Η κλιµατική αλλαγή είναι η µεγαλύτερη απειλή που αντιµετωπίζει σήµερα ο άνθρωπος ενώ στη λεκάνη της Μεσογείου, οι θερµοκρασίες αυξάνονται 20% ταχύτερα από τον παγκόσµιο µέσο όρο.
Αυτό έχει ήδη πραγµατικές και σοβαρές συνέπειες σε ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή, οι οποίες αναµένεται να ενταθούν τις επόµενες δεκαετίες, καθώς η άνοδος της στάθµης της θάλασσας αναµένεται να ξεπεράσει το ένα µέτρο έως το 2100, επηρεάζοντας το ένα τρίτο του πληθυσµού της περιοχής. Για την αντιµετώπιση της κατάστασης αυτής απαιτείται άµεση και εκτεταµένη δράση, τόσο για τον περιορισµό των εκποµπών αερίων του θερµοκηπίου, όσο και για την προσαρµογή στη νέα πραγµατικότητα της κλιµατικής κρίσης. Στο κείµενο που ακολουθεί γίνεται σύντοµη αναφορά σε ορισµένες επιπτώσεις της κλιµατικής κρίσης στα θαλάσσια οικοσυστήµατα της περιοχής µας.
Η τροπικοποίηση του κλίµατος της ανατολικής Μεσογείου
Η Ανατολική Μεσόγειος αποτελεί µία από τις πιο ευάλωτες περιοχές στον πλανήτη απέναντι στις συνέπειες της κλιµατικής αλλαγής. Ένα από τα σηµαντικότερα φαινόµενα που παρατηρούνται τις τελευταίες δεκαετίες είναι η λεγόµενη «τροπικοποίηση-tropicalization» της θαλάσσιας αυτής περιοχής, δηλαδή η σταδιακή µετατροπή της σε ένα οικοσύστηµα µε χαρακτηριστικά πιο κοντά στα τροπικά σε σχέση µε τα µεσογειακά. Η άνοδος της θερµοκρασίας της επιφάνειας της θάλασσας, σε συνδυασµό µε την αυξηµένη αλατότητα και την µείωση των βροχοπτώσεων, δηµιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την εγκατάσταση τροπικών ειδών. Πολλά από αυτά εισέρχονται µέσω της ∆ιώρυγας του Σουέζ, η οποία λειτουργεί ως «πύλη» µεταξύ της Ερυθράς Θάλασσας και της Μεσογείου. Αποτέλεσµα είναι η παρουσία νέων ειδών ιχθύων, µεδουσών και φυκιών, τα οποία συχνά ανταγωνίζονται ή εκτοπίζουν τα ενδηµικά είδη. Οι επιπτώσεις της τροπικοποίησης είναι πολλαπλές. Οικολογικά, απειλείται η ισορροπία των µεσογειακών οικοσυστηµάτων, καθώς αλλάζει η τροφική αλυσίδα και µειώνεται η βιοποικιλότητα. Οικονοµικά, οι αλιευτικές κοινότητες αντιµετωπίζουν δυσκολίες, καθώς τα παραδοσιακά εµπορικά είδη συρρικνώνονται, ενώ παράλληλα εµφανίζονται νέα, που δεν είναι πάντα αξιοποιήσιµα από την τοπική αγορά. Η τροπικοποίηση της Ανατολικής Μεσογείου αποτελεί σαφή ένδειξη της ευρύτερης κλιµατικής κρίσης. Η κατανόηση του φαινοµένου και η προσαρµογή των τοπικών κοινωνιών είναι κρίσιµες προκλήσεις για το µέλλον.
Εµφάνιση εισαγόµενων ειδών τα οποία απειλούν τα ενδηµικά είδη
Η Μεσόγειος Θάλασσα, αν και αποτελεί µια από τις πλουσιότερες σε βιοποικιλότητα κλειστές θάλασσες του κόσµου, αντιµετωπίζει σήµερα έντονη πίεση από την είσοδο και εγκατάσταση ξενικών ειδών. Το φαινόµενο αυτό έχει επιταχυνθεί κυρίως µετά τη διεύρυνση της ∆ιώρυγας του Σουέζ, η οποία λειτουργεί ως βασική πύλη εισόδου ειδών από την Ερυθρά Θάλασσα. Μεταξύ αυτών, ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η εξάπλωση του λαγοκέφαλου (Lagocephalus sceleratus) και του λεοντόψαρου (Pterois miles). Ο λαγοκέφαλος, είδος ιχθύος µε καταγωγή από τον Ινδο-Ειρηνικό, έχει εξαπλωθεί ραγδαία στην Ανατολική Μεσόγειο. Είναι γνωστός για την τοξικότητά του, καθώς περιέχει τετροδοτοξίνη, µια ουσία επικίνδυνη για την ανθρώπινη υγεία. Παράλληλα, προκαλεί σοβαρές ζηµιές στον αλιευτικό εξοπλισµό, καθώς καταστρέφει δίχτυα και αγκίστρια µε τα ισχυρά δόντια του, επιβαρύνοντας έτσι την οικονοµική δραστηριότητα των ψαράδων. Επιπλέον, ως θηρευτής µειώνει πληθυσµούς τοπικών ειδών, διαταράσσοντας την ισορροπία των οικοσυστηµάτων. Από την άλλη, το λεοντόψαρο, επίσης προερχόµενο από τον Ινδο-Ειρηνικό, παρουσιάζει εξαιρετική ικανότητα προσαρµογής και ταχύτατη αναπαραγωγή. Με τα εντυπωσιακά αλλά δηλητηριώδη αγκάθια του, δεν έχει φυσικούς εχθρούς στη Μεσόγειο, γεγονός που του επιτρέπει να κυριαρχεί σε κοραλλιογενείς σχηµατισµούς και βραχώδεις περιοχές. Η διατροφή του, που περιλαµβάνει µικρά ψάρια και ασπόνδυλα, οδηγεί σε µείωση των ιθαγενών πληθυσµών και σε περαιτέρω αποσταθεροποίηση της τροφικής αλυσίδας. Οι συνέπειες από την παρουσία αυτών των εισβολικών ειδών είναι οικολογικές, οικονοµικές αλλά και κοινωνικές. Η απώλεια βιοποικιλότητας απειλεί την ανθεκτικότητα των µεσογειακών οικοσυστηµάτων, ενώ οι αλιείς βλέπουν το εισόδηµά τους να µειώνεται λόγω της καταστροφής των εργαλείων και της συρρίκνωσης των παραδοσιακών ιχθυαποθεµάτων. Παράλληλα, η επαφή των λουοµένων µε τοξικά ή δηλητηριώδη είδη αυξάνει τους κινδύνους για τη δηµόσια υγεία. Η περίπτωση του λαγοκέφαλου και του λεοντόψαρου αποτελεί σαφές παράδειγµα των προκλήσεων που δηµιουργεί η κλιµατική αλλαγή και η παγκοσµιοποίηση στις θάλασσες µας.
Η κατάρρευση των πληθυσµών της Pinna Nobilis
Η Pinna nobilis, γνωστή ως πίννα ή «ευγενής πίννα», είναι το µεγαλύτερο δίθυρο µαλάκιο της Μεσογείου και µπορεί να φτάσει σε µήκος άνω του ενός µέτρου. Αποτελεί χαρακτηριστικό και χαρισµατικό είδος των παράκτιων οικοσυστηµάτων, συνδεδεµένο στενά µε τα λιβάδια Ποσειδωνίας (Posidonia oceanica), όπου βρίσκει καταφύγιο και σταθερό υπόστρωµα για να αναπτυχθεί. Εκτός από τη βιολογική του αξία, η πίννα έχει σηµαντική οικολογική λειτουργία, καθώς φιλτράρει το νερό, βελτιώνοντας την ποιότητά του, και προσφέρει µικροενδιαιτήµατα σε άλλους οργανισµούς. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, η Pinna nobilis βιώνει µια πρωτοφανή κρίση, µε µαζικούς θανάτους που απειλούν την ίδια της την επιβίωση. Από το 2016, καταγράφηκαν εκτεταµένα περιστατικά θνησιµότητας σε πολλές περιοχές της Μεσογείου, ξεκινώντας από τις Ισπανικές ακτές και εξαπλούµενα γρήγορα στην Ιταλία, την Ελλάδα και την Τουρκία. Ο βασικός υπαίτιος φαίνεται να είναι ένα παρασιτικό πρωτόζωο του γένους Haplosporidium, το οποίο προσβάλλει τους ιστούς του µαλακίου, οδηγώντας σε εκτεταµένες λοιµώξεις και, τελικά, στον θάνατο. Παράλληλα, βακτήρια του γένους Mycobacterium φαίνεται να επιβαρύνουν περαιτέρω την κατάσταση. Η ταχύτητα µε την οποία εξαπλώθηκε η ασθένεια έχει οδηγήσει σε καταρρεύσεις πληθυσµών σε ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου. Σε πολλές περιοχές, τα ποσοστά θνησιµότητας ξεπερνούν το 90%, ενώ σε ορισµένα τοπικά οικοσυστήµατα η πίννα έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Το φαινόµενο αυτό συνιστά µια από τις σοβαρότερες οικολογικές κρίσεις που έχουν πλήξει θαλάσσιο είδος στη Μεσόγειο τις τελευταίες δεκαετίες. Οι συνέπειες είναι πολλαπλές. Οικολογικά, η απώλεια της πίννας οδηγεί σε υποβάθµιση των λιβαδιών Ποσειδωνίας, καθώς αφαιρείται ένας βασικός «µηχανισµός καθαρισµού» και φιλοξενίας µικροοργανισµών. Οικονοµικά και κοινωνικά, επηρεάζεται η αλιεία και ο τουρισµός, αφού η πίννα αποτελούσε και στοιχείο φυσικής κληρονοµιάς για τις παράκτιες κοινότητες. Η διατήρηση της Pinna nobilis αποτελεί επείγουσα πρόκληση. Ερευνητικές οµάδες προσπαθούν να διασώσουν υγιή άτοµα σε προστατευµένους χώρους, ώστε να δηµιουργηθούν «γενετικές τράπεζες» και να υποστηριχθούν µελλοντικά προγράµµατα επανεισαγωγής. Παράλληλα, είναι αναγκαία η ενίσχυση της παρακολούθησης και η προστασία των υγιών πληθυσµών. Ο θάνατος της Pinna nobilis είναι µια τραγική υπενθύµιση της ευαλωτότητας των θαλάσσιων οικοσυστηµάτων της Μεσογείου.
Περισσότερο από ποτέ, οι άνθρωποι γνωρίζουν ΄σήµερα ότι το κλίµα και οι θάλασσες µας βρίσκονται σε κίνδυνο ενώ αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νοµίσµατος. Η προστασία των θαλασσών συµβάλλει στη µάχη κατά της κλιµατικής αλλαγής, ενώ η καταπολέµηση της κλιµατικής αλλαγής συµβάλλει στη προστασία των θαλασσών.
Μεγάλη αύξηση των µεδουσών στα νερά της Μεσογείου
Η Μεσόγειος Θάλασσα τα τελευταία χρόνια γνωρίζει µια ανησυχητική αύξηση στους πληθυσµούς µεδουσών, φαινόµενο που έχει τραβήξει την προσοχή τόσο της επιστηµονικής κοινότητας όσο και της κοινωνίας. Η παρουσία τους σε όλο και περισσότερες παράκτιες περιοχές δεν αποτελεί απλώς µια φυσική διακύµανση, αλλά σχετίζεται µε την ανθρώπινη δραστηριότητα και τις περιβαλλοντικές αλλαγές που αυτή προκαλεί. Οι κυριότεροι παράγοντες που συµβάλλουν στο φαινόµενο είναι πολλοί. Πρώτον, η υπεραλίευση έχει µειώσει τους φυσικούς θηρευτές των µεδουσών, όπως είναι ορισµένα είδη ψαριών και οι θαλάσσιες χελώνες. ∆εύτερον, η αύξηση της θερµοκρασίας της θάλασσας λόγω της κλιµατικής αλλαγής δηµιουργεί πιο ευνοϊκές συνθήκες για την αναπαραγωγή και την ανάπτυξή τους. Επιπλέον, η ρύπανση και τα θρεπτικά απόβλητα που καταλήγουν στη θάλασσα οδηγούν σε ευτροφισµό, δηλαδή σε αύξηση της διαθεσιµότητας τροφής για τις µέδουσες. Οι συνέπειες της έξαρσης των µεδουσών είναι πολύπλευρες. Από περιβαλλοντική άποψη, διαταράσσουν την ισορροπία των οικοσυστηµάτων, ανταγωνιζόµενες τα ψάρια για την ίδια τροφή (ζωοπλαγκτόν) και επηρεάζοντας έτσι την αλιευτική παραγωγή. Οικονοµικά, πλήττουν σηµαντικά τον τουρισµό, καθώς η παρουσία µεδουσών σε δηµοφιλείς παραλίες αποθαρρύνει τους λουόµενους, ενώ τα τσιµπήµατά τους µπορεί να προκαλέσουν πόνο ή ακόµα και αλλεργικές αντιδράσεις. Επιπλέον, οι µέδουσες µπορούν να προκαλέσουν ζηµιές σε αλιευτικά δίχτυα ή να φράξουν συστήµατα ψύξης σε παράκτια εργοστάσια και µονάδες αφαλάτωσης. Η διαχείριση του προβλήµατος δεν είναι εύκολη. Οι µέδουσες αποτελούν µέρος της φυσικής θαλάσσιας βιοποικιλότητας και η πλήρης εξάλειψή τους δεν είναι εφικτή ούτε επιθυµητή. Ωστόσο, η µείωση των πιέσεων που ενισχύουν την παρουσία τους µπορεί να συµβάλει στον περιορισµό του φαινοµένου. Η προστασία των φυσικών θηρευτών τους, η αειφόρος διαχείριση της αλιείας, η αντιµετώπιση της ρύπανσης και η λήψη µέτρων για τον περιορισµό της κλιµατικής αλλαγής αποτελούν ουσιαστικά βήµατα. Η αύξηση των µεδουσών στη Μεσόγειο είναι ένα ακόµη σύµπτωµα της οικολογικής κρίσης που βιώνουµε. Η αντιµετώπισή του απαιτεί µια ολιστική προσέγγιση, η οποία θα συνδυάζει την προστασία του περιβάλλοντος µε την κοινωνική και οικονοµική ευηµερία των παράκτιων κοινοτήτων.
Η επιβίωση των λιβαδιών της ποσειδωνίας στη Μεσόγειο θάλασσα απειλείται
Η Ποσειδωνία (Posidonia oceanica) αποτελεί ένα από τα σηµαντικότερα θαλάσσια φυτά της Μεσογείου και σχηµατίζει εκτεταµένα υποθαλάσσια λιβάδια που θεωρούνται «δάση της θάλασσας». Τα λιβάδια αυτά είναι ζωτικής σηµασίας για την οικολογική ισορροπία, καθώς προσφέρουν καταφύγιο και χώρο αναπαραγωγής σε εκατοντάδες είδη ψαριών και ασπόνδυλων, παράγουν οξυγόνο, σταθεροποιούν τα ιζήµατα και προστατεύουν τις ακτές από τη διάβρωση. Παράλληλα, συµβάλλουν καθοριστικά στη δέσµευση διοξειδίου του άνθρακα, αποτελώντας πολύτιµο «φυσικό σύστηµα απορρόφησης άνθρακα» στη µάχη κατά της κλιµατικής αλλαγής. Ωστόσο, τα λιβάδια Ποσειδωνίας βρίσκονται σήµερα σε σοβαρό κίνδυνο. Η άνοδος της θερµοκρασίας της θάλασσας εξαιτίας της κλιµατικής αλλαγής περιορίζει την ανθεκτικότητά τους, καθώς το είδος αυτό ευδοκιµεί σε σχετικά σταθερά και ψυχρότερα νερά. Παράλληλα, η παράκτια ρύπανση από λύµατα, λιπάσµατα και χηµικές ουσίες οδηγεί σε υποβάθµιση της ποιότητας του νερού, δυσχεραίνοντας την ανάπτυξη της Ποσειδωνίας. Ένας ακόµη σηµαντικός παράγοντας απειλής είναι οι ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως η αλόγιστη αγκυροβόληση σκαφών, που καταστρέφει µηχανικά τα λιβάδια, και οι παράκτιες κατασκευές που τροποποιούν τη µορφολογία του πυθµένα. Επίσης, η υπεραλίευση και η παρουσία εισβολικών ειδών, όπως ο λαγοκέφαλος και το λεοντόψαρο, διαταράσσουν την ισορροπία των οικοσυστηµάτων, επηρεάζοντας έµµεσα και τα λιβάδια. Η απώλεια των λιβαδιών Ποσειδωνίας θα είχε καταστροφικές συνέπειες για το περιβάλλον και τον άνθρωπο. Θα οδηγούσε σε µείωση της θαλάσσιας βιοποικιλότητας, σε αύξηση της διάβρωσης των ακτών, σε απώλεια αλιευτικών πόρων και σε περιορισµό της δυνατότητας απορρόφησης άνθρακα. Κατά συνέπεια, η προστασία τους είναι ζωτικής σηµασίας τόσο για την οικολογία όσο και για την οικονοµία και την ποιότητα ζωής στις µεσογειακές χώρες. Η αντιµετώπιση του προβλήµατος απαιτεί συντονισµένες δράσεις. Απαραίτητη είναι η εφαρµογή αυστηρών µέτρων προστασίας, όπως η δηµιουργία θαλάσσιων προστατευόµενων περιοχών, η ρύθµιση της αγκυροβόλησης, η µείωση της ρύπανσης και η προώθηση αειφόρου τουρισµού. Εξίσου σηµαντική είναι η ενηµέρωση και ευαισθητοποίηση των πολιτών, ώστε να κατανοήσουν την αξία αυτών των θαλάσσιων οικοσυστηµάτων και να συµβάλουν ενεργά στη διατήρησή τους. Η Ποσειδωνία είναι ένας αόρατος θησαυρός της Μεσογείου. Η προστασία των λιβαδιών της δεν είναι µόνο υποχρέωση απέναντι στο φυσικό περιβάλλον, αλλά και επένδυση για το µέλλον των παράκτιων κοινωνιών και των επόµενων γενεών.
Η καταστροφή των κοραλλιών της Μεσογείου
Τα κοράλλια αποτελούν έναν από τους σηµαντικότερους «µηχανισµούς ζωής» των θαλασσών, σχηµατίζοντας πολύπλοκες δοµές που φιλοξενούν τεράστια ποικιλία οργανισµών. Στη Μεσόγειο Θάλασσα, αν και τα τροπικά κοραλλιογενή οικοσυστήµατα δεν είναι τόσο εκτεταµένα όσο σε άλλες περιοχές του κόσµου, υπάρχουν χαρισµατικά είδη κοραλλιών που ζουν µέχρι 60 έτη και παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της θαλάσσιας βιοποικιλότητας. Ανάµεσά τους ξεχωρίζουν το κόκκινο κοράλλι (Corallium rubrum), γνωστό για την αισθητική και εµπορική του αξία, και διάφορα είδη σκληρών και µαλακών κοραλλιών που σχηµατίζουν πολύτιµους θαλάσσιους βιοτόπους. Ωστόσο, αυτά τα οικοσυστήµατα βρίσκονται σήµερα αντιµέτωπα µε σοβαρούς κινδύνους. Η κλιµατική αλλαγή και η αύξηση της θερµοκρασίας της θάλασσας προκαλούν τη λεγόµενη «λεύκανση των κοραλλιών», µια διαδικασία κατά την οποία τα κοράλλια χάνουν τα συµβιωτικά φύκη που τους προσφέρουν τροφή και χρώµα. Αυτό οδηγεί σε εξασθένηση και, συχνά, στον θάνατό τους. Η οξίνιση των θαλάσσιων υδάτων, αποτέλεσµα της απορρόφησης διοξειδίου του άνθρακα, επιβαρύνει περαιτέρω την ικανότητά τους να σχηµατίζουν ασβεστολιθικό σκελετό. Πέρα από τις κλιµατικές πιέσεις, τα κοράλλια της Μεσογείου απειλούνται και από ανθρώπινες δραστηριότητες. Η υπερεκµετάλλευση του κόκκινου κοραλλιού για κοσµηµατοποιία έχει οδηγήσει σε δραµατική µείωση των πληθυσµών του. Παράλληλα, η παράκτια ρύπανση, οι κατασκευές και η αλόγιστη αλιεία καταστρέφουν φυσικούς βιότοπους. Ακόµη και ο τουρισµός, µε καταδύσεις ή αγκυροβόληση σκαφών, προκαλεί µηχανικές ζηµιές σε ευαίσθητες κοραλλιογενείς δοµές. Οι συνέπειες από την απώλεια αυτών των οικοσυστηµάτων είναι πολυδιάστατες. Οικολογικά, θα σήµαινε µείωση της βιοποικιλότητας, καθώς εκατοντάδες είδη που εξαρτώνται από τα κοράλλια θα έχαναν τον βιότοπό τους. Οικονοµικά, θα επηρέαζε αρνητικά την αλιεία και τον καταδυτικό τουρισµό. Για την προστασία των κοραλλιών στη Μεσόγειο απαιτούνται αποφασιστικές δράσεις: αυστηρότερη ρύθµιση της αλιείας και της εκµετάλλευσης του κόκκινου κοραλλιού, δηµιουργία θαλάσσιων προστατευόµενων περιοχών, µείωση της ρύπανσης και περιορισµός των επιπτώσεων του τουρισµού. Εξίσου κρίσιµη είναι η διεθνής συνεργασία στην έρευνα, ώστε να παρακολουθούνται οι πληθυσµοί και να αναπτύσσονται στρατηγικές αποκατάστασης. Τα χαρισµατικά κοράλλια της Μεσογείου είναι ένας ανεκτίµητος φυσικός θησαυρός. Η προστασία τους δεν είναι µόνο θέµα περιβαλλοντικής ηθικής, αλλά και αναγκαία προϋπόθεση για τη διατήρηση υγιών θαλάσσιων οικοσυστηµάτων και την ευηµερία των µελλοντικών γενεών.
Περισσότερες πληροφορίες είναι διαθέσιµες στο άρθρο “The climate change effect in the Mediterranean – Six stories from an overheating sea”, 2021, WWF Mediterranean Marine Initiative.


