Κύριε διευθυντά,
Άγονες απέβησαν οι περισσότερες (το 70% περίπου) θέσεις γιατρών, που προκηρύχθηκαν τον προηγούµενο µήνα για τα δηµόσια νοσοκοµεία (και το ΕΚΑΒ) της Κρήτης. Συγκεκριµένα, υποβλήθηκαν 15 αιτήσεις για 11 θέσεις (από τις 31 προκηρυχθείσες). Επειδή όµως για κάποιες θέσεις έγιναν περισσότερες από µια αιτήσεις (π.χ. Παιδιατρική Σητείας) και επειδή κάποιοι γιατροί έχουν υποβάλει ταυτόχρονα αιτήσεις για 2-3 θέσεις (π.χ. για θέσεις ΜΕΘ και ΤΕΠ Ρεθύµνου), ουσιαστικά κενές θα µείνουν τουλάχιστον 22 από τις 31 θέσεις.
Από τις 6 θέσεις που προκηρύχθηκαν για τα νοσοκοµεία του Ηρακλείου, άγονες είναι οι 5. Καµία αίτηση δεν υποβλήθηκε για τις θέσεις ψυχιάτρου και παιδοψυχιάτρου στο ΠΑΓΝΗ, για τη θέση ψυχιάτρου στο νοσοκοµείο Χανίων, για τις θέσεις αναισθησιολόγων και ακτινολόγων στο Βενιζέλειο και στα νοσοκοµεία Αγίου Νικολάου (ΓΝΑΝ) και Ιεράπετρας, για τις θέσεις παθολόγου στα νοσοκοµεία Σητείας και Ιεράπετρας, για τη θέση ΜΕΘ και νεφρολόγου του ΓΝΑΝ, για τα ΤΕΠ Χανίων και ΓΝΑΝ, για τη θέση αιµατολόγου στο Βενιζέλειο, για τη θέση ογκολόγου στο νοσοκοµείο Ρεθύµνου.
Οι παραιτήσεις και οι συνταξιοδοτήσεις, που δεν αναπληρώνονται, επιδεινώνουν τα χρόνια προβλήµατα υποστελέχωσης και ωθούν στην κόψη του ξυραφιού αρκετά τµήµατα, τα οποία αναγκάζονται όχι µόνο να περιορίσουν τις τακτικές τους λειτουργίες και να υποβαθµίσουν την ποιότητα των παρεχόµενων υπηρεσιών, αλλά αδυνατούν ακόµη και να ανταποκριθούν στην αντιµετώπιση των επειγόντων περιστατικών. Η (µοναδική σε όλη την Κρήτη) Παιδοψυχιατρική Κλινική του ΠΑΓΝΗ υπολειτουργεί µε έναν µόνο ειδικευµένο γιατρό, ο οποίος υποχρεώνεται εδώ και χρόνια σε υπερεφηµέρευση, ενώ εφηµερίες καλύπτει πλέον και ψυχίατρος ενηλίκων (!) από το Λασίθι. Η Ψυχιατρική κλινική Χανίων λειτουργεί επισφαλώς µε έναν µόνο ειδικευµένο ψυχίατρο, µε αποτέλεσµα την αύξηση της πίεσης στην επίσης υποστελεχωµένη Ψυχιατρική κλινική του ΠΑΓΝΗ, που γεµίζει µε ράντζα. Εξαιτίας της ανεπάρκειας αναισθησιολόγων (και νοσηλευτών), το 40% περίπου των χειρουργικών αιθουσών είναι κλειστές στα νοσοκοµεία της Κρήτης, ενώ στις λίστες περιµένουν πάνω από 9000 ασθενείς. Μετά από παραιτήσεις ακτινολόγων, έχουν µειωθεί σηµαντικά οι τακτικές αξονικές και µαγνητικές τοµογραφίες του Βενιζελείου, όπου καλύπτουν εφηµερίες ακτινολόγοι του ΠΑΓΝΗ, ενώ αρκετές µέρες τον µήνα δεν εφηµερεύει κανένας ακτινολόγος σε όλο τον νοµό Λασιθίου και µεταφέρονται επείγοντα περιστατικά για απεικονιστικές εξετάσεις στο Ηράκλειο. Η Παθολογική κλινική της Σητείας δεν λειτουργεί, αφού η µοναδική µόνιµη ειδικευµένη γιατρός της απουσιάζει µε άδεια κύησης. ∆ύο κλίνες ΜΕΘ είναι κλειστές στο ΓΝΑΝ, αφού υπηρετούν µόνο τρεις εντατικολόγοι (ένας εκ των οποίων συνταξιοδοτείται), που υποχρεώνονται σε υπερεφηµέρευση. Στο ΠΑΓΝΗ δεν προκηρύχθηκε καν ακόµη θέση εντατικολόγου (για να αναπληρώσει τις παραιτήσεις), ενώ 7 (από τις 27) κλίνες ΜΕΘ είναι κλειστές λόγω ανεπάρκειας ιατρονοσηλευτικού προσωπικού. Αποτέλεσµα της υπολειτουργίας αυτής πολλών τµηµάτων είναι η έκθεση ασθενών σε κίνδυνο τόσο εξαιτίας της καθυστέρησης στη διάγνωση και τη θεραπεία όσο και εξαιτίας των επισφαλών συνθηκών νοσηλείας τους.
Αναµενόµενο ήταν ότι αρκετές θέσεις θα βγουν άγονες, από τη στιγµή που προκηρύχθηκε ένα µικρό ποσοστό των κενών. Π.χ. οι κενές θέσεις γιατρών ξεπερνούν τις 30 σε καθένα από τα δύο νοσοκοµεία του Ηρακλείου, ενώ προκηρύχθηκαν 30 θέσεις για όλα τα νοσοκοµεία της Κρήτης. Είναι πολύ πιθανό να βγουν άγονες και αρκετές από τις 16 θέσεις που προκηρύχθηκαν πριν λίγες µέρες για τα κέντρα υγείας της Κρήτης, αφού υπολείπονται σηµαντικά σε σχέση µε τις κενές και σε σχέση µε τις αποχωρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ιατρικό προσωπικό της περιφέρειας Κρήτης µειώθηκε κατά 12 εργαζόµενους µόνο σε ένα χρόνο, από το 2022 στο 2023 (σύµφωνα µε στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ).
Αιτία για τις άγονες προκηρύξεις, όπως και για τις παραιτήσεις δεκάδων συναδέλφων, είναι κυρίως οι εξουθενωτικές συνθήκες εργασίας, ο εξαναγκασµός σε υπερεφηµέρευση, σε θυσία εκατοντάδων ρεπό και αδειών και σε µετακινήσεις σε άλλα νοσοκοµεία, συνθήκες που επιβαρύνουν την υγεία γιατρών και ασθενών. Επιβαρυντικά και αποτρεπτικά λειτουργεί και η παράταση της συνταξιοδότησης των γιατρών, όπως συµβαίνει τα τελευταία 4 χρόνια, αντί για πρόωρη συνταξιοδότησή τους εξαιτίας της εργασίας τους σε ανθυγιεινό περιβάλλον. Επιπρόσθετα, αποθαρρυντικά δρα και η αδυναµία αξιοποίησης και εξέλιξης των επιστηµονικών γνώσεων κατά την εργασία σε δοµές και τµήµατα, που µε το ζόρι καλύπτουν τα στοιχειώδη. Τα ελλιπή οικονοµικά κίνητρα αγόνων δεν καταφέρνουν να αντιρροπήσουν αυτούς τους εξαντλητικούς και απαξιωτικούς όρους δουλειάς.
Σκόπιµα το Υπουργείο προκηρύσσει ελάχιστες µόνιµες θέσεις υγειονοµικών, ώστε να εξοικονοµήσει κρατικά κονδύλια. Και ασφαλώς θα αξιοποιήσει τις άγονες προκηρύξεις, για να προωθήσει τα κυβερνητικά σχέδια για συγχωνεύσεις νοσοκοµείων (στα πλαίσια του νέου «χάρτη υγείας») και για διεύρυνση της ιδιωτικοοικονοµικής τους λειτουργίας. Νοσοκοµεία (όπως αυτά του Λασιθίου), που «παράγουν» αναγκαστικά λιγότερο «έργο» (δηλαδή λιγότερα χειρουργεία, νοσηλείες, εξετάσεις) εξαιτίας της σοβαρής υποστελέχωσης, θα λαµβάνουν µειωµένη χρηµατοδότηση από το κράτος, µε συνέπεια την περαιτέρω υποβάθµισή τους. Εξάλλου, στόχος των κυβερνητικών σχεδίων για το «νέο ΕΣΥ» είναι µεγάλο µέρος της ευθύνης του κράτους για χρηµατοδότηση της υγείας να µεταβιβαστεί στις «πλάτες» των ίδιων των ασθενών, οι οποίοι καλούνται να πληρώσουν στα απογευµατινά χειρουργεία και ιατρεία των δηµόσιων νοσοκοµείων αλλά και στον διογκούµενο ιδιωτικό τοµέα υγείας, λόγω των µεγάλων αναµονών για δωρεάν ιατρικές επισκέψεις, εξετάσεις και επεµβάσεις στο δηµόσιο.
Κίνητρο προσέλκυσης των γιατρών θα αποτελούσε η ταυτόχρονη προκήρυξη όλων των κενών, αφού αυξηθούν οι οργανικές θέσεις µε επικαιροποίηση των οργανισµών των δηµόσιων δοµών υγείας, ώστε να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες. Κίνητρο θα ήταν τα ανθρώπινα ωράρια και ο σεβασµός στον αναγκαίο ηµερήσιο και εβδοµαδιαίο χρόνο ανάπαυσης των υγειονοµικών. Κίνητρο θα αποτελούσε επίσης η αύξηση του βασικού µισθού των υγειονοµικών (κατά 20%), ο διπλασιασµός στο ωροµίσθιο των εφηµεριών, η επαναφορά 13ου και 14ου µισθού, η ένταξη στα βαρέα και ανθυγιεινά. Οι µόνιµες προσλήψεις υγειονοµικών και οι αυξήσεις των µισθών τους προϋποθέτουν αυτονόητα γενναία αύξηση του κρατικού προϋπολογισµού της υγείας.
Η ικανοποίηση αυτών των βασικών διεκδικήσεων απαιτεί διαρκή συλλογικό οργανωµένο αγώνα των υγειονοµικών µαζί µε τον λαό ενάντια στη διαχρονική πολιτική κρατικής υποχρηµατοδότησης και εµπορευµατοποίησης του κοινωνικού αγαθού της υγείας, η οποία απωθεί υγειονοµικούς και αποκλείει ασθενείς από τις δοµές παροχής δωρεάν περίθαλψης. Είναι αναγκαίο να παλέψουµε για ουσιαστική ενίσχυση και αναβάθµιση των νοσοκοµείων, της ΠΦΥ και του ΕΚΑΒ, έτσι ώστε να εξασφαλιστούν ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς για τους εργαζοµένους τους και (κυρίως) ώστε να καλύπτονται καθολικά αποκλειστικά δωρεάν οι ανάγκες, αξιοποιώντας πλήρως τις επιστηµονικές εξελίξεις.
Ράνια Μπέτση
Μέλος ΓΣ ΟΕΝΓΕ