29.9 C
Chania
Δευτέρα, 25 Αυγούστου, 2025

∆εν έκανα ταξίδια µακρινά..!

Μετά τον ∆εκαπενταύγουστο που άρχισε να δροσερεύει στο οροπέδιο, και πριν φύγουµε για τα σκολειά, µε έστελνε ο αφέντης µου ψηλά στα όρη µε τον γάιδαρό µας καβάλα, για να κουβαλήσω σπίτι µερικά γοµάρια ξύλα για τον χειµώνα.
– Πήγαινε µπρε κοπέλι µου, µα εσένα σ΄ακούει καλιά να τα κόψεις.
Συνήθως κόβαµε µε την ακονισµένη «µανάρα» (τσεκούρα) κορµούς από ξερούς κυπάρισσους που είχαν καεί πριν πολλά χρόνια κι έστεκαν όρθιοι σαν σκελετοί.
Τότε ξυλοκοπτικά, αγροτικοί δρόµοι στη µαδάρα και αγροτικά 4χ4 δεν υπήρχαν. Ούτε ο ΟΠΕΚΕΠΕΣ, ούτε ο ΦΡΑΠΕΣ, ούτε οι µαϊµού επιδοτήσεις.
Μόλις άρχισε να χαράζει η µέρα, θυµούµαι τη µάνα µου που ερχόταν από πάνω µου µε τον λύχνο, στο καναπεδάκι που έθετα, και µε σκουντούσε στον ώµο, απαλά απαλά, για να µην ξυπαστώ.
– Ξύπνα χαρώτο, ξύπνα και ξηµέρωσε να πας στα ξύλα.
Το πρώτο πράµα που άκουγα ξυπνώντας ήταν σπουργίτες να τιτιβίζουν, ζιγαρδέλια και λιναρίτες να γλυκοκελαϊδούν όξω στον πρίνο µας και τον γδυµαλαίµη πετεινό τσι θειάς µου τσι Καλλιόπης ανεβασµένο στο µατσιµέτι του δώµατος, να σηκώνει ψηλά την «µπιµπίκα ντου» (ράµφος) και να κράζει κικιρίκου- κικιρίκουουου…χωριανοί.. Παριστάνοντας τον ωραίο γκόµενο.
∆εν του κάθιζαν οι όρνιθες του φουκαρά κι είχε λυσσάξει στο κράξιµο ούλη µέρα.
Η µάνα µου, µέχρι να πλυθώ µε ένα µαστραπά νερό όξω στο πεζούλι και να σωµαρώσω τον γάιδαρο, µου είχε ετοιµάσει κιόλας το σακούλι.
Έβαζε µέσα ένα εγγλέζικο παγούρι γεµάτο νερό και σε µια πλουµιστή πετσέτα τάκους, βραστά αυγά, φέτα ή τυρί, ή κάνα βώλο βραστό κρέας που φύλασσε στη σίτα. Τότε ψυγεία δεν υπήρχαν, ούτε ρεύµα. Φεύγοντας µου έδιδε και την ευκή της.
– Καλό δρόµο αντράκι µου και να προσέχεις…
Έβαζα κι εγώ το σακούλι στην πλάτη και καβαλίκευα τον γάιδαρο µ’ ένα σάλτο, παριστάνοντας τον Κλιντ Ίστγουντ.
Λίγο πιο πέρα στην «καµίνα» περίµεναν και άλλα γειτονάκια να πάµε παρέα.
Οι γάιδαροι µας είχαν µάθει το γιδόστρατο κι έτσι ανηφορίζαµε στα όρη σαν ξέγνοιαστοι καβαλάρηδες.
Όταν φτάναµε ψηλά στην κορφή του «∆έσκου» άρχισαν να αχνοφαίνονται κι οι πρώτες ακτίνες του ήλιου.
Το τοπίο ειδυλλιακό για ροµαντικούς, αλλά εµείς τα χωριατάκια τα ανατζούµπαλα, πηγαίναµε απλώς να κόψουµε ξύλα. Κι όµως κι εµείς είχαµε ψυχή για έρωτες.
Ξεπεζεύαµε από τον γάιδαρο στη µέση τσι πλαγιάς σε µια «καµινιάστρα» (επίπεδος χώρος που είχαν κάµει καµίνι οι παλιοί µας), τον αφήναµε να βοσκήσει ελευθέρως µαλοτύρα και µατζουράνα, παίρναµε τσι µανάρες µας κι αρχίζαµε πρωί πρωί µε τη δροσιά να τσεκουρώνουµε τον πρώτο µεγάλο κυπάρισσο.
Στην αρχή τον βάζαµε κάτω µε πλάγιες µαναριές, και µετά τσακ τσουκ τον µακελεύαµε σε µικρά κοµµάτια, ίσα για ένα καλό γοµάρι.
Όταν τελειώναµε το κόψιµο, τα τσουρούσαµε στην καµινιάστρα για φόρτωµα και µετά, κουρασµένοι κι ιδρωµένοι όπως είµαστε, καθόµαστε κάτω από ένα µεγάλο ασφένταµο, ανοίγαµε τσι πετσέτες µας µε τα κολατσιά, τρώγαµε ο ένας του άλλου τα φαγιά… κι ακούγαµε τσι πέρδικες να κακαρίζουν απέναντι σε ένα χαράκι. Τρουλίτες και ατζόκωλους να µας χαιρετούν από κοντά.
Το βουνό µύριζε µαλοτύρα και µατζουράνα, φασκοµηλιά και θρίµπη.
Κάτω στο λακκούδι του «∆έσκου» δυο κριγιοί βαρβάτοι µονοµαχούσαν µέχρι τελικής πτώσης για την καρδιά µιας ντίβας προβατίνας. Ντουκ ντούκ αντιβοούσαν τα βουνά από τσι κουτουλιές τους.
Πριν µεσηµεριάσει και πιάσει µεγάλη κάψα, αναβαστούσε ο ένας του άλλου τον γάιδαρο, για να τον φορτώσει. ∆έναµε γερά τα ξύλα µε το φόρτωµα, βάζαµε και µερικά ψιλά µεσοσώµαρα κι έτοιµο το γοµάρι.
Έτοιµο το καραβάνι για αναχώρηση στο χωριό… κι ας γαβγίζουν οι σκύλοι…
Μια µέρα εκεί που κατεβαίναµε το στρατάκι φορτωµένους τσι γαϊδάρους, ξαφνικά πετιέται µια πέρδικα µπροστά µας µε καµιά δεκαριά περδικάκια να την ακλουθούν. Κάπου εκεί κοντά πρέπει να ήταν η φωλιά της.
Φρενάρει απότοµα ο γάιδαρος για να µην τα πατήσει κι η πέρδικα άρχισε να κακαρίζει συνθηµατικά στα µικρά της για να χωστούν.
Τα περδικάκια µονοµιάς ξαφανίστηκαν από µπροστά µας.
Ψάχνω µπας και βρω κανένα να το βάλω στο κλουβί, να το µεγαλώσω, αλλά τίποτα . Αυτά είχαν γίνει ένα πράµα µε τη γη, µε τα χαµόκλαδα, και στο τέλος µάγκωσα ένα στα ψαχουλευτά.
Είχε πέσει ανάσκελα κάτω από µια µαλοτύρα, είχε σταυρώσει τα ποδαράκια του ακίνητο και δεν φαινόταν µε γυµνό µάτι. Το κατάλαβα µόνο µε το άγγιγµα.
Μόλις το έπιασα και τσίριζε σαν τον Άδωνι, µε είδε η πέρδικα που το κρατούσα και πετάριζε στα πέντε µέτρα από δίπλα µου κακαρίζοντας… σαν να µου έλεγε:
– Άστο βρε φίλε να ζήσει, αν το πάρεις θα ψοφήσει.
Της το έκανα το χατίρι τσι χωριανής µου πέρδικας, το άφησα κάτω να φύγει, και δεν ξέρετε τι χαρές που µου έκανε… κικ-κικ-κικ».
«κεκ-κεκ-κεκ» µου κακάριζε..
Κι ο γάιδαρος φορτωµένος, πήγαινε µοναχός του στο χωριό…
∆εν έκανα ταξίδια µακρινά.
Τα χρόνια µου είχαν ρίζες ήταν δέντρα..!


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα