26.4 C
Chania
Δευτέρα, 30 Ιουνίου, 2025

Η Ρωσία προτείνει αντιντάµπινγκ µέτρα κατά της Κίνας

Στο σύγχρονο παγκοσµιοποιηµένο οικονοµικό περιβάλλον, η πρόκληση της διατήρησης της εγχώριας παραγωγής σε ανταγωνιστικό επίπεδο είναι διαρκής. Η παγκόσµια εµπορική πολιτική χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από συγκρούσεις συµφερόντων, µε χώρες και περιφέρειες να προσπαθούν να ισορροπήσουν µεταξύ της ανοιχτής αγοράς και της προστασίας της εθνικής τους βιοµηχανίας. Η Ρωσία, ως µία εκ των αναδυόµενων οικονοµιών, βρίσκεται στο επίκεντρο τέτοιων εξελίξεων, ειδικά εν µέσω κυρώσεων, γεωπολιτικών πιέσεων και εξωτερικών ανταγωνισµών που την έχουν ωθήσει να εξαρτάται από τις εισαγωγές προϊόντων που παράγονται από την Κίνα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόσφατη πρόταση του αναπληρωτή κυβερνήτη της περιφέρειας Ροστόφ, Γιούρι Σλιουσάρ, για την επιβολή αντιντάµπινγκ µέτρων κατά των κινεζικών εισαγωγών, έχει προκαλέσει ενδιαφέρον και ανησυχία. Ο Σλιουσάρ τόνισε ότι βιοµηχανίες όπως το Εργοστάσιο Ηλεκτροδίων Νοβοτσερκάσκ (Novocherkassk Electrode Plant) αδυνατούν να ανταγωνιστούν τα φθηνότερα κινεζικά προϊόντα, οδηγώντας σε συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγής και απώλεια θέσεων εργασίας.
Η Κίνα έχει καθιερωθεί ως ο παγκόσµιος «βιοµηχανικός γίγαντας», µε παραγωγικές δυνατότητες που βασίζονται σε χαµηλό κόστος εργασίας, κρατικές επιδοτήσεις, τεχνητή υποτίµηση του νοµίσµατος και τεράστιες επενδύσεις σε υποδοµές. Η Ρωσία εισάγει πλήθος προϊόντων από την Κίνα, από ηλεκτρονικά και µηχανολογικό εξοπλισµό µέχρι πρώτες ύλες και βιοµηχανικά είδη.
Σύµφωνα µε στατιστικά στοιχεία, οι εισαγωγές κινεζικών βιοµηχανικών προϊόντων στη Ρωσία έχουν αυξηθεί κατακόρυφα την τελευταία πενταετία, ειδικά µετά την επιβολή δυτικών κυρώσεων λόγω του πολέµου στην Ουκρανία. Η έλλειψη ανταγωνισµού από τη ∆ύση άνοιξε περαιτέρω χώρο για κινεζικές εταιρείες να καταλάβουν την αγορά.
Ωστόσο, αυτό έχει οδηγήσει σε δυσµενείς επιπτώσεις για τις ρωσικές βιοµηχανίες, ιδιαίτερα για µικρές και µεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες δεν έχουν την τεχνολογική ή χρηµατοδοτική δυνατότητα να ανταγωνιστούν τον κινεζικό γίγαντα.
Η περιφέρεια Ροστόφ αποτελεί µια από τις πλέον βιοµηχανοποιηµένες περιοχές της Ρωσίας, µε µακρά παράδοση στη µεταλλουργία, τα χηµικά, την αγροβιοµηχανία και την παραγωγή εξαρτηµάτων. Το εργοστάσιο ηλεκτροδίων του Νοβοτσερκάσκ είναι χαρακτηριστικό παράδειγµα παλαιού σοβιετικού βιοµηχανικού µοντέλου, το οποίο στηρίχθηκε επί δεκαετίες στην εσωτερική αγορά και στις κρατικές παραγγελίες.
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, το εργοστάσιο αντιµετωπίζει σοβαρά προβλήµατα. Τα ηλεκτρόδια γραφίτη, που είναι κρίσιµα για τη χαλυβουργία, εισάγονται πλέον από την Κίνα σε πολύ χαµηλότερες τιµές, γεγονός που έχει οδηγήσει σε απώλεια ανταγωνιστικότητας, µείωση πωλήσεων και απολύσεις προσωπικού.
Ο Σλιουσάρ υποστήριξε ότι χωρίς άµεση προστατευτική πολιτική, όπως δασµούς, ποσοστώσεις ή ρυθµιστικούς περιορισµούς, το εργοστάσιο και άλλες παρόµοιες µονάδες δε µπορούν να αντιµετωπίσουν τον αθέµιτο ανταγωνισµό και κινδυνεύουν να κλείσουν, προκαλώντας κοινωνικές και οικονοµικές επιπτώσεις στην ευρύτερη περιοχή.
Τα αντιντάµπινγκ µέτρα είναι εµπορικά αντίµετρα που υιοθετεί ένα κράτος όταν κρίνει ότι εισαγόµενα προϊόντα πωλούνται κάτω του κόστους (dumping), προκαλώντας βλάβη στη δική του βιοµηχανία.
Τα µέτρα αυτά µπορεί να περιλαµβάνουν: α) ∆ασµούς αντιντάµπινγκ (πρόσθετοι φόροι επί των εισαγόµενων προϊόντων), β) Ποσοστώσεις (όριο στην ποσότητα εισαγωγών ανά έτος), γ) Υποχρεωτική πιστοποίηση ή έλεγχος ποιότητας.
Σε διεθνές επίπεδο, ο Παγκόσµιος Οργανισµός Εµπορίου (ΠΟΕ) επιτρέπει την επιβολή τέτοιων µέτρων, αλλά υπό συγκεκριµένες προϋποθέσεις, όπως η αποδεδειγµένη ύπαρξη αθέµιτου ανταγωνισµού και η αιτιολογηµένη βλάβη στην εσωτερική βιοµηχανία. Η Ρωσία, παρότι µέλος του ΠΟΕ, έχει ενισχύσει τον προστατευτισµό τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω των κυρώσεων και της επιθυµίας ενίσχυσης της εθνικής παραγωγής.
Η πρόταση Σλιουσάρ δεν έχει µόνο οικονοµική σηµασία, αλλά και πολιτικές προεκτάσεις. Από τη µία πλευρά, απηχεί ένα ευρύτερο ρεύµα προστατευτισµού που αναπτύσσεται σε πολλές περιοχές της Ρωσίας. Από την άλλη, θέτει υπό αµφισβήτηση τη στρατηγική συνεργασία µε την Κίνα – σύµµαχο στη γεωπολιτική σκακιέρα και βασικό εµπορικό εταίρο.
Η Ρωσία εξαρτάται πλέον σε µεγάλο βαθµό από τις εξαγωγές πρώτων υλών προς την Κίνα, καθώς και από κινεζικές εισαγωγές τεχνολογίας και βιοµηχανικών προϊόντων. Η επιβολή δασµών ή άλλων περιορισµών µπορεί να οδηγήσει σε αντίποινα από την πλευρά του Πεκίνου, γεγονός που η ρωσική κεντρική εξουσία προσπαθεί να αποφύγει.
Συνεπώς, η πρόταση για αντιντάµπινγκ µέτρα εγείρει το ερώτηµα αν η Ρωσία µπορεί να ισορροπήσει ανάµεσα στην ανάγκη για εσωτερική βιοµηχανική στήριξη και τη διατήρηση ισχυρών εξωτερικών εµπορικών δεσµών.
Αντί για άµεση επιβολή εµπορικών φραγµών, η ρωσική κυβέρνηση θα µπορούσε να εξετάσει µια σειρά από άλλες πολιτικές ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής, όπως:
α) Επιδότηση εγχώριων παραγωγών για κάλυψη µέρους του κόστους,
β) Φορολογικά κίνητρα για βιοµηχανίες που επενδύουν σε καινοτοµία και εξωστρέφεια,
γ) Ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης µέσω κρατικών προµηθειών,
δ) Προστασία της αγοράς µέσω τεχνικών προτύπων και κανονισµών ποιότητας. Αυτές οι πολιτικές µπορεί να είναι πιο «ουδέτερες» διεθνώς και να µην προκαλέσουν αντιδράσεις από τους εµπορικούς εταίρους.
Η πρόταση του Γιούρι Σλιουσάρ για αντιντάµπινγκ µέτρα κατά των κινεζικών προϊόντων αναδεικνύει τη βαθιά ανησυχία που επικρατεί στις τοπικές βιοµηχανίες της Ρωσίας, οι οποίες αγωνίζονται να επιβιώσουν µέσα σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον. Αν και ο προστατευτισµός αποτελεί µια άµεση απάντηση στις πιέσεις αυτές, η µακροπρόθεσµη λύση βρίσκεται στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, της τεχνολογικής αναβάθµισης και της καινοτοµίας.
Η Ρωσία καλείται να σχεδιάσει µια βιοµηχανική πολιτική που να υπηρετεί τόσο τις εσωτερικές ανάγκες όσο και τις εξωτερικές στρατηγικές της. Η ισορροπία µεταξύ των δύο αυτών στόχων θα κρίνει σε µεγάλο βαθµό τη βιωσιµότητα και την ανεξαρτησία της ρωσικής οικονοµίας στη νέα παγκόσµια τάξη. Όµως όταν ο ανταγωνισµός στο διεθνές εµπόριο είναι αθέµιτος, λόγω κρατικών επιδοτήσεων, τεχνικής υποτίµησης του νοµίσµατος, χαµηλότοκα δάνεια σε εξαγωγικές επιχειρήσεις, υψηλοί δασµοί ή κεφαλαιακοί έλεγχοι για να µην γίνονται εισαγωγές και άλλες αθέµιτες πρακτικές όπου τα προϊόντα πωλούνται κάτω από το κόστος (dumping), τότε οι υγιείς επιχειρήσεις γίνονται µη βιώσιµες, και αυτό υφίστανται τώρα οι Ρωσικές επιχειρήσεις από τις κινέζικες, καθώς η Ρωσία εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από τις εισαγωγές προϊόντων που πρέπει να κάνει από την Κίνα. Μετά τις δυτικές κοινωνίες που υπέστησαν εµπορικά ελλείµατα µε την Κίνα και συµµαχικές χώρες της Κίνας όπως η Ρωσία, υπόκειται στις ίδιες συνέπειες.

*Ο Γιώργος Ατσαλάκης είναι οικονοµολόγος,
αναπληρωτής καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης
Εργαστήριο Ανάλυσης ∆εδοµένων και Πρόβλεψης


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα