25.4 C
Chania
Σάββατο, 19 Ιουλίου, 2025

Η Νεραϊδούλα κι ο Πολιός

Ψηλός λεβεντονιός και που εγυάλιζε σα το λιακόνι ήτονε ο Πολιός του Πατσουφροκωσταντή ο γιος. Ούλοι αναρωτιούντανε πώς. Ετούτηνά οι δυο στ’ αλήθεια, οι πατσούφρηδες, µιτσιαλοί και κακορίζικοι, που ήτονε τ’ αντρόυνο, ενοικοκέρεψε κι έφερε στο κόσµο ετσά λογιός αροδαµό που έσφιγγε στο γρόθοντου τη πέτρα και την έκανε χώµα. Κι απού οµορφιά άλλο πράµα. Απ’ όπου επέρνα οι κοπελοπούλες εστέκουντανε στη σειρά και τον’ εκαµαρώνανε, µα και για να πάρει την απόφαση να διαλέξει µια απ’ ούλες, να ησυχάσουνε κι’ οι γι’ αποδέλοιπες ύστερα να δούνε είντα θ’ απόγενούνε.
Ο Πολιός όσο εθώριε να γίνουνται ούλα ετούτανά για το χαντιριντου, εκόρδιζε όλο και πια πολύ. Οι γονιοί ντου του φωνιάζανε συνέχεια να παραιτήσει ευτά ούλα τα µασκαραλίκια που πράττει. Και να κοιτάξει να δει είντα θ’ απογενεί. Μα και πώς θα τρπώξει σε κιανένα καλά φορτωµένο λαδοµαγαντσέ, µε µετόχια και κουράδια, νάναι και φρόνιµη, νοικοκερά, µιτσή και απού σόι καπεταναίων. Που να µη τσι λείβγεται πράµα, κι απ’ οµορφιά να γυαλίζει κι’ ευτή σα κι εκείνο. Να τα καµαρώνουνε, να τα θωρούνε σφιχταγκαλιασµένα κι οντέ θα περνούνε απού τα καλντερίµια να σπιθίζουνε.
Ετσά το λάλιε η µάνα ντου γιατί έτρεµε να µη δει κι’ ευτή το γιο τσι γεροντοπαλήκαρο, σαν και τσ’ άλλους, να σουρώνουνε τα σάλιαντου οντέ θα θωρεί κιαµιά κοπελοπούλα να περνά απού κοντά του. Τούλεγε κι επαραµίλιε. Πολιό, ανανοήσου εδά πούναι ο καιρός σου. Ντήριξε εµένα και τον αφέντη σου που µπορεί νάµαστονε κακά πράµατα µα εβάλαµε τα δυνατά µας και µε ούλη τη τέχνη µας, εξεφουρνίσαµε εσένα. Ένα λουλούδι, ένα αροδαµό, απού δεν έχει κιανείς άλλος έπαέ στο χωριό και στα περίχωρα, να σου µοιάζει σ’ ούλα σου τα σουσούµια, ετσά λεβεντοκόπελο.
Ο Πολιός τα στιβανάκια απού εφόριε ήτονε γεµάτα πέταλα κι’ απ’ όπου επέρνα εκαταχτυπούσανε κι’ εξεµυγίζανε τσι γειτονιές ετσά λογιός απού εκουδουνίζανε. Ούλοι τον εζηλεύγανε και εσκέφτουντανε, ή τονέ κουβεντιάζανε αναµεταξύντονε, πως θα βρεθεί και για κείνο ο κουµανταδόρος, που θα του βάλει το χαλινάρι και θα τονέ φαλαγκονιάσει, όπως ούλους µας.
Τον Πολιό δε τον ένοιαζε πράµα, πέρα βρέχει. Κιαµιά κοπελιά δεν ήθελε γιατί για κιαµιά δεν’ άκουγε τη καρδιά ντου να πεταρίζει, τσι θώριε, δε τσι θώριε, το ίδιο που τούκανε.
Αφού πολλές φορές κι ο ίδιος εµίλιε µε το νου του κι έλεγε.
Πολιό, θωρώ σε γεροντοπαλήκαρο. Ανέ λαλείς ετσά λογιός και σα το ριφάκι να τριπηδάς απού χαράκι σε χαρακάκι, νύχτα µέρα, χωρίς να σκέφτεσαι πως πρέπει να σταθείς σ’ ένα τόπο. Παρά µόνο να συγκλαδίζεις, απού πέρα πόδες είσαι. Κι οι χρόνοι πως κουλουµουντρίζουνε χωρίς στεµό, χαµπάρι δε δίνεις. Έπαιρνε βέβαια πιο πολύ ο νους του αέρα οντέν’ άκουγε και τον’ αφέντη του να γούζιεται τσι Μάνας του κάθε που είχα να τ’ αντιµουρίζει για τσι πρόβες ντου.
