30.7 C
Chania
Σάββατο, 28 Ιουνίου, 2025

Γιάννης Ξανθούλης: «Έχω εμπιστοσύνη στην ατέλεια του ανθρώπου»

Ο λόγος του είναι χειµαρρώδης. Γεµάτος από µνήµες, εικόνες, χιούµορ. Η σκέψη του πηγαινοέρχεται από τους ήρωές του και τα βιβλία του, στη ζωή του και τα όσα ζούµε σήµερα. Οι απαντήσεις του στις ερωτήσεις µας άµεσες.

Ο Γιάννης Ξανθούλης δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Πολυγραφότατος, αλλά και «αταξινόµητος» όπως παρατηρεί, έχει αφήσει το δικό του ισχυρό αποτύπωµα στην πεζογραφία, το θέατρο και τη δηµοσιογραφία.
Οι “διαδροµές” τον συνάντησαν χθες στα Χανιά, καθώς την περασµένη Πέµπτη το βράδυ παρουσίασε, στο πλαίσιο του 4ου Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων, το τελευταίο του µυθιστόρηµα που έχει τίτλο “Η Άλωση των Αθηνών από τις αδερφές Γαργάρα” και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ∆ιόπτρα.
Μαζί του µιλήσαµε, µεταξύ άλλων, για τον αυτοσαρκασµό που αποτελεί την αφετηρία του χιούµορ, την ανθρώπινη αναξιοπρέπεια που τσιγκλάει τη συγγραφική πένα, αλλά και την αδεξιότητα και ατέλεια που είναι συνυφασµένες µε την ύπαρξή µας και οι οποίες µπορούν τελικά να γίνουν η σανίδα σωτηρίας µας.

Ποια ανάγκη σας ωθεί να γράφετε;
∆εν το ξέρω. Θυµάµαι όµως από παιδί ότι συχαινόµουν τα παραµύθια που µου έλεγαν κι έλεγα δικά µου. Νοµίζω ότι κουβαλάω µια “φλέβα” από έναν παππού που ήταν περίεργος.

Γιατί;
∆ιηγόταν περίεργα πράγµατα, ήταν παράξενος. Είχε όµως ένα ταλέντο να λέει τα πράγµατα κι έκανε και φάρσες. Έλεγε για παράδειγµα φέτος η Ανάσταση θα γίνει στις 9:30 και ο κόσµος -που ήταν λίγο αφελής τότε- τον πίστευε και πήγαινε στην εκκλησία.

Το χιούµορ είναι κάτι που χαρακτηρίζει κι εσάς…
Υπήρχε ένας αυτοσαρκασµός στην οικογένειά µου. Το χιούµορ από εκεί ξεκινάει. Όµως οι Έλληνες δεν αυτοσαρκάζονται.

Είναι το χιούµορ ένας τρόπος να αντιµετωπίσουµε τα πιο σοβαρά πράγµατα;
Όχι, εγώ δεν το κάνω για θεραπευτικούς λόγους. Αυτό ή το έχεις ή δεν το έχεις. Απλώς έτσι αντιµετωπίζω τα πράγµατα, µε µια αµεσότητα. ∆εν το συνειδητοποιώ, όµως, εκείνη την ώρα. Ίσως και γι’ αυτό είµαι και αταξινόµητος.

Σε µια πρόσφατη συνέντευξή σας είπατε ότι ίσως σε λίγα χρόνια να µην αφηγούµαστε πια παραµύθια, να µην λέµε ιστορίες. Γιατί;
Γιατί πια η εικόνα παίζει τεράστιο ρόλο. Τα εγγόνια µου δεν κάθονται να τους πω παραµύθια, δεν θέλουν. Ο εγγονός µου είναι 13 χρονών και ξέρει τα πάντα για τα µηχανήµατα, ενώ εγώ δεν ξέρω τίποτα.

Αυτό σηµαίνει ότι χάνουµε και την επαφή µας µε τις λέξεις;
Βεβαίως, το λεξιλόγιο του Έλληνα έχει µειωθεί τροµακτικά. Πάλι καλά που υπάρχουν ορισµένες βασικές λέξεις, όπως το “µαλάκας” ή κάποιες εγγλέζικες λέξεις και µπορούµε και συνεννοούµαστε. Και δεν το λέω καθόλου υποτιµητικά αυτό για το µαλάκας, γιατί ανάλογα µε τον τονισµό του µπορείς να αντιληφθείς που πάει το πράγµα. Είναι µια λέξη-πυξίδα.

Μπορούµε να ζήσουµε όµως χωρίς ιστορίες, χωρίς φαντασία δηλαδή;
Γι’ αυτό έχουµε επινοήσει την Τεχνητή Νοηµοσύνη, η οποία δουλεύει για εµάς.

∆εν είναι τροµακτικό αυτό;
Έχω πολύ εµπιστοσύνη στην αδυναµία, την αδεξιότητα και την ατέλεια του ανθρώπου. ∆εν πιστεύω ότι ο άνθρωπος είναι ένα επιτυχηµένο πλάσµα του δηµιουργού. Οπότε έχω εµπιστοσύνη στα ελαττώµατά του.

Αυτή η ανθρώπινη αδεξιότητα λέτε ότι θα µας σώσει;
Ναι, πιστεύω ότι δεν αλλάζει τίποτα. Πονάµε το ίδιο, δεν αντέχουµε πολύ και είµαστε -ευτυχώς- πολύ ευάλωτοι.

Ο θάνατος είναι ίσως το πιο δίκαιο πράγµα σε αυτή τη ζωή, είµαστε όλοι ίσοι απέναντί του.
Η µόνη δηµοκρατία.

Αυτό δεν κάνει όµως τη ζωή λιγότερο σηµαντική.
Όχι, αλλά είναι ίσως υπερεκτιµηµένη. Λέµε συνέχεια να φτάσεις τα 100. Γιατί; Να έχουν πεθάνει όλοι και να τρέχω σε κηδείες; Πόσα κόλλυβα να φας;

Πάντως, αυτό που λέει ο ∆ηµήτρης Αποστολάκης από τους Χαΐνηδες, ότι δηλαδή η ζωή από µόνη της µπορεί να µην λέει τίποτα αλλά η ζωή µε αξιοπρέπεια, είναι πολύ σηµαντική, είναι σωστό.
Και σε αυτό όµως υπάρχει κάτι οξύµωρο γιατί η ζωή µε αναξιοπρέπεια έχει ενδιαφέρον για έναν συγγραφέα. Το λέω γιατί ένας συγγραφέας θα προτιµήσει να κάνει ήρωα τον αναξιοπρεπή από τον αξιοπρεπή. Έτσι και στο τελευταίο µου µυθιστόρηµα οι πρωταγωνίστριες, οι αδερφές Γαργάρα, προέρχονται από µια αναξιοπρεπή οικογένεια από την οποία θέλουν να δραπετεύσουν κι έρχονται στην Αθήνα.

Αυτό το “λοξό”, το διαφορετικό είναι δηλαδή αυτό που τσιγκλάει ένα συγγραφέα;
Εγώ αυτό ψάχνω. Βέβαια όλοι έχουµε τα λοξά µας αν µπορείς να το διακρίνεις. Είναι το πως παρατηρεί κανείς τα πράγµατα. Εγώ ήµουν παιδί µοναχικό, που παρατηρούσε πολύ.

Στα βιβλία σας δεν φτιάχνετε µια “σκαλέτα” από πριν. Πώς λειτουργείτε;
Με πηγαίνει το πράγµα µόνο του. Είναι µια αποκάλυψη, αλλιώς βαριέµαι.

Οι ήρωές σας σάς ακολουθούν µετά που τελειώνετε ένα βιβλίο;
Ναι, τώρα βέβαια επειδή παρουσιάζω συνέχεια το νέο µου βιβλίο ανακαλύπτω πράγµατα που δεν τα έβαλα και κάθε φορά αφηγούµαι διαφορετικά την ιστορία. Γι’ αυτό ο γιος µου ισχυρίζεται ότι είµαι ο µεγαλύτερος σαµποτέρ των βιβλίων µου. Και πραγµατικά όταν παρουσιάζω τα βιβλία τα παρουσιάζω σαν µια τρελή κωµωδία. Σαν stand up comedy, µόνο που δεν κάνω χορευτικά.

Έχει σηµασία η µνήµη για εσάς;
Ναι, έχει τεράστια σηµασία και το χειρότερο είναι ότι θυµάµαι.

Πιστεύετε ότι είµαστε ό,τι θυµόµαστε;
Ναι, βεβαίως. Εγώ ίσως να έχω καλλιεργήσει και τη µνήµη µου. Όταν για παράδειγµα δεν µε παίρνει ο ύπνος σκέφτοµαι πόσοι πέθαναν, πόσους ήξερα κ.λπ.

Από τη δηµοσιογραφία, τα θεατρικά κείµενα, την πεζογραφία κ.λπ. τι σας τραβάει περισσότερο;
Η πεζογραφία γιατί είναι ένα πράγµα πιο κλειστό και µε τα χρόνια έγινα κι εγώ πιο κλειστός και πιο επιλεκτικός. Υπάρχει κι ένας ναρκισσισµός όταν γράφουµε να αρέσουµε. Εγώ το έχω αυτό και µε το παραπάνω. Γι’ αυτό προτιµώ κάποιες φορές να διηγούµαι τα βιβλία µου, άσχετα αν τα σαµποτάρω έτσι. Το κείµενο είναι διαφορετικό πάντα από αυτά που λέω.

Είστε ένας άνθρωπος εξοικειωµένος µε τη δηµοσιότητα ως -και- δηµοσιογράφος αλλά δίνετε την αίσθηση ότι διεκδικείτε τη µοναχικότητά σας.
Ήµουν µοναχικό παιδί γιατί δεν είχα αδέρφια και δεν ήµουν ούτε µαµάκιας ούτε µπαµπάκιας. ∆εν τα πήγαινα καλά µε τους γονείς µας. Ήµουν λίγο το µαύρο πρόβατο…

Γεννηθήκατε στην Αλεξανδρούπολη. Η Αθήνα για εσάς ήταν τελικά αυτό που περιµένατε όταν πήγατε εκεί; Οι ηρωίδες σας, οι αδερφές Γαργάρα, ήταν γεµάτες προσδοκίες για την Αθήνα;
Όταν βρέθηκα για πρώτη φορά στην Αθήνα, τον Μάρτιο του 1962, ήµουν 15 χρονών κι ήµουν άρρωστος πολύ. Είχα µια οξεία νευρίτιδα και πήγαµε στον Ευαγγελισµό. Όµως δεν µε ενδιέφερε αν θα ζούσα ή θα πέθαινα. Εµένα µε ενδιέφερε ότι όταν θα έβγαινα θα πήγαινα στο θέατρο να δω το “Απόψε αυτοσχεδιάζουµε” του Πιραντέλο που είχε γράψει τη µουσική ο Μάνος Χατζιδάκις. Είχα τέτοιου είδους στόχους, περίεργους.

Λογοτεχνία έχει µια µεγαλύτερη ελευθερία από την πραγµατική ζωή;
Ναι, όπου θες πηγαίνεις όπου θες έρχεσαι. Εµένα τουλάχιστον µε απελευθερώνει αρκετά.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα