Η κούραση της µέρας σφάλισε βαριά τα βλέφαρά µας, οι ταλαιπωρίες των προηγούµενων ηµερών µετά την απόπειρα για το πρώτο κάψιµο του χωριού και την περιπλάνησή µας στον οπίσω ∆ήµο (∆ήµο Αν. Σελίνου) ήταν µια µια δοκιµασία σκληρή που νοµίζαµε ότι τελείωσε, µε την επιστροφή µας το βράδυ στο σπίτι. Αλίµονο όµως, τον βαρύ µας ύπνο έκοψε άγρια µε το πρώτο φως του ήλιου η Γερµανική Λαίλαπα.
Άγριες φωνές, διαταγές και ταραχές µεγάλες στην Κάντανο. Στα σπίτια οι Γερµανοί στρατιώτες σπάζουν τις πόρτες και µπαίνουν µέσα κρατώντας δοχεία που έχουν βενζίνη, ρίχνουν παντού και βάζουν φωτιά. Μια γειτόνισσα φωνάζει στους γονείς µου, σηκωθείτε, φύγετε θα καείτε… οι Γερµανοί καίνε το χωριό…
Ο πατέρας µου Εµµανουήλ Νταµηλάκης, τραυµατίας του Αλβανικού πολέµου, τιµηµένος µε το χρυσό Αριστείο Ανδρείας, που µόλις έχει γυρίσει την προηγούµενη µέρα µετά την κατάληψη των Χανίων είπε στη µητέρα µου να µας ντύσει και εκείνος πήγε να δει τι γίνεται.
Οι Γερµανοί είχαν µπει µέσα στον αυλόγυρο και µε προτεταµένα όπλα εµπόδιζαν την έξοδό του και άρχισαν να τον πυροβολούν µε ριπές µόλις αντιλήφτηκαν ότι προσπάθησε να φύγει από άλλη έξοδο, πηδώντας από µια τα ράτσα τριών µέτρων µέσα σε ένα περιβόλι, εκεί στην πυκνή µαγιάτικη βλάστηση, έχασαν τα ίχνη του. Σε ένα πλατάνι µε πυκνό κισσό βρήκε σωτηρία.
Η µητέρα µου µε τέσσερα παιδιά, τις θείες µας, γιαγιά και παππού κατεβήκαµε τις σκάλες. Τα λυσσασµένα σκυλιά είχανε µπει µες στην αυλή και µε τις κάννες των όπλων τους µας έσπρωχναν να βγούµε έξω. Φώναζαν, έριχναν πυροβολισµούς, σκότωναν τα ζώα, τις κότες. Τροχάδην ανέβηκαν τις σκάλες κρατώντας ντεπόζιτα µε βενζίνη, έριχναν µες στο σπίτι και έβαζαν φωτιά. Ο παππούς πήρε τον µοναχογιό µας, τον Γιαννάκη, αγκαλιά διότι ήταν πέντε χρονών και τον τράβηξε προς τα Νεβέλα. Τα πολυβόλα έριχναν τις σφαίρες σαν βροχή και θέριζαν τα δέντρα και
ό,τι βρισκόταν µπροστά τους, Εµείς µε τη µητέρα µας που κρατούσε αγκαλιά τη µικρή µας αδελφή οκτώ µηνών και µαζί µε τις θείες και τη γιαγια και άλλες γειτόνισσες, βλέπαµε τα σπίτια να καίγονται, κλαίγαµε φωνάζαµε τι θα γίνουµε που χάσαµε τα πάντα. ∆ιαλύθηκαν οι οικογένειες, δεν ξέραµε τι έγιναν οι δικοί µας. Πού θα πάµε για να γλιτώσουµε από τον χαλασµό. Καπνός, φωτιές, φωνές, αλαλαγµοί, κλάµατα. Μια φωνή ακούστηκε: Πρέπει να φύγουµε απ’ εδώ επά µέσα στις φωτιές θα καούµε, πρέπει να γλιτώσουµε τα παιδιά. Τότε ξεκινήσαµε αφού κοιτάξαµε τα σπίτια µας που οι φλόγες τυλίγονταν σε στήλες µαύρου καπνού που έβγαινε µέχρι τον ουρανό και σκοτείνιαζαν τον ήλιο. Όπου ύψωµα και πολυβόλο. Έριχναν βροχή τις σφαίρες που περνούσαν πάνω από τα κεφάλια µας και νοµίζαµε ότι ήρθε το τέλος. Περιπλανηθήκαµε µέσα στους ελαιώνες και µετά πήγαµε σ’ ένα χωράφι του παππού που ήταν σπαρµένο µε σιτάρι. Εκεί σε µια γωνιά καθίσαµε. Ο ήλιος αν και θαµπός από τους καπνούς και µαζί µε τις φωτιές έκαναν τροµερή ζέστη. Εµείς κλαίγαµε. Η µητέρα µας θήλαζε την αδελφή µου µην κλαίει και προδοθεί στους Γερµανούς.
Μη µιλάτε, µην κουνιέστε. Θα µας σκοτώσουν όλους. Τα δάκρυα που κυλούσαν απ’ τα αθώα µάτια µας µες την υφάλµυρη γεύση γινόταν νερό στα διψασµένα χείλη µας και για φαγητό ξεφλουδίζαµε το µαλακό σιτάρι και λίγο ξεκόλλαγε το στόµα µας.
Οι Γερµανοί φώναζαν και η µπότα µε τον χαρακτηριστικό θόρυβο σου έκοβαν την ανάσα. Τα πολυβόλα, όλµοι, χειροβοµβίδες σε όλη την έκταση του λεκανοπεδίου διασταύρωναν τα πυρά τους και νόµιζες ότι σε λίγο δεν θα υπάρχεις. Η ζέστη από όλα αυτά ήταν αφόρητη, η ηµέρα, ο χρόνος, οι σκέψεις άπειρες, τα συναισθήµατα ανακατεµένα. Λίγο ακόµα και τα µυαλά µας θα είχαν χαθεί µαζί µε ό λα τα άλλα…
Πού να πρωτοπάει το µυαλό, στα σπίτια, στα µαγαζιά που έγιναν παρανάλωµα του πυρός; Στον πατέρα, στον παππού και στον Γιαννάκη; Πού να ήταν, θα τους ξαναβλέπαµε; Τι θα αντικρίζαµε νυχτώνοντας;
Μετακινηθήκαµε λίγο για να πάµε στη σκιά αλλά οι Γερµανοί περνούσαν από πολύ κοντά µας. Φοβηθήκαµε και σέρνοντάς στο χώµα πήγαµε παρακάτω. Όταν πια τα θηρία του Χίτλερ κατασπάραξαν τη λεία τους άρχισαν να λιγοστεύουν τα πυρά και λίγο πριν τη δύση του ήλιου κόπασαν, αλλά ποιος τολµούσε να πάει προς τη γειτονιά; Τότε µια γειτόνισσα, που µας είχε δει το πρωί, µας φώναξε. Ήταν η θεία Νικολάκαινα Παπαµαρκάκη: «Παιδιά µου ελάτε, οι Γερµανοί έφυγαν». Κρατούσε έναν κουβά νερό και λίγο ψωµί στην ποδιά της. Μας έδωσε νερό να πιούµε και ψωµί να φάµε µα η πίκρα δεν µας άφηνε να το καταπιούµε.
«Είδες τον άνδρα µου, τον πατέρα µου, το παιδί µου;» φώναζε κλαίγοντας η µάνα µας. Και κάθε ένας ρωτούσε για τους δικούς του.