Μρέ γυναίκα, λόµπης ετροζάθηκες, άς το κοπέλι µας ήσυχο µη το µάχεσαι ετσά λογιός γιατί θα τ’ ατσιποδέψεις. Ετσά λεβεντοκόπελο πούναι, θα βρεθεί η µάγισσα που θα το βάλει στα γατσούνιαντσι. Κι όπου το πει ο θεός άστο. Όπως τσι τάλεγε τσι κεράς του ο Πατσουφροκωσταντής ίδια ετσά εµέλουντανε να ξηµερώσει µιαν ώρα και για το κοπέλιντονε απού δεν εκάθιζε µύγα στο σπαθίντου. Μεσάνυχτα επροπάθιε σαν το κατσαµπάουλα στα σοκάκια µε τσι γειτονιές, µα σαν και να λαγώνευε πράµα όλο. ∆εν είχε ύπνο µε ησυχία, εκείνηνά τη βραδιά. Τον έσπρωχνε το τυχερόντου φαίνεται σαν το καταχανά ν’ αλωνεύει πέρα πόδες και να παρακατσεύει τα παραθύρια των αθρώπω. Σαν και το µαγεµένο έψαχνε το παραθύρι κάτω απού τον αστρολουλουδιασµένο ουρανό να βρει τσ’ αγγέλους που ετραγουδούσανε ετσιδά γλυκά κι ονειρεµένα. Σ’ ένα ανοιχτό παραθύρι του βγόρισε µια φεγγαροφωτισµένη Νεραϊδούλα, κατάξανθη, µε µακριά µαλιά και γαλανά µάθια που εγλυκοτραγούδιε κι εχτύπα στσι τοίχους η φωνή τσι κι αντηγάερνε ύστερα, πούµοιαζε σαν και νάτονε αγγέλοι να τραγουδούνε. Μονοµιάς τα µάθια του Πολιό ενταλουριδιάσανε κι έχασε το κόσµο. ∆εν εκάτεχε αν’ εκοιµούντανε, ή αν ήτονε ξυπνητός και που ευρίσκουντανε. Στη γη για στον ουρανό ετσά λογιός που εσβούριζε και πήγαινε να σπάσει η κεφαλήν του. Σαν ανανοήθηκε λίγα – λίγα, εκοίταξε γύρου – γύρου να βρεί τρόπο να σκαριαντσουλώσει, για να µπει στο σπίτι µέσα, απού το παραθύρι, να κλέψει τη κοπελιά ίδια ετσά όπως ήτονε, µε το ξερό τσι το κορµάκι. Να τη πάει στα γονικάντου, να πάψει να του γούζιεται µπλιό κι η µάναντου, που τονέ µάχουνταναι σαν του βοριά το νέφι.
Μιας κοπανάς θωρεί µπροστάντου µια µηλιά που ήτονε φορτωµένη κατακόκκινα µήλα και τα κλαδιάντσι εγγίζανε ίδια µέσα στο παραθύρι τσι Νεραϊδούλας. ∆ε χάνει καιρό κι άρχιξε να σκαριαντσουλώνει στη µηλιά, τρέµοντας, σαν και το φύλλο στο δεντρό κι η καρδιά του χωρίς να τονέ ρωτήξει ετρυπήδηξε στη στιγµή στη καρδιά µέσα τσι Νεραϊδούλας. Που δεν εσταµάτα να τραγουδεί και να τον’ αποκουζουλαίνει ντίπης. Οντέ την είδε όµως και να τρώει µια µπουκιά απού ένα µήλο κι απόης να του πετά το υπόλοιπο για να το πιάσει και να το φάϊ, τάχασε κι άλλο λίγο να τσούρογκρεµιστεί, απάνω στσι τροχάλους, ετσά που τόπιασε στον αέρα αφήνοντας τα κλαδιά µε τα χέρια του.
Που ήτονε χωσµένος ετούτο σάς ο άγγελος και δεν τον είχα θωρεµένο ετσά που πορτογύριζα πέρα πόδες; Εσκέφτουντανε οντέν’ έπαιζε το σάλτο να µπει µέσα στη κάµερα τσι Νεραϊδούλας ωσάν και νάτονε φτερό. ∆εν ετσούρισε µούτες χάµες,µούτε σε κιαµιά κασέλα απάνω. Παρά η Νεραϊδούλα µ’ ανοιχτή την αγκαλιά τσι, τον υποδέχτηκε και σφιχταγκαλιασµένα ετσουρίσανε στη µέση του οντά κι’ αρχίξανε τα πασιχαριάσµατα χάνοντας το νούντονέ ντίπης. Μεθυσµένα απού τσι µυρωδιές του γιασεµιού τ’ αϊδονολαλίσµατα κι απού τα κάλλη και τσ’ οµορφιές που εθώριε ο γής τ’ αλλού…

*Η Μαρία Νικ. Γρυφάκη είναι συγγραφέας
Κουφαλωτός-Καντάνου


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα