Γεννημένη 1 Ιουνίου του 1940, η Κατερίνα Γώγου από την ηλικία μόλις των 5 ετών χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως “παιδί- θαύμα”.
Γεννήθηκε στην Αθήνα, σε μία εποχή που δεν σου άφηνε και πολλά περιθώρια για ανέμελα παιδικά χρόνια καθώς η πόλη βρισκόταν υπό την κατοχή των Γερμανών και έπειτα, ενώ δεν είχαν επουλωθεί καλά – καλά οι πληγές του ελληνικού έθνους, ήρθε και ο εμφύλιος πόλεμος που το δίχασε και το αποτελείωσε. Ο πατέρας της (με τον οποίο διέμενε μέχρι και την εφηβεία -μετά μετακόμισε στη μητέρα της) άκρως αυστηρός, κάτι που έκανε τα πράγματα για την Κατερίνα ακόμη πιο δύσκολα. Η ίδια μάλιστα είχε πει κάποτε: «Με φώναζε ο πατέρας στο καφενείο και μου ’λεγε απειλητικά “Φύγε κι έλα πίσω σε μια ώρα να σε δείρω”. Κι έφευγα. Κι έτρεμα και παρακαλούσα το Θεό να περάσει γρήγορα εκείνη η μια ώρα. Τυραννιόμουν σαν μικρός Χριστός κι έλεγα “Πότε θα ’ρθει η ώρα να με δείρει να λυτρωθώ! Στο τέλος αποζητούσα την τιμωρία ως λύτρωση…”». Αυτά ήταν τα παιδικά χρόνια της Κατερίνας και μόνη της διαφυγή το θέατρο.
Ξεκίνησε να παίζει σε παιδικές θεατρικές παραστάσεις από τα 5 της. Όταν έφτασε λοιπόν η στιγμή για να πει στον πατέρα της με τι ήθελε να ασχοληθεί εκείνη χωρίς ενδοιασμούς, του είπε με την υποκριτική. Αν και αυστηρός, λοιπόν, την υποστήριξε πολύ στο όνειρό της. Σπούδασε υποκριτική στη σχολή του Τάκη Μουζενίδη, μία από της καλύτερες εκείνης της περιόδου. Παράλληλα τελείωσε και τη σχολή χορού Πράτσικα Ζουρούδη και Βαρούτη. Η πρώτη καταγεγραμμένη σήμερα παράστασή της είναι το 1950, στα 10 της δηλαδή, με τη Νεράιδα του χιονιού (παιδική), έχοντας τον ρόλο της Ρηνούλας. Στη συνέχεια, θα τη δούμε το 1961 να εμφανίζεται ως επαγγελματίας πλέον ηθοποιός με τον θίασο του Ντίνου Ηλιόπουλου και το έργο “Ο Κύριος 5%”. Παρότι ξεκίνησε από πολύ μικρή δυστυχώς γνωστές της παραστάσεις μας είναι μόνο 7 – 8. Πάντως το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για μία ηθοποιό με πραγματικό χάρισμα, αφού μπόρεσε και έπαιξε τόσο καλά στην επιθεώρηση όσο και στην αρχαία τραγωδία (με τον θίασο Κάρολος Κουν), όπως αναφέρουν κριτικοί της εποχής.
