφτάκης. «Αυτός ήταν ο πιο  μάγκας σαλταδόρος, ποιο μεγάλος από εμάς, μόλις έστριβαν τα αυτοκίνητα έτρεχε σαν το άνεμο πατούσε πάνω στο φορτηγό και έπαιρνε όσα περισσότερα ψωμιά μπορούσε. Αυτόν πάλι τον είχα δει να ανεβαίνει σε στύλο σε κλάσματα δευτερολέπτου και να κόβει καλώδια που μετά τα πουλούσε για το χαλκό τους. Μετά πάλι θυμάμαι ότι επειδή όλοι εμείς είχαμε οργανωθεί στην ΕΠΟΝ ή στα “Αετόπουλα” ανάλογα με την ηλικία, παίρναμε χωνιά και φωνάζαμε συνθήματα. Μας πήραν κυνήγι το λοιπόν οι χωροφύλακες μια μέρα και φύγαμε  πάνω προς τη δεξαμενή του Αγ. Ιωάννη.  Μας λέει λοιπόν ο Χαρκοφτάκης “φύγετε εσείς” και βγάζει ένα πιστόλι και πυροβόλησε προς τους χωροφύλακες. Τους καθυστέρησε λοιπόν, παλικάρι σου λέω, και  φύγαμε εμείς, έφυγε και αυτός και γλίτωσε».

ΟΙ ΦΟΥΡΝΑΡΗΔΕΣ
Στους φούρνους των Γερμανών, δούλευαν ντόπιοι που παράλληλα έπαιρναν ότι μπορούσαν προκειμένου  να επιζήσουν οι οικογένειες . «Οι φουρνάρηδες ήταν δικοί μας,  από εδώ. Αυτοί λοιπόν έπαιρναν ζυμάρι και το πετούσαν πίσω από ένα μπεντένι δίπλα στο φούρνο όπου το περίμεναν τα παιδιά τους οι γυναίκες τους και το έπαιρναν για να πάνε να το ψήσουν. Ή πάλι φορούσαν κάτι ρούχα όπως οι παπάδες με φαρδιές τσέπες και εκεί έβαζαν αλεύρι και το έπαιρναν μαζί τους όταν έφευγαν. Λίγο ζυμάρι από εδώ, λίγο αλεύρι από εκεί. Έτσι ζούσε ο κόσμος! Εμείς πάλι ανήλικοι τότε  δουλεύαμε για τους εργολάβους που έφτιαχναν έργα των Γερμανών. Θυμάμαι που φεύγαμε από τον Αγ. Ιωάννη και πηγαίναμε και  κουβαλούσαμε χαλίκια για το μεροκάματο για ένα δρόμο από το Βλητέ προς το Ακρωτήρι. Ο πατέρας μου είχε πέντε παιδιά και ήταν εργάτης. Πως θα μεγαλώναμε ;  Μας έδιναν τότε κάτι λεφτά που δεν είχαν αξία τα “Τσολάκογλου” έτσι τα λέγαμε (σ.σ. από τον κατοχικό δοσίλογο πρωθυπουργό) και ένα ψωμί την εβδομάδα.  Όχι ολόκληρο ! Έλειπε η γωνία. Για να μας το δώσουν ολόκληρο έπρεπε να πάμε να δουλέψουμε και τις Κυριακές. Έτσι ήταν η ζωή τότε. Μια να κλέψουμε το καρβέλι, μια να δουλεύουμε όλη τη εβδομάδα για να το πάρουμε…» καταλήγει ο κ. Τάσος.

Οταν τρως ξύλο για μια φρατζόλα…
Μια άλλη ιστορία που θυμάται ο κ. Πρωτοψάλτης έλαβε χώρα κοντά στην πλατεία Νέων Καταστημάτων (1866). «Εκεί είχαν αποθήκες οι Γερμανοί που μάζευαν διάφορα τρόφιμα. Δούλευα εγώ εκεί σε ένα καροποιείο και κάθε πρωί μου έδινε το αφεντικό το γάλα που του έφερναν από τον Πλατανιά και το πήγαινα στο σπίτι του που ήταν στη Νέα Χώρα λίγο μετά το “Πανελλήνιο”. Πήγαινα λοιπόν προς Νέα Χώρα και εκεί στην αρχή της Πειραιώς που ήταν ένα καθαριστήριο βλέπω  ένα αυτοκίνητο με ρυμούλκα που ήταν φορτωμένο τίγκα στο ψωμί. Είχε φύγει από την αποθήκη των γερμανών και είχε σταματήσει εκεί. “Εδώ είμαστε” λέω, “δεν φεύγω”! Και περίμενα να ξεκινήσει. Μόλις ξεκινάει λοιπόν βάζω το χέρι αρπάζω το ψωμί και τρέχω! Ηταν ένας Ελληνας στο αυτοκίνητο, οδηγός, συνοδηγός, δεν ξέρω τι ήταν και με παίρνει στο κυνήγι, με έπιασε, μου πήρε το ψωμί, μου ’ριξε και μια-δυο ψιλές. Το τι γιουχαρίσματα του έριξε ο κόσμος από γύρω-γύρω: ”Βρωμιάρη”, “προδότη”, “άσε το παιδί”…αυτά του φώναζαν. Το ψωμί όμως το είχα χάσει».


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα