Το ποίημα “Επί Ασπαλάθων”, είναι το τελευταίο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη, ποίημα που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Το Βήμα”, τρεις ημέρες μετά τον θάνατο του (20 Σεπτεμβρίου 1971).
Γραμμένο την περίοδο της δικτατορίας των Συνταγματαρχών, το συγκεκριμένο ποίημα “επι-κοινωνεί” με τον Πλατωνικό λόγο περί τιμωρίας των τυράννων στον Κάτω κόσμο, και συγκεκριμένα για την τιμωρία που αναμένει τον τύραννο Αρδιαίο.
Ο ποιητής, στο ακροτελεύτιο ποίημα του, ανασημασιοδοτεί το “παίγνιο” με τη γλώσσα, με τις εκφάνσεις της θυμηδίας, με την οριακότητα της εκφραστικής ακρίβειας: πλέον, η ποίηση επιτελείται στις αναπαραστάσεις της, ή αλλιώς, στην καθημερινή της παράσταση, στην αγωνία για την παρουσία του πλήθους στην ‘αρχαία αγορά’, στην αναπαραγωγή λέξεων που δύνανται να ‘διαμελίσουν το ‘σώμα’ της υποδειγματικής λογοθετικότητας των Συνταγματαρχών. Το περιώνυμο ‘Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών’.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Γιώργος Σεφέρης δύναται να μεταβάλλει τον ποιητικό κανόνα σε ιδιότυπη ‘εξαίρεση’, ‘εξαίρεση’ που στρέφει το βλέμμα της στην καθεαυτό ιστορία, στην ‘πληθυντική’ μνήμη, στο ‘τραύμα’ της ποιητικής γραφής, που, τις πλέον κρίσιμες ώρες, αναφέρεται στο δικό της ‘τραύμα’ που είναι το ‘τραύμα’ του να βιώνεις ατομικά & συνειδητά την ιστορία, την Ελληνική ιστορία, μετατοπίζοντας παράλληλα τους όρους της υπό-μνησης για ένα ‘κακό’ που επέ-ρχεται ως ‘λύτρωση’ & ‘σωτηρία’.
Το Σεφερικό ‘τραύμα’ πραγματώνεται στις κρυφές παραδοχές της λέξης, στην ‘προδοσία’ & στην ανά-κληση μίας γενεαλογίας του αίματος η οποία εγκολπώνεται όχι απλώς το σχήμα της ‘Ύβρεως΄ & της ‘Νεμέσεως’ αλλά και τους όρους της ‘διαπόμπευσης’ και της δυνατότητας ‘διαπόμπευσης’ στο ‘στάδιο’ και στην ‘Αρχαία Αγορά’, ‘διαπόμπευσης’-καταδίκης της ιδέας-ιδεολογίας της στρατιωτικής δικτατορίας μέσα στον κυκεώνα του πρωτόλειου μυθεύματος, ήτοι του περιώνυμου ‘Ελλάς-Ελλήνων-Χριστιανών’.
Εντός των ‘Ασπαλάθων’, αναμένει η εξορία, ο Σεφερικός ποιητικός λόγος της μερικοποίησης: για κάθε ‘Ασπάλαθο’ & σε κάθε ‘Ασπάλαθο’ το τίμημα του ‘θριάμβου’, το τίμημα για το αίμα, το τίμημα για την ‘παρέλαση’ των συμβολισμών, για τον ευτελισμό & τον περαιτέρω ‘ευνουχισμό’ της ευρύτερης λαϊκότητας, της παράδοσης ως προθυμία συν-διαλλαγής, εκεί όπου το ποίημα ‘Επί Ασπαλάθων’ κοινο-ποιεί την Σεφερική επωνυμία: ‘Ελλάς-Πυρ!, Ελλήνων-Πυρ!, Χριστιανών-Πυρ!: Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;’.
Οι ‘Ασπάλαθοι’, μικροί και μεγάλοι, Πλατωνικοί και μη, συνιστούν το προσωπείο, καθώς και την εντατικοποίηση μίας παράθεσης-απεύθυνσης που ζητά να ‘ακουστεί’.
Όπως να ‘ακουστεί’ ζητά η μνήμη, η ιστορικοποίηση της.
Σε καιρούς ‘χαλασμάτων’, η Σεφερική έκκεντρη ποιητική γραφή δια-περνά τις ατραπούς που ενέχει το βάρος της ιστορίας, της ζώσας ιστορίας, εγκολπώνεται και λειτουργεί ως ύστατο διάβημα, πράττοντας και με όρους-πλαισιώσεις αποκάλυψης για το παρόν, εκ-βάλλοντας παράλληλα στο πεδίο της εξομολογητικής ποιητικής γλώσσας, η οποία, προσιδιάζει στον τύπο του ανοίκειου χρησμού.
Οι συμβολισμοί και οι αλληγορίες περιφέρουν τα ‘άταφα πτώματα’ τους. ‘Ανάβω στίχους για να ξορκίσω το κακό στη χώρα’, έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος..
Ο νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης ‘ανάβει στίχους’ οι οποίοι φέρουν τις σημάνσεις της επανοικειοποίησης μίας ‘αδέκαστης’ κρίσης, κρίσης ανοιχτής στους συμβολισμούς της, ανοιχτής στην υπενθύμιση: ο ποιητής, την ύστατη στιγμή, λίγο πριν το τέλος, φέρει τα παράσημα μίας ποίησης ‘διαμελισμένης’ σε διάφορα κομμάτια, σε λέξεις-σταθμούς (οδοδείκτες), η οποία, ενώπιον της στρατιωτικής δικτατορίας, αντιτάσσεται στο εύρος της παρουσίας της, ανα-καλώντας, υπενθυμίζοντας & αναγνωρίζοντας το όνομα του τυράννου Αρδιαίου που βρήκε φρικτό θάνατο πάνω στους Ασπάλαθους.
Εντός των ‘ερειπίων’ και των αντιφάσεων της, η δικτατορία των Συνταγματαρχών ‘συναντά’ τους δικούς της ‘Ασπάλαθους’ στην ‘Αρχαία Αγορά’.
Απέναντι στους διάφορους Αρδιαίους του καιρού μας, το πρόσημο της ‘μητρικής’ μνήμης, ή της ποίησης που λειτουργεί ως μνήμη.. Μέσα στους λαβυρίνθους της ιστορίας, οι Αρδιαίοι. Οι Αρδιαίοι που συναντούν το πλήθος.
Ο ποιητής, ευρύτερα, ζητά έλεος για όλους μας, προσδιορίζοντας όχι μόνο την ηθική αλλά την ηθικότητα της επιλογής.
*Ο Σίμος Ανδρονίδης είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Tμήμα Πολιτικών
Επιστημών του Αριστοτελείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης