«Το γραφείο του κυρίου ∆ιευθυντού;»
«Όπως έρπετε δεξιά, κύριε».
Γιάννης Πατίλης
Οκτώβρης 1973. ΕΑΤ/ΕΣΑ. Στρατόπεδο ΕΣΑ, Γουδί.
Ένα δυνατό χτύπηµα στην πόρτα και τινάχτηκα πάνω σαν να µε χτύπησε ρεύµα. Τίποτε καλό δεν προοιωνιζόταν αυτό το χτύπηµα. Στάθηκα όρθιος στη µέση του στενόµακρου κελιού. Το παραθυράκι της πόρτας άνοιξε και φάνηκε η γνωστή αντιπαθητική φάτσα του φαντάρου δεσµοφύλακα.
«Μάζεψε τα πράγµατά σου κι ετοιµάσου, έχουµε βόλτα σήµερα. Αν δεν έχεις χέσει, δεν πειράζει, σφίξου, δεν προλαβαίνουµε τέτοια».
Καλά το φαντάστηκα. Κάτι καινούργιο θα βρήκανε πάλι και θέλουνε ανακρίσεις. Θα το ξεπεράσουµε κι αυτό. Ο δεσµοφύλακας µου πέταξε το σακβουαγιάζ µου, έριξα µέσα ό,τι είχα και δεν είχα και περίµενα. ∆ύο, πέντε, δέκα λεπτά; ∆εν ξέρω πόσο. Σκέψεις καρφιά µου τρυπάνε τον νου. ∆εν τις θέλω αυτές. Πάνω που άρχισε να µατώνει το µέσα µου, άνοιξε η πόρτα κι ένας άγνωστος µε κράνος και περίστροφο στη µέση παραγγέλλει:
«Τα πράγµατά σου και µαζί µου».
«Ένα λεπτό», φωνάζει ο δεσµοφύλακας και µου δίνει στο χέρι τα κορδόνια των παπουτσιών µου και τη ζώνη µου. Στιγµιαία, πονηρή σκέψη. Είπα να τους δοκιµάσω. Σταµάτησα, γονάτισα κι άρχισα να βάζω τα κορδόνια στα παπούτσια µου. Ένα άγριο σουτ στα πισινά κι ένα δεύτερο µε πέταξαν πέρα.
«Τι κάνεις εκεί, ρε µαλάκα; Αυτά θα τα δέσεις όταν σου πούνε. Σήκω απάνω κι άντε από κει».
«Μαλακά, µαλακάαα! Ηρέµησε λίγο εσύ», παρατηρεί τον άγριο ο καινούργιος µε το κράνος. Γνωστή αυτή η ανακριτική τακτική. Ένας άγριος και αυστηρός κι ένας επιεικής, φιλικός… Ακολούθησα τον φαντάρο µε το κράνος και βγήκαµε έξω. Ένας ακόµη φαντάρος µας περίµενε και όλοι µαζί κινηθήκαµε δέκα µέτρα πιο πέρα, όπου βρισκόταν ένα τζιπ µε ανοιχτές τις πόρτες κι αναµµένη τη µηχανή.
«Μπείτε µέσα, σας παρακαλώ, κύριε υποπλοίαρχε», µου είπε ευγενικά ο δεύτερος φαντάρος, κι εγώ τον κοίταξα λοξά και καχύποπτα περιµένοντας καµιά απ’ αυτές τις ξαφνικές κλοτσιές στη µέση ή στο υπογάστριο, ανάλογα µε τις ποδοσφαιρικές δεξιότητες του παραγγέλλοντος φαντάρου. Μου επανέλαβε, ακόµη πιο ευγενικά, την παράκλησή του κι εγώ δεν αντιστάθηκα και µπήκα πίσω στο τζιπ. Κάθισε δίπλα µου ο ευγενής και µπροστά στη θέση του συνοδηγού ο άλλος. Ο οδηγός ξεκίνησε, και δεν είχαµε βγει ακόµη από το στρατόπεδο όταν ο συνοδηγός µε ρωτά:
«Τι θα λέγατε, κύριε υποπλοίαρχε, αν σας λέγαµε τώρα ότι πάµε στο ΕΑΤ για να υπογράψετε το αποφυλακιστήριό σας και να πάτε στο σπίτι σας;»
Τον κοίταξα, γέλασα αµήχανα και του απάντησα πως θα ’ταν καλύτερα να πούνε στην Μπριζίτ Μπαρντό εκείνη ήταν τότε η φαντασίωση όλων των αρσενικών του πλανήτη να µη βιαστεί να φύγει και να µε περιµένει!
Εδώ και κάµποσο καιρό είχα πάψει να φοβάµαι το ξύλο. Αυτή τη φορά όµως είχα έναν πραγµατικά έντονο φόβο για το πού θα οδηγούσε αυτό το καινούργιο παιχνίδι που µόλις ξεκίνησε. Φτάσαµε στο ΕΑΤ/ΕΣΑ και οδηγήθηκα στο γραφείο του αρχιβασανιστή και διοικητή Θεόδωρου Θεοφιλογιαννάκου. Καθόταν πίσω από ένα µεταλλικό γραφείο κι είχε έναν τεράστιο όγκο χαρτιών µπροστά του.
«Καθίστε, κύριε υποπλοίαρχε», µου λέει χωρίς να σηκώσει το κεφάλι από τα χαρτιά του, και συνεχίζει: «Όλοι εδώ εκτιµήσαµε τη συµπεριφορά σας. Γνωρίζω πως είστε οικογενειάρχης και πως αγαπάτε την οικογένειά σας. ∆εν σας κρύβω πως προσωπικά θα ήθελα ν’ αποκτήσουµε µια οικογενειακή, µια φιλική σχέση. Μα καθίστε, σας λέω, γιατί δεν κάθεστε; Θα πάτε στο σπίτι σας τώρα, κύριε υποπλοίαρχε, στην οικογένειά σας. Την οικογένειά σας και τα µάτια σας, κύριε υποπλοίαρχε. Πλησιάστε σας παρακαλώ και υπογράψετε αυτό το χαρτί. Είναι το αποφυλακιστήριό σας».
Άφησα την τσάντα µε τα πράγµατά µου κάτω και πλησίασα. Έτρεµα ολόκληρος. Μηχανικά άπλωσα το χέρι µου, υπέγραψα σε δυο τρία χαρτιά, εκεί που µου έδειξε, κι έκανα δυο βήµατα πίσω.
Ο διοικητής σηκώθηκε από την καρέκλα του, µου έδωσε µια κόλλα χαρτί απ’ αυτές που είχα υπογράψει και µου έτεινε το χέρι του για χαιρετισµό. Έµεινα ξερός, ορθός, µε το κεφάλι σηκωµένο ψηλά, τα χέρια κολληµένα πάνω µου και ακίνητος. Γύρισε πίσω ο κύριος διοικητής και κάθισε στην καρέκλα του.
«∆εν πειράζει, κύριε υποπλοίαρχε, σας καταλαβαίνω, όµως προσέξτε να µην είστε πάντα τόσο αγενής. Μπορείτε να πηγαίνετε τώρα».
Πήρα την τσάντα µου στο ένα χέρι, τυλιγµένο ρολό το αποφυλακιστήριο στο άλλο και βγήκα έξω. Κοίταζα δεξιά κι αριστερά προσπαθώντας να δω προς τα πού ήταν η έξοδος, όταν µε πλησίασε ο οδηγός του τζιπ που µε είχε φέρει και µου ζήτησε να τον ακολουθήσω.
«Έχω οδηγίες από τον κύριο διοικητή να σας πάω στο σπίτι σας. Πού µένετε, κύριε υποπλοίαρχε;»
∆ιστακτικά του ανέφερα µια ψεύτικη διεύθυνση, σχετικά κοντά στο σπίτι µου.
«Ένα λεπτό σε παρακαλώ», είπα, «να βάλω τη ζώνη µου και να δέσω τα κορδόνια των παπουτσιών µου».
Καµιά αντίδραση αυτή τη φορά.
Μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαµε. Απόλυτη σιωπή σε όλη τη διαδροµή. ∆εν ήµουνα βέβαιος για τίποτε. Το πιστόλι στη µέση του συνοδηγού µ’ έκανε ακόµη πιο καχύποπτο. Φτάσαµε επιτέλους στη διεύθυνση που είχα δώσει. Βγήκε έξω ο συνοδηγός και µου άνοιξε την πόρτα. Με συνόδεψε τρία τέσσερα µέτρα µέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας όπου δήθεν έµενα. Φεύγοντας, µου ψιθυρίζει:
«Μη µε συνδέσετε εµένα σας παρακαλώ µε όλα όσα ζήσατε µαζί µας. Θύµα τους είµαι κι εγώ. Είµαι από τα ∆ωδεκάνησα, µε λένε Α.Χ.».
Γύρισα, τον κοίταξα στα µάτια και διαπίστωσα µια διάχυτη θλίψη απλωµένη στο πρόσωπό του. Άφησα το βλέµµα µου να τον ακολουθήσει µέχρι που µπήκε στο αυτοκίνητο και χάθηκε πίσω από άλλα αυτοκίνητα. Έµεινα στο σηµείο που µε άφησαν κάµποση ώρα. Κοίταζα δεξιά, αριστερά, µπρος, πίσω, προσπαθώντας να εντοπίσω κάτι παράξενο, κάτι ύποπτο. Ήτανε σχεδόν µεσηµέρι και ξεκίνησα ακολουθώντας µια περίπλοκη διαδροµή για να πάω στο σπίτι µου. Παρατηρούσα τους ανθρώπους, κοίταζα προσεκτικά τις γωνιές των δρόµων και πού και πού γύρναγα απότοµα πίσω προσπαθώντας να εξακριβώσω αν µε παρακολουθούσαν.
Βρισκόµουνα σε υπερδιέγερση, ήµουν αναστατωµένος, δεν είχα ακόµη συνειδητοποιήσει πως περπατούσα ελεύθερος και πως µπροστά µου υψωνόταν η πολυκατοικία που έµενα. Μπήκα µέσα, πήρα το ασανσέρ και ανέβηκα στον πέµπτο όροφο. Χτύπησα το κουδούνι και περίµενα. Άνοιξε η πόρτα και ένα θαµπό γκρίζο σύννεφο µου έκρυψε τα πάντα. Έκανα δυο βήµατα µπροστά και είδα τη µάνα µου. Κρατούσε στην αγκαλιά της ένα µωρό. Ήταν η δεκάµηνη κόρη µου. Εκεί µπροστά στα µάτια µου, µ’ έναν µαγικό τρόπο, αυτό το βρέφος άλλαζε συνεχώς, µεγάλωνε και µεταµορφωνόταν. Ξέφυγε από την αγκαλιά της µάνας µου και στάθηκε µπροστά της. Όµως εκεί µπροστά της ήµουν εγώ, δεν ήταν άλλος. Εκεί µπροστά της στεκόµουν εγώ, χλοµός, τρεµάµενος και καταϊδρωµένος. Φίλησα το απλωµένο χέρι της µάνας µου και σωριάστηκα εξουθενωµένος σε µια καρέκλα, µε βουβό λυγµό. Το ίδιο σύννεφο απλώθηκε στο δωµάτιο, κάλυψε τα πάντα και σβήστηκαν όλα από τα µάτια µου µέσα σε µια γλυκιά, ευωδιαστή αχλή…
ΥΓ: Το κείµενο αυτό είναι απόσπασµα από το ανέκδοτο βιβλίο του Μανώλη Μπουζάκη µε τίτλο «Ο δρόµος του Ποσειδώνη. Αναµνήσεις ενός πλάνητα οδοιπόρου». Το συγκεκριµένο απόσπασµα είναι µια µικρή λεπτοµέρεια από τον εγκλεισµό του συγγραφέα στις στρατιωτικές φυλακές της Χούντας του 1967 λόγω της συµµετοχής του στο αντιδικτατορικό Κίνηµα του Πολεµικού Ναυτικού. Συγκρατούµενος για την ίδια αιτία υπήρξε και ο γνωστός δικηγόρος, συµµαθητής και φίλος του, Αντώνης Γκαζής.