Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Επιστροφή σε… ποια πατρίδα

Τον είδα τον μελαμψό μετανάστη να περιμένει στην ουρά ώστε να προμηθευτεί το πολυπόθητο εισιτήριο για να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Σε ποια όμως πατρίδα, στην χιλιοπληγωμένη πατρίδα από τον εμφύλιο σπαραγμό; Στην πατρίδα την φλεγόμενη από τις οβίδες και τους πυραύλους που ξερνάνε φωτιά και σκορπάνε το θάνατο ή στην άλλη πατρίδα που εισβάλετε “ω, δυνατοί της γης” κι εφόσον σκορπίσατε το θάνατο, στη συνέχεια λεηλατήσατε τον πλούτο της, κι όλα αυτά στο όνομα της ειρήνης και τάχα για την καταστολή της τρομοκρατίας; Σε ποια πατρίδα τον στέλνετε; Στην πατρίδα που σκόπιμα αφήνετε τον πληθυσμό της δίχως πόσιμο νερό και πεθαίνουν από τις αρρώστιες και την ασιτία, ενώ εσείς εκμεταλλεύεστε τον πλούτο της;
Εσείς τους αναγκάζετε να μεταναστεύουν καθημερινά, παίρνοντας τις στράτες που δεν ξέρουν που θα τους βγάλει. Αγανακτισμένοι, πεινασμένοι, ρακένδυτοι, ελπίζοντας ότι θα βρούνε τουλάχιστο την ελευθερία τους, επιβιβάζονται στο σαπιοκάραβο του σύγχρονου δουλέμπορα να βρούνε μια δεύτερη πατρίδα, την πατρίδα που τους έταξε, πλάθοντας όνειρα για μια ανθρώπινη ζωή. Πολλοί είναι οι τυχεροί και προφθάνουν να πατήσουν το πόδι τους σε κάποια στεριά, ενώ χιλιάδες άλλοι γίνονται τροφή των ψαριών. Φθάνοντας όμως στην δεύτερη πατρίδα, ήξεραν πριν φύγουν από την λεηλατημένη πατρίδα τους, ότι στο μέρος που θα πάνε δεν είναι ο παράδεισος όπως τους περιέγραφαν οι δουλέμποροι. Ήξεραν ότι τον περιμένουν βρικόλακες αλλά έλεγαν ότι όπως αντέχουν πάρα πολλοί άλλοι μετανάστες θα αντέξουν και κείνοι στις όποιες αντίξοες συνθήκες, ελπίζοντας ότι κάποια μέρα μπορεί να τους χαμογελάσει η τύχη τους όπως και σε πολλούς άλλους χαμογέλασε. Δυστυχώς όμως οι βρικόλακες δεν χορταίνουν όσο αίμα κι αν πιούνε. Κι αφού τους ρούφηξαν και την τελευταία ρανίδα τότε τους δίνουν και τη χαριστική βολή, τους λένε οι “Άρχοντες” ότι δεν τους χρειάζονται άλλο στην εργασία τους και τους διώχνουν δίχως έλεος, δίχως οίκτο, προσλαμβάνοντας συγχρόνως, άλλους πιο φρέσκους ταλαίπωρους μετανάστες. Και αυτό το κάνουν σκόπιμα, γιατί γνωρίζουν ότι η αδικία δεν αντέχεται για πολύ καιρό και προκειμένου να επαναστατήσουν λαμβάνουν τα μέτρα τους πριν γίνει αυτό.
