Ήταν αρχές Φλεβάρη. Το κρύο ανυπόφορο κι ο κρύος άνεμος λυσσομανούσε και σάρωνε τα πελάγη.
Eίχε φαίνεται κι αυτός βαλθεί να πάρει το μερτικό του από τη δυστυχία του ψοφότοπου.
Το χωριό, στριμωγμένο στην άκρη του νησιού αργοπέθαινε, βουτηγμένο ως τα μπούνια στη λάσπη και την υγρασία.
Τα πλούτη του; Λίγο βρωμόλαδο, τόσο βαρύ, που ούτε για σαπούνι δεν έκανε, και οι σαρδέλες.
Ας είναι ευλογημένος ο ντόπιος Αγιος που τις έστελνε μπόλικες και τη βολεύανε.
Ανεργία, φτώχεια, χτικιό και ελονοσία, κυριολεκτικά θέριζαν κι από πάνω ο εμφύλιος – με όλα του τα… καλά.
Οι νέοι του χωριού, κάμποσοι στη φυλακή από κλεψιές, κι άλλοι από πολιτικά.
Και μερικοί που είχαν ξεμείνει μοιάζαν περισσότερο με ναυαγούς σε ερημονήσι παρά με νέους.
Εκείνες τις μέρες οι ψαράδες βολόδερναν, από τα χαμόσπιτά τους στο κρασοπουλιό του Μήτσου του Αρχοντα.
Το κρασοπουλιό επί Ιταλών το λέγανε Loukanta Tratoria και από τότε του έμεινε.
Πολιορκημένοι από το αγριοκέρι στο κρασοπουλιό, βρίζανε τον καιρό, τη φτώχεια και τη μαύρη τους τη μοίρα, κι ανάμεσα σε βήχα και ταμπάκο ντόπιο, αναθεματίζανε τον Θεοτόκη που άφησε, λέει, το χωριό στην τύχη του και κάποιοι άλλοι τους κουμουνιστάδες που θέλανε, λέει, να πάρουνε τις περιουσίες των νοικοκυραίων.
Με καυγάδες και βρισιές κυλούσαν οι ώρες και οι μέρες.
Κάπου – κάπου ρίχναν και καμιά ματιά στους κοκόρους του καμπαναριού του Αγίου Αρσενίου που δείχναν τον καιρό, μπας και καλμάρισε, να ξεμπουκάρουν, επειδή όμως ο άτιμος ο καιρός δεν έλεγε να καλμάρει, ξαναχωνόταν στο κρασοπουλιό και ξανά μανά τα ίδια και τα ίδια.
Βρισίδια και μαλώματα και βλαστήμιες. Πού και πού έπεφτε και καμιά σφαλιάρα, σβουριχτή για να συνετίσει.
Στέγνωνε το λαρύγγι τους από το λέγε – λέγε, κι έτσι για να το βρέξουν ρίχναν και καμιά παραγγελιά στο Μήτσο. «Βάλτες τις κούπες ω ρε Μήτσο, και γράφτο».
Ανόρεξα έβαζε το κρασί ο Μήτσος και τόγραφε.
Κι όλο λογάριαζε πότε θα σκοτεινιάσει να πάει να χωθεί στο παληοκάλυβο, στην αγουνίστρα (γωνιά), να ζεστάνει τα ποδάρια του οπού είχαν γίνει σουρτάρι από την παγωνιά.
Στο παληοκάλυβο η μάνα του Μήτσου η κυρά Πανδώρα, είχε ανάψει μια κακορίζικη φωτιά με λιόκλαρα χλωρά, ο καπνός τους έπνιγε τα σωθικά και τους κοκίνιζε τα μάτια σαν τον κώλο της μαϊμούς.
Η κυρά Πανδώρα με τη θυγατέρα της την Ολγα είχαν σενιάρει μια πινιάτα με χόρτα. Έλα μου όμως που οι ψαράδες ολάκερη βδομάδα, όχι ψάρια δεν πιάσανε μα ούτε λέπι.
Κάποιες σαρδέλες που είχαν ξεμείνει στο αγκάθι που κρεμόταν πάνω από το χώρο που άναβαν τη φωτιά, ποιον να πρωτοβολέψουν?
Αυτό το βράδυ, το κρύο μάζεψε νωρίς – νωρίς όλη τη φαμελιά γύρω από τη φωτιά και συμβιβάστηκαν και με τον καπνό και με χωρίς σαρδέλες.
Με τον πατέρα και τη μάνα κάπου δέκα νοματέοι.
Δώδεκα ήταν.
Τον πρώτο τον σκότωσαν στην Παραμυθιά της Ηπείρου, ο άλλος πέθανε στην κατοχή, έτσι απόμειναν δέκα του θεού.
Βάλανε τα χόρτα στα πιάτα, ρίξανε μέσα και κάμποσο μουργόλαδο να λαδώσει το άντερό τους.
Παγωμένοι, αμίλητοι και νηστικοί καθώς ήταν, θα βλέπαν σίγουρα στο πιάτο τους τσιπούρες και μπριζόλες.
Η μάνα τους έκοψε τους συλλογισμούς: «Ανέβα μωρή θυγατέρα στο σκαμνί, φτάσε το ψωμί και κόφτο να φάνε τα παιδιά».
Το καρβέλι ήταν το τελευταίο από δώδεκα – δεκατρία της ζυμωσιάς.
Βρισκόταν απάνω στην τάβλα που κρεμόταν από τα ξύλα της σκεπής, οχτώ με ενιά μέρες.
Γάτοι και ποντικοί είχαν κάνει πολλούς σχεδιασμούς, πώς να το κατεβάσουν, και είχαν ξοδέψει μπόλικη φαιά ουσία αλλά δεν τους έβγαινε. Τι να κάναν; Αύσανε την πολιορκία, σφύξανε κάνα δυο τρύπες στο ζωνάρι τους, είπαν και μια δικαιολογία, ότι τάχα μου είναι πολύ χλωρό και θα τους κολλήσει στα δόντια. Τα μαζέψανε, με την ελπίδα να τα καταφέρουν την επόμενη φορά.
Πήρε η θυγατέρα το καρβέλι, το ακούμπισε στο στήθος και δοκίμασε να το κόψει. Ζυμωμένο από κριθάρι, σίκαλι, λίγο στάρι και καλαμπόκι, άντε… κόφτο. Γκριιιιι, έκανε το μαχαίρι, σαν να χτύπησε σε μπετόν αρμέ. «Παναγία κοντά», λέει η μάνα, «θα σφαγεί η κοπέλλα μου».
Γύρισαν όλοι και κοίταξαν, τι συμβαίνει. «Μωρέ το άτιμο», λέει, «πάρε το μεγάλο το μαχαίρι», πούχε κάνει από μια παληά ξιφολόγχη ο Θωμάκος.
«Α, μπα, δεν θ’ ανοίξει», λέει, ο Μαστρο-Γιάννης. «Βάρατο με το τσεκουράκι».
Ο Χριστόφορος πρότεινε να το χώσουν στην πινιάτα με το θερμό από τα χόρτα, να πάρει κανα δύο βόλτες, να μαλακώσει.
Αλλος όμως είχε τον τελευταίο λόγο.
Χωμένος μέσα στη γωνιά που σχημάτιζαν οι δύο τοίχοι, ο γέρο Τζαμάρκος, ο πατέρας, τυλιγμένος σε μια παληά στρατιωτική χλαίνη, καπνισμένος, γεμάτος στάχτες, ψηλός, αδύνατος κι αξύριστος μια ολάκαιρη βδομάδα, ίδιος ο Αη Τρύφωνας. Αφού ζύγιασε όλες τις προτάσεις και τις δυνατότητες, ρίχνει το δικό του σχέδιο: «Τίποτις», λέει, «από όλα αυτά, μήτε τσεκούρια, μήτε μαχαίρια, αν θέλετε να το ανοίξετε, ρίχτε του δυο – τρεις σφήνες στη μέση, αλλοιώς μας βλέπω απόψε να τη βγάλουμε στο ξεροσφυροπάταρο».
Τα Χανιώτικα Νέα συμμετέχουν στην Πρωτοβουλία Journalism Trust Initiative (JTI) των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, έχοντας συμπληρώσει και δημοσιεύσει την Αναφορά Διαφάνειας. Η Πρωτοβουλία JTI είναι ένα διεθνές πρότυπο και έχει ως στόχο την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του κοινού στα ΜΜΕ μέσω της ανάδειξης και προώθησης της αξιόπιστης δημοσιογραφίας,
Συμμετέχοντας στην πρωτοβουλία αυτή, αναλαμβάνουμε την ευθύνη να συμβάλλουμε στην καταπολέμηση της παραπληροφόρησης και να προάγουμε την αξιοπιστία και την ηθική στη δημοσιογραφία. Με αυτόν τον τρόπο, στηρίζουμε τις βασικές αρχές της ελευθερίας του τύπου και της δημοκρατίας, προσφέροντας στους πολίτες έναν αξιόπιστο πυλώνα πληροφόρησης.