Κύριε διευθυντά,
βρεθήκαμε φέτος μετά από 2 χρόνια για 3 μέρες στα Χανιά έχοντας κατά νου να επισκεφθούμε όλη η οικογένεια τον Μπάλο. Μετά από 40’ οδήγησης από τα Χανιά φτάσαμε στο τελευταίο σημείο του χωματοδρόμου (μία αλάνα) όπου παρκάραμε το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε με τα πόδια την πορεία προς τον προορισμό μας. Μετά από 15’ περίπου αντικρίσαμε τη μαγευτική εικόνα του Μπάλου που από ψηλά σου κόβει την ανάσα.
Για τον γράφοντα η πρώτη εμπειρία στον Μπάλο ήταν το 1987 με μια καλή παρέα συγγενών από τα Μεσόγεια Κισάμου καθώς επίσης και ένα γαϊδουράκι φορτωμένο με τις προμήθειες. Ξεκινήσαμε το περπάτημα από την Καλυβιανή, νύχτα περίπου στις 12.30 και ακολουθώντας τα κόκκινα σημάδια στους βράχους αριστερά φτάσαμε το ξημέρωμα στο “Τηγάνι” όπως το λένε οι ντόπιοι. Η εμπειρία μας στη φύση εκεί ήταν μοναδική, πίναμε γλυφό (χωνευτικό) νερό από το πηγάδι δίπλα στη θάλασσα, ακούγαμε τα “γκαρίσματα” των αγριογαϊδάρων, είδαμε και μια με δύο αγέλες από δαύτους στη διαδρομή, μαζέψαμε γυαλιστερές (βασιλικά στρείδια) από τη λιμνοθάλασσα, ενώ με το πρωινό ξύπνημα ακούγαμε τα κακαρίσματα των πολλών περδίκων από το βουνό πάνω από τον Μπάλο.
Θυμάμαι επισης ότι υπήρχε και μια πέτρα κοντά στη λιμνοθάλασσα όπου έτρεχε γλυκό πόσιμο νερό!!
Έκτοτε ξαναπήγα 2 ακόμη φορές με διαφορετική παρέα κάθε φορά και ήταν το ίδιο όμορφα, μια σπάνια εμπειρία που δεν τη ζεις εύκολα όπου και αν ψάξεις.
Θυμάμαι μια βραδιά που είχαμε μαγειρέψει μακαρόνια με γυαλιστερές στα ξύλα και μουρμούρες τηγανητές που είχαμε ψαρεψει έξω από τη λιμνοθάλασσα! Στην παρέα μας βρέθηκαν τυχαία ο μπαρμπα-Διονύσης, ντόπιος, γνωστός σε όλους για τα ταξίδια του στο “Τηγάνι” με το γαϊδουράκι του να μαζεύει αλάτσι μέχρι τα 90 του, ο μακαρίτης ο ξάδελφός μου ο Κωστής, ένα ζευγάρι Ελλήνων με φουσκωτό και ένα ζευγάρι Ολλανδών, οι οποίοι έμειναν άναυδοι από τη φιλοξενία και τις απίστευτες λιχουδιές που τους προσφέρθηκαν. Οι αφηγήσεις εκείνο το βράδυ από τους δυο Μεσογειανούς, οι οποίοι μας φίλεψαν με το παλιό κρασί με γεύση σαν του κονιάκ, ντομάτες και αλάτσι, ήταν αξέχαστες.
Επανέρχομαι στην πρόσφατή μας επίσκεψη. Οι κόρες μου, 18 και 13, μόλις αντίκρισαν το τοπίο του Μπάλου έβγαλαν αμέσως τα κινητά τους και άρχισαν κατενθουσιασμένες να βγάζουν φωτογραφίες! Μετά από λίγο κατεβήκαμε στην παραλία και καθίσαμε να απολαύσουμε τη μαγεία της φύσης, παρόλο που δεν επικρατούσε κατάλληλη θερμοκρασία για να χαρούμε τη θάλασσα. Εγώ από περιέργεια να θυμηθώ το τοπίο που είχα διανυκτερεύσει για 5 νύχτες πριν από 25 χρόνια, περπάτησα μέχρι τις συστάδες των χαρουπιών για να δω αν υπάρχει το πηγάδι κ.λπ.
Όταν έφτασα στους θάμνους, είδα μια καντίνα με καθίσματα, το πηγάδι με ένα μοτέρ!! και λάστιχα και πιο πίσω είδα ένα μικρό πορτάκι που οδηγούσε σε ένα ξέφωτο ανάμεσα στις χαρουπιές. Προχώρησα ως την είσοδο όπου άκουσα φωνές ντόπιων να συζητούν. Μόλις με είδαν μου φώναξαν… κόπιασε πατριώτη… έλα να σε κεράσουμε μια! Μπήκα μέσα στον περίβολο… ξυπόλυτος… και αντίκρισα μια παρέα 8 νέων ηλικίας 19 – 23 ετών και τον Νικόλα 57 ετών που απ’ ό,τι κατάλαβα είναι μεγαλωμένος… στον Μπάλο. Με περισσή ευγένεια μου πρόσφεραν μεζέ ψητό κρέας και φυσικά κρασί ντόπιο “σχόκαιρο” με τον Γρηγόρη 21, που είχε αυτή την υπέροχη γεύση του παλιού που παραπέμπει στο κονιάκ. Τους είπα ότι κατάγομαι από το μέρος και φυσικά ότι έχω περάσει μερικά βράδια από τα καλύτερα στη ζωή μου στον Μπάλο. Μου είπαν και αυτοί για τη ζωή τους στην Κίσαμο, τη δουλειά τους στα σταμναγκάθια, στις ελιές και στ’ αμπέλια.
Μετά από λίγο ήρθαν η σύζυγός μου και οι κόρες μου στην παρέα. Αμέσως τα κοπέλια τους έδωσαν καρέκλες να κάτσουν, ενώ στο μονόλεπτο έκοψαν μια σαλάτα με κρεμμύδι και παξιμάδια τα οποία πρόσφεραν στην οικογένειά μας!!! Το κρασί από το Σηρικάρι στο κομμένο πλαστικό μισομπούκαλο έρρεε άφθονο και η κουβέντα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα για την Κρήτη, το μέλλον των παιδιών κ.λπ. Ο Νικόλας, ο μεγαλύτερος της παρέας, συμφώνησε μαζί μου πως προ 35 – 40 χρόνια οι άνθρωποι στα χωριά ζούσαν αξιοπρεπώς τις οικογένειές τους και σπούδαζαν τα παιδιά τους με ένα πενιχρό εισόδημα, 2 τόνοι λάδι και το συμπλήρωμα από το κρασί, τα κρομμύδια, τις ντομάτες και τα ζώα έφτανε για να ζουν μια χαρά. Ενώ σήμερα 2 τόνοι λάδι= 5.000 ευρώ!!!
Ο Νικόλας μάς έδειξε ένα άλμπουμ με φωτογραφίες όλες από τον Μπάλο, με ένα αγριογάιδαρο στο πηγάδι μπροστά, μες τη θάλασσα, με τη βάρκα του και τουρίστες κ.λπ.
Όταν έφτασε η ώρα να φύγουμε, μάς ήρθε δύσκολο. Από τη μια αφήναμε τη φιλόξενη παρέα με τα καλόψυχα και καλότροπα κοπέλια και από την άλλη φεύγαμε από τον Μπάλο.
Αυτό που με ευχαρίστησε ιδιαίτερα ήταν το γεγονός πως αυτά τα παιδιά των 20 – 23 ετών είχαν την καλοσύνη μέσα τους και το αίσθημα της φιλοξενίας για τον ξένο, ίδιο και απαράλλακτο όπως το γνώρισα εκεί στα μέρη αυτά πριν από 35 χρόνια.
Η ανηφόρα για μένα ειδικά με 5 – 6 ποτήρια κρασί στο στομάχι ήταν κοπιαστική… φτάσαμε όμως μετά από 45’ στο σημείο που είχαμε παρκάρει το αυτοκίνητο. Οι εντυπώσεις από τον Μπάλο οι καλύτερες, αν και μου είπαν ότι η καλύτερη εποχή είναι τον Απρίλιο/Μάιο, μετά το καλοκαίρι η παραλία γεμίζει με 5.000 τουρίστες τη μέρα!
Χαίρομαι ιδιαίτερα που η περιοχή έχει χαρακτηριστεί Natura και έτσι δεν πρόκειται να χαλάσει το τοπίο από ξενοδοχεία και άλλα κτίσματα.
Θα ξαναπάμε στον Μπάλο και μάλιστα σύντομα!
Μιχάλης Ξηρουχάκης