«∆εν είδα κανένα, ούτε τα παιδιά µου, ήµουν κρυµµένη και εγώ. Ελάτε να πάµε εκεί που ήταν τα σπίτια µας και όποιος ζει θα φανεί. Γυρίσαµε µε φόβο και πόδια που έτρεµαν και τι να δούµε. Ένα σωρό χαλάσµατα, φωτιά και καπνός, µυρωδιές αποπνιχτικές, τοίχοι ριγµένοι χάµω. Τίποτε δεν θύµιζε τα ωραία σπίτια µας. Ζώα σκοτωµένα, λάδια, κρασιά, αντικείµενα διάφορα πεσµένα στο βαρέλια, στάρια, αλεύρια, όλα µια άµορφη µάζα. Ταψιά, κατσαρόλες, γυαλιά που είχαν πάρει σχήµατα αλλόκοτα όπως είδαµε αργότερα και που σώζονται ακόµα. Στον δρόµο, στο πηγάδι καθίσαµε και περιµέναµε να φανούν οι δικοί µας. Ο πατέρας ήταν εκεί και προσπαθούσε να σβήσει µια πόρτα και να γλιτώσει ένας στάβλος που θα γινόταν αργότερα η κατοικία της οικογένειας. Ο παππούς και ο Γιαννάκης δεν φαίνονταν πουθενά. Τα κλάµατα και οι κραυγές όλων ήταν το συµπλήρωµα της τραγωδίας. ∆εν είχε νυχτώσει ακόµα και άρχισαν να ψάχνουν τα αµπέλια, τους δρόµους, τις ρεµατιές φωνάζοντας πατέρα, Γιαννάκη, παιδί µου πού είστε;
Η απάντηση δεν ακούστηκε, γύρισαν µόνοι, βουβοί και αµίλητοι. Έναν γείτονα τον Σταυρουλάκη Ιωάννη είχαν εκτελέσει πιο πάνω απ’ τα σπίτια και της Παρασκευής Παπαδοµανωλάκη έκαψαν και το σπίτι της. Η νύχτα έριξε το µαύρο πέπλο της πάνω στη νεκρή Κάντανο µα και στις καρδιές µας όλων µας. Έκαναν συµβούλιο τι να κάνουµε, πού να πάµε, δεν είχαµε τίποτα να φάµε, ένα καντούνι να κοιµηθούµε, ένα ρούχο να σκεπαστούµε. Πήραν τη µεγάλη απόφαση να φύγουµε γιατί δεν ξέραµε τι µπορούσε να συµβεί µέσα στη νύχτα αυτή. Μάζεψαν τα ζώα που έµειναν ζωντανά και την απελπισία µας και πήραµε τον δρόµο της προσφυγιάς. Η νύχτα ήταν χωρίς φεγγάρι, οι δρόµοι αγροτικοί, µονοπάτια γεµάτα πέτρες και αγκάθια. Μας τραβούσαν οι γονιοί µας, πέφταµε πάνω στα αγκάθια, τα χέρια και τα πόδια γιόµισαν, πονάγαµε, νυστάζαµε, ήµασταν νηστικοί από το προηγούµενο βράδυ, κλαίγαµε. Στους Κοπετούς στην Παπαδογραφραγγιά όταν περνούσαµε λέγαν οι γονείς µας δεν θα φθάσουν τα παιδιά, θα πεθάνουν στον δρόµο. Χτυπήσαµε την πόρτα των Νταµηλάκηδων, σηκώθηκαν και µας φιλοξένησαν, µας τάισαν, µας κοίµισαν αν ήταν ύπνος ή εφιάλτης. Το πρωί ξεκινήσαµε για τη Σαρακίνα, χωριό της µητέρας µου. Στο Γρηγοριανό οι συγγενείς µας Γρηγοράκηδες µας είδαν, έτρεξαν, µας πήραν, µας τάισαν δίδοντάς µας κουράγιο, ξεκουραστήκαµε και το ταξίδι συνεχίστηκε. Στα Βερηβιανά ήταν τα πρώτα εξαδέλφια της µητέρας µας, Νταµοράκηδες, που µε κλάµατα, αγάπη και συµπόνοια µας δέχτηκαν στα σπίτια τους. Άνοιξαν τις κασέλες τους και έβγαλαν ρούχα από τις προίκες τους, -από εσώρουχα µέχρι πατανίες, κιλίµια και είδη ρουχισµού, τα φόρτωσαν σε ένα γαϊδουράκι και µας συνόδεψαν µέχρι το κέντρο του χωριού που ήταν και ο προορισµός µας. Εκεί στο σπίτι του παππού Ε. Κοντορίνη ήταν οι θείοι Γεώργιος και Μενέλαος Κοντορίνης, η θεία Πιπίνα Ζουριδάκη, τα εξαδέλφια µας Βύρων και Ελπίδα. Εκεί έγινε ο µεγάλος θρήνος. Κλάµατα, απελπισία, χαµός. Άρχισαν οι ετοιµασίες του φαγητού, του ύπνου. Ο πατέρας, η γιαγιά και η µητέρα άφησε το µωρό και όταν ξεκουράστηκαν και έφαγαν πήραν τον δρόµο του γυρισµού. Έπρεπε να ψάξουν για τους χαµένους, να τους βρουν ζωντανούς ή πεθαµένους. Όπως έλεγαν, τα σπίτια, τα λάδια, τα σιτηρά καίγονταν 8-10 ηµέρες. Τα ζώα που ήταν σκοτωµένα µύριζαν απαίσια. Μέχρι τη νύχτα, δεν βρήκαν κανένα, µόνο που βοήθησαν και έθαψαν τον γείτονα που είχαν σκοτώσει οι Γερµανοί.
Το βράδυ κάθισαν στο αλώνι και εκεί τους βρήκε το πρωί για συνεχίσουν το ψάξιµο. Κάποιος είδε τον γέρο να κρατάει στους ώµους το µικρό και να πηγαίνει προς τη Σπίνα.
Πήρε το άλογο, πήγε εκεί, τους βρήκε, τους πήρε και γύρισαν πίσω χαρούµενοι που βρέθηκαν γεροί µα αφάνταστα λυπηµένοι για το τι είδαν τα µάτια τους αντικρίζοντας τα σπίτια τους. Όλοι µαζί, άλλοι πεζοί και άλλοι στα άλογα, γύρισαν στη Σαρακίνα. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Η λύπη για τα σπίτια και τα υλικά αγαθά παραµερίστηκαν µπρος τη θέα που όλοι ήµασταν καλά.
«Σε ευχαριστούµε Παναγία µου που γλιτώσαµε από τις ύαινες του Χίτλερ και τα σπίτια θα τα ξαναχτίσουµε».
Από την 5η Ιουνίου 1941 αρχίζει το µαρτύριο της επιβίωσης, του φόβου για τη ζωή. Μα και το µίσος ατσάλωνε τις ψυχές µας γι’ αυτούς που ήθελαν να µας κάψουν ζωντανούς, να υποδουλώσουν την πατρίδα, να στείλουν στα στρατόπεδα της Γερµανίας τους πατεράδες και τα αδέλφια µας.
Γιατί; Γιατί υπερασπίστηκαν τα ιδανικά µας;
Πίστη, Πατρίδα, Ελευθερία.
Πήραν το µάθηµα που τους χρειάζονταν και η ιστορία έγραψε µε χρυσά γράµµατα το έπος της Κρήτης, της Καντάνου και τόσων άλλων χωριών και πόλεων της πατρίδας µας.
* Είναι οι αναµνήσεις µου από αυτήν την ηµέρα στο οικογενειακό µου περιβάλλον, στη γειτονιά που έµενα, στο χωριό µου, την Κάντανο. Ήµουν τότε 19 ετών.
Εκάψανέ σε Κάντανο
του Χίτλερ οι ναζίδες,
στην ιστορία έγραψες
ολόχρυσες σελίδες.
Και έρχονται οι Γερµανοί
και όλοι όσοι περνάνε,
διαβάζουνε τις πλάκες σου
που ολόγυρα κοιτάνε.
Βλέπουνε τα σπίτια σου
όλα ξαναχτισµένα
πιο όµορφα, πιο πλούσια
και απ’ το ‘41.
Στο περιβόλι τ’ ουρανού
θα µπω και θα διαλέξω
∆άφνες, Μυρτιές κι Αµάραντους
στεφάνια για να πλέξω.
Να στεφανώσω τους νεκρούς
για την παλικαριά τους
που δείξανε στους Γερµανούς
πως το λέγε η καρδιά τους.