Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Η δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου

Ο Οδυσσέας ΑνδρούτσοςΟ νικητής της Γραβιάς της 8ης Μαΐου 1821, Οδυσσέας Ανδρούτσος μαζί με τον έμπιστό του Αθανάσιο Διάκο ήταν οι απόλυτοι κυρίαρχοι της Ανατολικής Ρούμελης: «Τ’ Αντρούτσου η μάνα χαίρεται, του Διάκου καμαρώνει.
Γιατί έχουν γιους αρματολούς και γιους καπεταναίους…». Η αγάπη και η εκτίμηση του Ανδρούτσου προς το πρωτοπαλίκαρό του, τον Γκούρα, ήταν απόλυτη. Είχε ειπεί ότι, εάν είχαμε άλλους χίλιους πολεμιστές σαν τον Γκούρα, θα πέρναμε την Πόλη. Σε επιστολή του της 22ας Μαρτίου 1821 προς τους Γαλαξειδιώτες σημειώνει: «…Αύριο το βράδυ να έλθη ένας στο μοναστήρι και θα εύρη τον Γκούρα για να μιλήσει. Σαν να ήμουνα εγώ ο ίδιος. Τον Γκούρα να τον αγαπάτε, είναι παιδί δικό μου, καλό παλληκάρι…». Σε επιστολή του προς την Διοίκηση μετά την μάχη των Βασιλικών, γράφει :«…Ο Γκούρας ξεσπαθώνοντας και μεθώντας από τον πόλεμο, ωσάν γίγαντας τους Τούρκους εθέριζε, χωρίς να εμποδισθή το σπαθί του τελείως…». Επεσε ο Ανδρούτσος θύμα της σκληρής διαμάχης πολιτικών – στρατιωτικών των ετών 1823-1824.
Ο σοφός λαός στη διαμάχη αυτή πήρε τη θέση των στρατιωτικών, όχι γιατί αυτοί δεν έκαναν λάθη, αλλά γιατί ήταν πιο κοντά στο λαό. Τη δολιότητα των πολιτικών τονίζει και ένα δημοτικό τραγούδι, που αναφέρεται στη μάνα του Ανδρούτσου: «Τ’ Αντρούτσου η μάνα θλίβεται, σαν το παπί μαδιέται./ Δεν στο ‘πα εγώ Δυσσέα μου, δεν στο ‘πα εγώ παιδί μου/ με τη Βουλή μην πιάνεσαι και τους καλαμαράδες./ Κάνουν τον Γκούρα αρχηγό και τον Νικόλα πρώτο». Για να αντιμετωπίσει τις μηχανορροφίες των πολιτικών ο Ανδρούτσος σταμάτησε να πολεμά τους Τούρκους. Παρεκτός αυτού έβαλε μαζί τους “καπάκια”. Ηταν δε τα “καπάκια” συμφωνίες προσωρινής ανακωχής, επιπόλαιες, για να κερδίσουν οι αντίπαλοι χρόνο. Η Διοίκηση προήγαγε τον Γκούρα σε γενικό αρχηγό της Ανατολικής Ρούμελης. Η θέση του Ανδρούτσου δυσκόλεψε πολύ. Τελικά εγκατέλειψε τους “ντελήδες” και παραδόθηκε στον Γκούρα, ο οποίος τον μετέφερε στην Ακρόπολη της Αθήνας τον Απρίλιο του 1825.
Στις 5 Ιουνίου 1825, περιμένοντας να δικαστεί δολοφονήθηκε. Ηθικός αυτουργός της δολοφονίας ο Κωλέττης και εκτελεστικά όργανα ο Γκούρας, ο Μαμούρης και άλλοι κατώτεροι αυτών. Τον θανάτωσαν με τα χέρια τους στο κελί του και μετά πέταξαν το σώμα του στο λιθόστρωτο του Ναού της Απτέρου Νίκης, διέδωσαν δε ότι προσπάθησε ν’ αποδράσει, κόπηκε το σχοινί και σκοτώθηκε! Τα οστά του στις 15 Ιουλίου 1967 μετέφερε ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος από το Α’ νεκροταφείο Αθηνών στην Πρέβεζα, στη βάση αγάλματός του εκεί. Ας δούμε τη δολοφονία αυτή από ένα δικό μας τραγούδι:
«Δεμένον τον εφέρανε τον ξακουστό Δυσσέα,/ ξαρμάτωτο, φρουρούμενο, στο Κάστρο της Αθήνας,/ της Ρούμελης τον στρατηγό, τον πρώτο στρατηλάτη,/ που την Τουρκιά αφάνιζε, σαν ζύγωνε κοντά του,/ στα Σάλωνα, στη Λιβαδιά και στο νησί του Ευρίπου,/ στη Θήβα και  στην Αττική, στα κάστρα της Αθήνας/ και της πατρίδας καύχημα, μες στης Γραβιάς το χάνι./ Κι εκατοικούσε σε γκρεμούς, σε πάγους και σε χιόνι,/ ο σύντροφος των ποταμών και των σπηλιών τ`αγρίμι, / που την ζωή του ξόδεψε να κυνηγάει τυράννους/ στα τρίστρατα, στις ρεματιές, μες στα