Τότε οι άτυχοι μετανάστες γυρίζουν από πλατεία σε πλατεία, ρακένδυτοι, ξυπόλητοι και πεινασμένοι, εκλιπαρώντας για κάποιο μεροκάματο. Κοιμούνται στα χαλάσματα ή σε κάποιο υπόγειο του ηλεκτρικού ή σε κάποια πλατεία αγκαλιασμένοι κλαίγοντας τη μοίρα τους. Μπορεί άλλοι να τα κατάφεραν και να πρόκοψαν στη δεύτερη πατρίδα όμως πάρα πολλοί δεν τους χαμογέλασε η τύχη τους ποτέ. Τότε, απελπισμένοι όπως είναι, ξυπνάει σιγά – σιγά μέσα τους ο ακαταμάχητος πόθος της επιστροφής στην πατρίδα. Εκείνος ο πόθος αγαπητοί μου φίλοι, που φεύγοντας ο κάθε μετανάστης από τον τόπο του τον κρύβει βαθιά στα μύχια της ψυχής του και τον κουβαλάει μαζί του έως ότου φύγει από τον κόσμο αυτό. Όποιος δεν έχει ζήσει την πίκρα της ξενιτιάς, δεν γνωρίζει πόσο δυνατός είναι ο πόθος της επιστροφής στην πατρίδα. Τέλος πάντων πολλοί τα καταφέρνουν και γυρίζουν στην αγκαλιά της πατρίδας, όσοι όμως δεν τα καταφέρνουν και βλέπουν ότι πλησιάζει το τέλος τους δεν λένε τίποτα άλλο και δεν επιθυμούν τίποτα περισσότερο απ’ το να πεθάνουν στον τόπο τους.
Ο ποιητής Δροσίνης σε κάποιο ποίημα του μας λέει, ότι και το ξένο μνήμα γλυκό θα είναι αν τον ξενιτεμένο τον θάψουν έχοντας στα στήθια του μια χούφτα χώμα της πατρίδας του. Ελπίζω να μην τρίζουν τα κόκαλα του ποιητή που δεν θυμάμαι τον στίχο του ποιήματός του να τον γράψω ακριβώς όπως αυτός το λέει. Ένας άλλος ποιητής πάλι μας λέει: να γύριζα κάποιαν αυγή από τα μαύρα ξένα να βγω ψηλά στο ορνόγρεκο χωριό μου να σε δω. Να νιώσω δάκρυα χαράς να τρέξουνε για σένα. Από τα μάτια της ψυχής, μονάχα αυτό ποθώ. Αυτόν τον πόθο τον γνωρίζετε πολύ καλά, ω δυνατοί της γης, και λέτε στον άτυχο μετανάστη, δεν σε χρειαζόμαστε άλλο, σου παρέχουμε όμως την ευκαιρία να γυρίσεις την πατρίδα σου. Είναι σαν να του λέτε, “ω φιλεύσπλαχνοι δυνατοί” πήγαινε να σκοτωθείς στην φλεγόμενη πατρίδα σου εφόσον δεν έχεις άλλη επιλογή ή πέθανε σε κάποιο παγκάκι. Πριν από έναν αιώνα και πάλι πιο πριν εφόσον οι σκλάβοι, έτσι τους ονομάζατε τότε, δεν μπορούσαν να φύγουν από τον τόπο τους, τους αναγκάζατε με διάφορους τρόπους να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους. Τους φορτώνατε αλυσοδεμένους σε σαπιοκάραβα ή τους σέρνατε στα σκλαβοπάζαρα, κι άλλους τους πηγαίνατε στις φυτείες σας και πέθαιναν στην αυλακιά από τα βασανιστήρια και τις κακουχίες, κι άλλους τους πουλούσατε στους “αφεντάδες”. Κι αν κανένας από δαύτους, τολμούσε να ζητήσει κάπως καλύτερη μεταχείριση τον σκοτώνατε μπροστά στους άλλους για παραδειγματισμό. Τώρα, έχετε βρει συγχρόνως τρόπους συγκομιδής σκλάβων αλλά δεν τους ονομάζεται σκλάβους τους λέτε λαθρομετανάστες. Κι ερωτώ, ως πότε θα θρηνούμε μετανάστες. Υπάρχουν λύσεις όμως δεν τις θέλετε και γι’ αυτό δεν τις προωθείτε. Δεν σας συμφέρει αυτό, «ω φιλεύσπλαχνοι τούτης της γης». Εγώ όμως πιστεύω ότι κάποια μέρα θα αναγκαστείτε να σκύψετε πάνω από το δράμα των μεταναστών.

* συγγραφέας – ποιητής


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα