■ Ρίµες – αφιερώσεις στον ακούραστο διαβάτη των βουνοκορφών
40 ηµέρες συµπληρώνονται από τον θάνατο του ακούραστου διαβάτη των βουνοκορφών της Κρήτης, του σπουδαίου µελετητή, ερευνητή και λαογράφου Αντώνη Πλυµάκη.
Σε ένα ιδιαίτερο αφιέρωµα σήµερα, παραθέτουµε ρίµες – αφιερώσεις στον αγαπηµένο συνεργάτη της εφηµερίδας µας, έτσι όπως βρέθηκαν στο προσωπικό του αρχείο από την κόρη του Σοφία.
«Αντώνη όλες οι κορφές ρωτούνε ίντα κάνεις
ρωτούνε ίντα γίνηκες, που ‘σαι και δεν εφάνεις.
Και συγγραφέας έκαµες και πρώτος ορειβάτης
για ’κείνο πρώτο επίτιµο σ’ έγραψε ο Καλλικράτης
Τη φύση την εκοίταζες µε σέβος και µεράκι
και το αγρίµι κοίταζες που έστεκε εις το χαράκι
Κούµους, µιτάτα και κορφές έχεις πολλά γραµµένα
και πως εζούσα οι Σφακιανοί σε χρόνια περασµένα
Μα όλα, τα πάντα αλλάσουνε µέρα µε την ηµέρα
και δίχως να το νιώσοµε σιµόνοµε τ’ αγέρα
Έτσα ’ναι τούτη η ζωή, είναι εντολή τση φύσης
να ξεκινά µε όνειρα, να σβήνει µε αναµνήσεις»
Νικήτας Μανουσέλης – Καλλικράτης 2014)
«Στ’ Αγιού Πνευµάτου την κορφή θα γίνεις ∆ροσουλίτης
και θα ‘σαι θρύλος στα βουνά της λατρευτής σου Κρήτης»
«Σκιά σε γιγαντόσωµη, που ’χεις µακρές ποδάρες
και τζιριτάς τραγουδιστά τσι Κρητικές µαδάρες
Θε µου και πως χωρέσανε Αντώνη στη γ-καρδιά σου
ούλα τσι Κρήτης τα βουνά σα νάτανε παιδιά σου.
Γι αυτό και στο µ-παράδεισο σα µ-παίχνεις µη σε δούνε
γιατί κι αυτά θα θέλουνε, ούλα να σ’ ακλουθούνε.
Αντώνη µας, κατέεις το, αλάργιο σου δε γ-κάνουν,
κι αδέ θωριέστε ταχτικά κι αυτά θα γι’ αποθάνουν»!!!
Γιώργος Λεάνδρου Κοκολογιάννης
«Λάµπεις σα κρουσταλλόχιονο στην πρωινή λιακάδα
Μυρίζεις σαν το δίχταµο στη πλεια ψηλή σχισµάδα
και σαν τ΄αγρίµι ακροπατείς µια σπιθαµή χαράκι,
δεν είναι άλλος, είσαι εσύ, Αντώνη µας Πλυµάκη.
∆ιαβαίνεις όλα τα βουνά, φαράγγια και λαγκάδια
και τσ’ ιερές µας κορυφές, των σπήλιων τα σκοτάδια.
Με τη µατιά του φαλκονά και τ’ αγριµιού τη χάρη
σφαλίζεις στα βιβλία σου τση Κρήτης το λογάρι.
Άξιε τρανέ µας δάσκαλε, µεγάλε ορειβάτη
σπηλαιολόγε των Χανιών, τση Κρήτης αναβάτη
εµείς οι ‘λίγοι’, οι µαθητές και σπουδαστές της φύσης
σαν τα Λευκά τα Όρη µας ευχόµαστε να ζήσεις»
Βασίλης Σιµιτζής 22/06/2005
Ο Εννιαχωριανός για
τον Αντώνη Πλυµάκη
Για τον αείµνηστο Αντώνη Πλυµάκη γράφει και σήµερα ο Εννιαωριανός, µε νέες ρίµες που έφερε χθες στα «Χανιώτικα νέα».
Στον αείµνηστο Αντώνη Πλυµάκη
Είκοσι χρόνια συναπτά, είχα φιλιά µεγάλη,
µε τον Πλυµάκη τον γνωστό, που ‘χε σφραγίδα βάλει.
Συχνά εις το τηλέφωνο, µιλούσαµε τα βράδια
και ιστορίες µού ‘λέγε, για Σαµαριάς σηµάδια.
Χρόνια και χρόνια έκανε, σεργιάνι σ’τσι Μαδάρες,
µε Ήλιο καλοκαιρινό, αλλά και κατσιφάρες.
Από τα Όρη τα Λευκά, ‘κοσάχρονο κοπέλι,
περνούσε στην Ανώπολη και στην Αγιά Ρουµέλη,
Στ’ Αγιού Πνευµάτου την κορφή, µε Πλατσιδονικόλα,
λειτουργηθήκαν και βοσκοί, τα είχαν ψάλει όλα.
Με παπά Γιώργη των Σφακιώ και Γιώργο Ψυχουντάκη,
µαντατοφόρ’ αντίστασης, ίδιο ‘χανε µεράκι.
Σε κορυφές περπάτησε, πανύψηλες τση Κρήτης,
Μαδάρες τον τραβούσανε, αλλά κι ο Ψηλορείτης.
Πέρασ’ αµέτρητες φορές, τση Σαµαριάς φαράγγι,
µα και διανυχτέρευσε, τον έκανε η ανάγκη.
Στον σύλλογο Ορειβατών, Χανίων ήταν µέλος
και πρόσφερε βοήθεια, ως τση ζωής το τέλος.
Μαζί τα καταφύγια, εκτίσανε στα Όρη
κι εξοπλισµένα τα ‘χανε, από το ξεροβόρι.
Βιβλία έγραψε πολλά, γι’ αγρίµια που πηδούσαν,
σε επικίνδυνες πλαγιές, και για Χρυσοµαλούσσα.
«Κούµοι, Μιτάτα και Βοσκοί» και «Σαµαριάς οι µνήµες»
πως είναι τόµοι σπάνιοι, βουίζουνε οι φήµες.
Ταινία εγυρίστηκαν, οι τόµοι οι µεγάλοι,
που σήµερα προβάλλεται, από γνωστό κανάλι.
Όµως τον χάσαµε προχθές και παν’ από τα Όρη,
στους Ουρανιούς ανέβηκε και τέλειωσε το στόρι.
Εκείνο που ξεκίνησε, πριν εβδοµήντα χρόνια
κι έγιν’ αιτία να γενεί, η µνήµη του αιώνια.
Πήγαιν’ Αντώνη στο καλό, χαιρέτα µας και τσ’ άλλους,
φίλους καλούς που χάσαµε, παράδοσης δασκάλους.
«Μια ρίµα γράφω σήµερα για ένα ορειβάτη
που σ’ τσι Μαδάρες έµαθε νωρίς και περιπάτει.
Από γυµνασιόπαιδο ανέβαινε στα όρη,
µεράκι του γινήκανε, µακριά τους δεν ηµπόρει.
Είν’ η ζωή του µ’ άγρια βουνά συνυφασµένη
κι από πανύψηλες κορφές συχνά περνοδιαβαίνει.
Μέσα σε καταφύγιο, µόνος και µε παρέα
καιρό χειµώνα σα βρεθεί, πάντα περνά ωραία.
Με φίλους εσκαρφάλωσε πάνω σ’ αετοράχες,
µε τα στοιχειά της φύσεως πολλές έδωσε µάχες.
Ανακοπή δεν έκανε, χειµώνα καλοκαίρι,
µάλλον το Λευκορίτικο τον έτρεφε αγέρι.
Πόσες φορές δεν βρέθηκε µε φίλους στη Μαδάρα
και σκεπαστήκανε µαζί από την κατσιφάρα.
Άκουσε περιστατικά µε κυνηγούς κι αγρίµια,
που µπερδεµένοι πέσανε και γίνανε συντρίµµια.
Τον χαλασέ επέρασε στου Γκίγκιλου τη στράτα
και σ’ όλες τσι κακοτοπιές ’ξηγήθηκε σταράτα.
Σε κούµους εκοιµήθηκε και σε βοσκών ληµέρια
κι άκουσε γερακιών φωνές και κοπαδιών τα λέρια.
Παιγνίδια αγριµότραου είδε µε τσι σανάδες,
σε σπηλιαράκια, σε πλαγιές και µε χιονιού νιφάδες.
Τσι κορυφές τσ’ αµέτρητες µε τ’ όνοµα γνωρίζει,
πάνω στα Όρη τα Λευκά σαν αητός καθίζει.
Στ’ Αγιού Πνευµάτου την κορφή πάντα θα ξαποστάξει,
στο φίλο Πλατσιδόνικο ένα κερί θ’ ανάψει.
Τσ’ Αγιάς Ειρήνης, Σαµαριάς, της Ίµβρου το φαράγγι,
τσ’ Αράδαινας, τση Τρυπητής, ζωής τα έχει ανάγκη.
Εις τσι Μαδάρες έκανε ετούτο τον αγώνα
λιγάκι περισσότερο από µισό αιώνα.
Όλοι θα καταλάβατε, µιλώ για τον Πλυµάκη
που µια ζωή τον έβγαζε στα όρη το δροµάκι.»
Εννιαχωριανός