Ταυτόχρονα με το θέατρο όμως, ασχολιόταν και με τον κινηματογράφο. Μάλιστα, την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση θα την κάνει εξίσου (σε σύγκριση με το θέατρο) νωρίς, στην ηλικία των 12 ετών στην ταινία “Ο Άλλος” το 1952. Το όνομα της Γώγου θα συνάψει στην πορεία σχέση με σχεδόν 40 ταινίες, εκ των οποίων όμως θα πρωταγωνιστήσει μόνο σε τρεις. Γενικά, θα τη δούμε σε δευτερεύοντες ρόλους που όμως έχουν μείνει αξέχαστοι στο μυαλό των θεατών π.χ. και ποιος δεν τη θυμάται στο “Μια τρελή, τρελή οικογένεια” (1965) να χορεύει αδιάκοπα με τον Τζανετάκο ως αδερφή της Τζένης Καρέζη ή στο “Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα” (1965) να τρέχει με τη Μάρω Κοντού να βρουν κλωστή και βελόνα για να ράψουν το κουμπί του Αντωνάκη; Οσο για το 1959 ως Λαζάρου που πρόσεχε την Πολυχρονοπούλου, που πρόσεχε την Ξανθοπούλου, που μίλαγε με τη Γιαδικιάρογλου σίγουρα δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ… Ωστόσο, πριν ανέφερα και τρεις πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο, λοιπόν, τον ενσάρκωσε στην ταινία “Το βαρύ πεπόνι” σε σκηνοθεσία και σενάριο του Παύλου Τάσιου. Η ταινία έκοψε 80.000 εισιτήρια, που αυτό σημαίνει ότι είχε ευρεία αποδοχή για τα δεδομένα του τότε. Ήταν μια κοινωνική σάτιρα που ακούμπησε θέματα όπως εκείνα του ελληνικού οικονομικού μαρασμού στην επαρχία, την αστυφιλία και τόνισε ένα παραπάνω την αναγκαιότητα ότι κάθε πολίτης γραμματιζούμενος ή μη, πρέπει να συνειδητοποιήσει τα δικαιώματα και τις ευθύνες του. Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1977 πήρε 6 βραβεία: καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, γυναικείας ερμηνείας (Γώγου ως Τούλα), ανδρικής ερμηνείας (Αντώνης Αντωνίου ως Μίμης) και το βραβείο Κριτικών Κινηματογράφου.
Ο δεύτερος πρωταγωνιστικός ρόλος ήρθε το 1980 με την “Παραγγελιά” σε σκηνοθεσία και σενάριο ξανά Παύλου Τάσιου. Η ταινία αναφέρεται στη γνωστή ιστορία του Νίκου Κοεμτζή που έσφαξε τρεις αστυνομικούς και τραυμάτισε 7 ανθρώπους σε ένα σκυλάδικο για μια “παραγγελιά” το 1973, πιεσμένος από τη μετεμφυλιακή Ελλάδα της πολιτικής φίμωσης και της κοινωνικής καταπίεσης. Περιγράφει τα γεγονότα πριν το φονικό, κατά τη διάρκεια, αλλά και τη μετέπειτα σύλληψη και δίκη των δραστών. Ηρθε 6η (η ταινία) από τις 25 ταινίες της χρονιάς με 196.186 εισιτήρια. Στην ταινία η Κατερίνα εμφανίζεται σε μονόλογο να απαγγέλει τα ποιήματά της “Θέλω να κουβεντιάσω”, “Η μοναξιά”… Επίσης, μία ταινία που διακρίθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1980, αφού απέσπασε 5 βραβεία (Β’ καλύτερης ταινίας, Α’ ανδρικής ερμηνείας – Α. Αντωνίου, μουσικής – Κυριάκος Σφέτσας, μοντάζ – Γιάννης Τσιτσόπουλος και ηχοληψίας -Ηλίας Ιονέσκος) και σχεδόν αγνοώντας την ύπαρξη του “Μεγαλέξανδρος” του Αγγελόπουλου!
Τρίτος και τελευταίος της πρωταγωνιστικός ρόλος ήταν αυτός στην ταινία μυστηρίου “Όστρια, το τέλος του παιχνιδιού” (1984) σε σκηνοθεσία αυτή τη φορά Ανδρέα Θωμόπουλου, ενώ το σενάριο το συνυπέγραφαν Γώγου-Θωμόπουλος. Η ταινία έκοψε 39.964, ήρθε 21η από τις 38 ταινίες της χρονιάς, η Γώγου κέρδισε το Κρατικό βραβείο Ερμηνείας και μοιράζεται το Βραβείου σεναρίου με τον Α. Θωμόπουλο.
Αυτή ήταν η σχέση της Κατερίνας με το θέατρο και τον κινηματογράφο που όπως είχε πει ο αδερφός της κάποτε σε μια συνέντευξη του, τα αγάπησε πολύ. Μία άλλη όμως ίσως και μεγαλύτερη αγάπη της, ήταν η ποίηση.
Σε μια συνέντευξή της η κόρη της (Μυρτώ Τάσιου), αναφέρει ότι «πάντα της άρεσε να γράφει… Από μικρή…». Ήταν αντισυμβατική, είχε αναρχικές ιδέες, οι στίχοι της δήλωναν οργή και επιθετικότητα. Ο τρόπος γραφής της ήταν συνειρμικός. Πάνω σε αυτό υπάρχει και μία συνέντευξη του συνθέτη, στιχουργού και εραστή της Γιώργου Κορδέλα, που δηλώνει πως όταν έγραφε κάτι, της άρεσε να το διαβάζει στα δικά της πρόσωπα και εάν δεν έβλεπε την επιρροή που έχει ο προφορικός λόγος επάνω τους, τα άλλαζε. Τα ποιήματά της τα υπέγραφε ως Κατερίνα Γώγου, Καίτη Γώγου και συχνά και ως Αικατερίνα. Η πρώτη της συλλογή ποιημάτων ήταν έτοιμη το 1978 με το “Τρία Κλικ Αριστερά”. Εχει γράψει 6 συλλογές εν ζωή και άλλη μία εκδόθηκε μετά τον θάνατό της (Με λένε Οδύσσεια). Οταν ξεκίνησε να ψάχνει για εκδότη, όλοι οι οίκοι της έκλεισαν την πόρτα. Μέχρι, που έφτασε στις εκδόσεις Καστανιώτη. Τελικά, δικαιώθηκε καθώς η εν λόγω έκδοση πούλησε πάνω από 40.000 αντίτυπα, αριθμός που όπως λένε οι εκδότες, ήταν σπάνιος για ποιητικές συλλογές και μόνο ο Ελύτης και ο Ρίτσος της μεταπολίτευσης τον έφταναν. Το βιβλίο μάλιστα, το 1983 μεταφράστηκε στα αγγλικά και κυκλοφόρησε και στην Αμερική, όπου και ξεπούλησε.
Παρόλα αυτά, υπήρξαν πάρα πολλές γυναίκες που όπως λέει ο Βαλαωρίτης, δεν τη χώνευαν. Ειδικά οι ποιήτριες. Τη θεωρούσαν χυδαία, αντισυμβατική και όλο αυτό ήταν σαφώς σπάσιμο στην ποιητική φόρμα της εποχής. Βέβαια, εδώ έρχεται και η αντίπερα όχθη, με την Αφροδίτη Μάνου να αναφέρει για την Κατερίνα ότι ο τρόπος γραφής της δείχνει έναν άνθρωπο που είναι πάρα πολύ ευαίσθητος. Που έχει βγάλει το δέρμα του και ζει σε φοβερές εντάσεις.