βουνά, στους λόγγους./ Και για προσφάγι έπαιρνε το τούρκικο το αίμα/ πρώτος στον νου, στον πόλεμο, γενναίο παλληκάρι,/ βελανιδιά του Παρνασσού, οξιά του Κιθαιρώνα,/ λιοντάρι με το πάλεμα, στο τρέξιμο ελάφι,/ στο πέταμα του λιθαριού αντάμωμα δεν ηύρε/και σε ντουφέκι και σπαθί, ίδιο δεν είχε ταίρι./ Η ομορφιά του, η λεβεντιά, το ψήλωμα τ’ Ολύμπου/ και το πλατύ το στέρνο του, κάμπος λουλουδιασμένος./ Σαν τ’ άρματα εφόραγε ίδιος ο Αχιλλέας, σαν άτι εκαβαλίκευε αυτός ο Διομήδης./ Στον πόλεμο σαν έμπαινε, ο κουρνιαχτός κι αγέρας./ Την σπάθα του στροβίλιζε στων Τούρκων τα κεφάλια,/ νίκες και δόξα γιόμιζε το μέρος των Ελλήνων,/ φόβος και τρόμος γίνονταν στα τούρκικα τ’ ασκέρια,/ στρατιές τους καταστράφηκαν, δοβλέτια, βιλαέτια,/ γυναίκες άνδρες κλάψανε, χανούμισες τους γιούς τους,/ στον πόλεμο π’ απάντησαν τον Άρη, τον Δυσσέα./ Ζήλευαν και φθονούσανε σ`όλα τ`αρματολίκια/ τ’ Ανδρούτσου την παλληκαριά και του πολέμου γνώση,/ στο κάθε ορδί, το τούρκικο, που φέρνει την τρομάρα./ Περήφανη τον κοίταζε η ακριβή πατρίδα,/ σιγά – σιγά σαν σήκωνε το σκλάβο το κορμί της,/ τον καταγάλανο ουρανό ελεύθερο να βλέπει/ και τα καλά της τα παιδιά, λεύτερα να προκόβουν,/ χωρίς να βλέπουν τούρκικα σπαθιά και καρυοφύλλια./ Κι αυτός ακόμα πίστευε στον αδελφό του Γκούρα,/ πως θα ’βρει τρόπο λύτρωσης, να ’δει την λευτεριά του./ Θυμότανε τον σεβασμό που του ’τρεφε ο Γκούρας,/ Ιδιον πατέρα κι αδελφό τον είχε στην καρδιά του/ και στ’ όνομά του έπινε, ολάκαιρη ζωή του/ κρύο νερό, γλυκό κρασί, απ`ασημένιο τάσι./ Κωλέττης δίνει διαταγή Ανδρούτσος να πεθάνει,/ στον άνθρωπό του τον πιστό, τον δόλιο τον Γκούρα,/ τ’ ανάθεσε το μισερό, το έγκλημα να κάνει/ κι αυτός, ο τρισκατάρατος, αμέσως τ`απεδέχθη,/ ξεχνώντας τον προστάτη του, πατέρα κι αδελφό του/ κι αγνωμοσύνη περισσή δείχνοντας κι αφροσύνη./ Το έγκλημα οργάνωσε, δεν ρώτησε κανέναν,/ αν η πατρίδα η καλή και τ`άλλα τα παιδιά της/ αργότερα χρειάζονταν, στην χρεία του πολέμου,/ τ’ Ανδρούτσου το δαιμόνιο και την στρατηγική του,/ αυτή που ο Τούρκος σκιάζονταν και κιότεβε μπροστά του./ Ήταν νυχτιά του θεριστή, δροσιά στον Παρθενώνα,/ μια φεγγαρόλουστη βραδιά που το κακό εγένει./ Εκεί στον πύργο του Γουλά πού ’ταν φυλακισμένος/ ο γιός τ’ Ανδρίτσου ο τρομερός, καμάρι της πατρίδας,/ μπήκαν θεριά ανήμερα, άνθρωποι σαρκοβόροι,/ Μήτρος ο Τριαντάφυλλος, ο Γιάννης ο Μαμούρης,/ ο Παπακώστας, ο άθλιος κι ένας παπάς μαζί τους./ Στον ύπνο τον επιάσανε κι άνανδρα τον επνίξαν/ σαν πρώτα τον βασάνισαν, να βρουν τους θησαυρούς του./ Τα κόκκαλα του σπάσανε φρικτά και το κεφάλι/ και το κορμί του γέμισαν με τις πληγές του μίσους./ Εξω απ’ τον πύργο το ’ριξαν τ’ άψυχο το κορμί του/ κι είπαν πως προσπάθησε ο ίδιος ν’ αποδράσει/ και το σχοινί εκόπηκε, έπεσε κι εσκοτώθη./ Με θλίψη, με παράπονο, έφυγε ο Δυσσέας,/ ο σταυραετός του Παρνασσού, ο διαλεχτός κι ο πρώτος./ Δεν πήγε από λαβωματιά, από Τουρκών το βόλι,/ μόν`από χέρι αδελφικό του λατρευτού του φίλου./ Και η πικρή κατάρα του και το πικρό του δάκρυ/ σε λίγο εκαρπήσανε στον ίδιο αυτόν τον τόπο./ Ο Γκούρας έπεφτε νεκρός σε λιανοντουφεκίδι,/ έξω απ’ την Ακρόπολη, από τυράννου βόλι,/ νεκρή κι αυτή η Γκούραινα στην πτώση τ’ Ερεχθείου.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα