Στη σκαλ’ απάνω ’τανε ο μπαρμπα-Γιάννης για να καρφώξει δυο μ-πρόκες στο ν-τοίχο να κρεμάσει τη σκάτζα1 κι από κάτω ο ανηψός του ο Νικολής εκράθιενε τη σκάλα για να μη μ-πέσει μαζί με το γέρο.
Δεν εκαλόφεγγενε όμως ο μπαρμπα-Γιάννης κι ακούμπησενε με τη γ-κεφαλή τη μ-πρόκα στο ν-τοίχο κι άρχιζενε να τη χτυπά με το σφυρί, μα πού να καρφώξει… Οπότε πεθιέται, “σπίρτο”, ο ανηψός του ο Νικολής από κάτω και του λέει:
– Ε, δε ν-τηνε θωρείς εδά, μπάρμπα, αυτήνηνα τη μ-πρόκα πως είναι για τον άλλο ν-τοίχο;
Για να φέρει κι ο πονηρός ο γέρος τον ανηψό ν-του στην ίδια δύσκολη θέση απού τον έφερενε κι εκείνος με τούτη να τη γ-κουβέντα, του λέει:
– Κατές, μωρέ Νικολή, γιάντα οι παλαιινοί2 μας, πρώτα κατουρούσανε κι ύστερα κλάνανε;
Επροβληματίστηκενε ο Νικολής, εσκέφτηκενε, εξανασκέφτηκενε κι απαντά του γέρου:
– Όι μα το Θεό, μπάρμπα, δε γ-κατέχω…
– Για να μη σηκώνουμε σκόνη, κακομοίρη Νικολή, μα του λόγου σου και κατουρείς και κλάνεις και σηκώνεις και σκόνες.
1. εταζέρα πάνω στην οποία ακουμπάγανε σκεύη της μαγειρικής ή και το ψωμί οπότε την έλεγαν ψωμοσανίδα.
2. Οι παλιότεροί μας, οι πρόγονοί μας
Μιχάλη Επαμ. Πριναράκη,
Εκδόσεις “Κρητικά Γράμματα”