Δεν είχε και άδικο φυσικά, μα αυτό φαίνεται και από τη ζωή της. Πάνω κάτω η Πατησίων, αυτή ήταν η ζωή της όπως έγραφε και η ίδια σε ένα της ποίημα, πάνω κάτω η Πατησίων. Ο πρώην υπουργός Τηλέμαχος Χυτήρης, την είχε αποκαλέσει κάποτε “Μαγιακόφσκι των Εξαρχείων”. Σύχναζε στα Εξάρχεια και τασσόταν υπέρ του αντιεξουσιαστικού χώρου με κάθε τρόπο διαμαρτυρίας. Εχει συλληφθεί πολλές φορές, ανακρίθηκε και εξευτελίστηκε. Κορυφαία βέβαια η στιγμή που τη συνέβαλαν για τον φόνο από τη 17 Νοέμβρη δύο αστυνομικών, με την κατηγορία ενός τυχαίου περαστικού που απλά δήλωσε ότι είδε μία γυναίκα. Φυσικά και την άφησαν αμέσως ελεύθερη καθώς δεν υπήρχαν αποδείξεις ποτέ και για τίποτα. Επιπλέον, άλλο ένα τέτοιο περιστατικό που προβάλλει τον εξορμητικό της χαρακτήρα ήταν όταν έκανε μήνυση το 1986 στον τότε υπουργό Δημόσιας Τάξης επειδή κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης χτυπήθηκε από αστυνομικούς.
Ποτέ της δεν συμβιβάστηκε. Και αυτό φαίνεται σε όλη τη διάρκεια της ζωής της. Ακόμη και τα ποιήματά της, φρόντιζε να τα δένει με εικονογράφηση που περιείχε φωτογραφίες από πορείες διαμαρτυρίας, αγώνες του αντιεξουσιαστικού χώρου και συναυλίες αλληλεγγύης σε αναρχικούς και ποινικούς κρατούμενους. Δεν φοβόταν τίποτα.
Χαρακτηριστική είναι επίσης η συνέντευξη της εκδότριας του περιοδικού “Κράξιμο” και τρανς ακτιβίστριας Πάολας που ομολογεί ότι σε μια εποχή πολύ δύσκολη, που κανείς δεν υποστήριζε τραβεστί, ομοφυλόφιλους, γενικά αδερφές και τέτοια…, η Κατερίνα ήταν από τους λίγους ανθρώπους που όταν με κυνηγούσε η Αστυνομία για το περιοδικό “Κράξιμο”, τότε, ήταν από τους λίγους που είχε έρθει και στο δικαστήριο να με υποστηρίξει και είχε συνεργαστεί με το να μου δώσει κάποια ποιήματά της για το περιοδικό.
Αυτό το παιδί, λοιπόν, όπως μας την αναφέρει η κόρη της σε μια συνέντευξή της, τρώγοντας σφαλιάρες συνέχεια, άρχισε να απογοητεύεται με το ότι τα όνειρά της δεν πρόκειται να γίνουν πραγματικότητα. Η μπέμπα, όπως την αποκαλεί ο αδερφός της, έθεσε τέλος στη ζωή της στις 3 Οκτωβρίου του 1993 με το κοκτέιλ που πήρε από αλκοόλ και υπνωτικά χάπια. Πέθανε στα 53 της, καταφεύγοντας για τις 3 τελευταίες ημέρες της ζωής της στο παλιό διαμέρισμα της μητέρας της. Είχε κλείσει ο κύκλος της. Είχε ολοκληρωθεί, δεν είχε κάτι άλλο να δώσει, έλεγε στην κόρη της, η οποία δηλώνει ότι της φάνηκαν έτσι όλα λες και τα είχε στήσει η ίδια. Αλλά και ο Γιώργος Χρονάς, φίλος της και ποιητής, έρχεται να προσθέσει σε αυτό ότι λίγες μέρες πριν συμβεί το μοιραίο, τον είχε επισκεφτεί στο γραφείο του και το μόνο που του είπε είναι ότι ποτέ δεν του ’χε ζητήσει τίποτα. Τώρα το μόνο που ήθελε ήταν να την κεράσω λίγο ουίσκι, φεύγοντας γυρνάει και του λέει από την πόρτα “Φεύγω για αλλού”. Όπως και έκανε.
Αυτή ήταν η Κατερίνα. Πάντα ειλικρινής, πάντα, αυθόρμητη, πάντα αντισυμβατική και για πάντα παιδί…
ΑΝΝΑ ΜΑΥΡΙΓΙΑΝΝΗ