Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

“Εγώ ο Ντάνιελ Μπλέικ”

«Η κυβέρνηση συμπεριφέρεται στους πιο ευάλωτους και φτωχούς με σκανδαλώδη περιφρόνηση και άκαρδη ωμότητα. Την ίδια που επιδεικνύει κρατώντας έξω από τη χώρα και τα προσφυγόπουλα που είχαμε υποσχεθεί να βοηθήσουμε… Παρά τις στιγμές αίγλης και λάμψης σαν αυτή, εμείς οι άνθρωποι του σινεμά ξέρουμε με τίνος το μέρος είμαστε».
Κεν Λόουτς

H σκηνή παριστά, δεξιά το σαράι, αριστερά την καλύβα του Καραγκιόζη… Ωστόσο, στη συγκεκριμένη παράσταση το σκηνικό δεν είναι καθόλου έτσι, αφού απέναντι στην καλύβα δεν έχουμε πια το σαράι αλλά το απόρθητο κάστρο του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους ή πιο εύστοχα της απρόσωπης… συμμετοχικής δημοκρατίας.
Βρισκόμαστε στην Αγγλία του 2015 σε μια πολύβουη εργατούπολη. Πρόκειται για την κινηματογραφική ταινία του Κεν Λόουτς, “Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ”, που βραβεύτηκε με το βραβείο BAFTA ως η καλύτερη βρετανική ταινία. Επίσης, προ ημερών, από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου ως η καλύτερη ξένη ταινία. Μια νέα ανύπαντρη μητέρα καταφθάνει απ’ το Λονδίνο, απ’ όπου την έχει στείλει η Κοινωνική Υπηρεσία προκειμένου να κατοικήσει και να φροντίσει για το κρατικό επίδομα που δικαιούται, να ψάξει για δουλειά κ.λ.π., κ.λ.π.
Καθώς δεν έχει ξαναρθεί σ’ αυτήν την πόλη, μπερδεύει τα τρένα και καθυστερεί στο κανονισμένο ραντεβού της Κοιν. Υπηρεσίας.
Εκεί, παρεμβαίνει υπερασπίζοντάς την ο Μπλέικ, ένας εργάτης που περιμένει στην ουρά ο οποίος (αντιγράφω από το πρόγραμμα) «είναι ένας 59χρονος ξυλουργός, που ο γιατρός του απαγόρεψε να επιστρέψει στη δουλειά του, έπειτα από ένα σοβαρό καρδιακό επεισόδιο. Μόνη του ελπίδα επιβίωσης το κρατικό επίδομα που περιμένει, αλλά έχει ν’ αντιμετωπίσει αφ’ ενός την αρμόδια υπηρεσία που τον κρίνει κατάλληλο για εργασία και αφ’ ετέρου τη γραφειοκρατία…».
Έχοντάς ήδη αντιμετωπίσει τα πλοκάμια της, έχοντας γίνει μπαλάκι από γραφείο σε γραφείο κι από επιτροπή σε επιτροπή, στο πρόσωπο της κοπέλας υπερασπίζεται το αυτονόητο. Απειλείται από την αστυνομία, τελικά την παίρνει μαζί με τα παιδάκια της και φεύγει, προσπαθώντας να τη βοηθήσει στο άθλιο διαμέρισμά που της έχει παραχωρηθεί.
Ο χαρακτηρισμός «κοινωνική κομεντί» υποβαθμίζει και αδικεί, νομίζω, τη συγκεκριμένη ταινία, μολονότι το πικρό χιούμορ προκύπτει έτσι κι αλλιώς μέσ’ απ’ το καρτερικό και οικείο πρόσωπο του Ντ. Μπλέικ, καθώς κι από τις καταστάσεις που λίγο – πολύ όλοι μας κάποτε έχουμε βιώσει στις δημόσιες υπηρεσίες, καταστάσεις κυριολεκτικά για γέλια και για κλάματα.
Φαίνεται παράδοξο, στις αρχές του 21ου αιώνα, στη χώρα της πρώτης ιστορικά βιομηχανικής επανάστασης, με το λεγόμενο κοινωνικό κράτος να έχει βαθιές ρίζες, ένα έργο σαν αυτό να μας θυμίζει τις ιστορίες του Ασίζ Νεζίν για τη γραφειοκρατία στην Τουρκία προ εβδομηκονταετίας, ή ακόμα του Νικολάι Γκόγκολ στη Ρωσία το χίλια οχτακόσια τόσο. Μόνο που στα έργα αυτά επιστρατεύεται συνήθως η υπερβολή, ενώ εδώ είναι σαφές ότι τα τεκταινόμενα ανταποκρίνονται πλήρως στην πραγματικότητα, μήπως υπολείπονται κιόλας. Ετσι, μάλλον στον Όρσον Ουέλλες παραπέμπει το έργο, παρά τη διαφορά κινηματογραφικού ύφους και περιβάλλοντος (Δίκη, Πολίτης Κέιν κ.ά.)
Εντύπωση προκαλεί, ότι απουσιάζει εντελώς από το έργο το «σαράι», δηλαδή η άρχουσα τάξη, η εξουσία, οι πλούσιες αργόσχολες κυρίες, ο «καλός» λεγόμενος παράλληλος κόσμος ως αντιπαράθεση. Υπάρχουν μόνο οι καλοκουρδισμένοι απρόσωποι υπάλληλοι της Κοιν. Υπηρεσίας οι σεκιουριτάδες, κι οι κατώτεροι αστυνομικοί που τραβολογούν τον Μπλέικ.
Ένας κατώτερος δικαστικός που τον απαλλάσσει για πρώτη φορά «αλλά να μην το ξανακάνει»! όταν έγραψε στον τοίχο με σπρέι την αγανάκτησή του, προκαλώντας την επευφημία των περαστικών. Επίσης ένας σεκιουριτάς προμηθευτής «κοριτσιών» που συμπληρώνει έτσι με μια δεύτερη… δουλίτσα το μεροκάματό του!
Υπάρχουν όμως στην από δω μεριά και οι σκηνές αλληλεγγύης, ο μαύρος γείτονας, οι συνάδελφοι στο εργοστάσιο, ο υπεύθυνος ασφαλείας στο σούπερ μάρκετ. Αλλά κι οι πολύ ανθρώπινες σκηνές με τη μεσήλικη υπάλληλο της Κ.Υ. που επιχειρεί να τον βοηθήσει, της οποίας το όχι όμορφο, αλλά βαθιά εκφραστικό πρόσωπο έρχεται κι επανέρχεται σε γκρο πλάνο, εύστοχα και καταλυτικά.
Χαρακτηριστικό το πλάνο με τις ατελέσφορες προσπάθειες του Ντάνιελ να επικοινωνήσει τηλεφωνικά επί τρία τέταρτα ακούγοντας «αναμείνατε στο ακουστικό σας» Αλήθεια, μας θυμίζει κάτι; Πόσο μάλλον όταν προσπαθεί να συντάξει την αίτησή του ηλεκτρονικά!
Δρόμος μετ’ εμποδίων για δυνατούς αθλητές, εξεπίτηδες, με προφανή στόχο να τα παρατήσουν. Ενας εύσχημος τρόπος υπονόμευσης των κεκτημένων εργατικών δικαιωμάτων, ένα βήμα πριν τη θεσμική τους κατάργηση.
Η ταινία καταλήγει με μια «γροθιά στο στομάχι», αλλά και μιαν ανάσα, καθώς η κοπέλα μάς διαβάζει το καταγγελτικό κείμενο του Ντάνιελ προς την αρμόδια επιτροπή. Θα μπορούσε ίσως να τέλειωνε με κάποιο διαφορετικό τρόπο, π.χ. με μια μαχητική διαδήλωση, ή με χιλιάδες προκηρύξεις με το κείμενο να σκοτεινιάζουν τον ουρανό, έτσι ώστε η γροθιά ν’ αλλάζει κατεύθυνση.
Ωστόσο, με δεδομένη την ιστορική διαδρομή και διαμόρφωση της ταξικής συνείδησης στην Αγγλία, τις σημερινές συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξάγεται εκεί η ταξική πάλη, αλλά και την υποχώρηση και αποδιοργάνωση του παγκόσμιου εργατικού κινήματος, εκείνο που μπορούμε να σχολιάσουμε είναι ότι: Όταν ένας καλλιτέχνης έχει την πρόθεση να σπρώξει τα πράγματα μπροστά, βρίσκει τον τρόπο να το προσπαθήσει. Μια ακτίνα φωτός, μια χαραμάδα μεσ’ απ’ το σκοτάδι, πολλές φορές είναι επαρκής.
Όταν πάλι σκοπεύει να θολώσει τα νερά, ε, αυτό πια είναι το ευκολότερο πράγμα του κόσμου.
*** * ***

“MOONLIGHT”
Ας γράψουμε και δυο λόγια για την ταινία “Moonlight” του Μπάρι Τζένκινς, η οποία εν τω μεταξύ πήρε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας.
Πρόκειται για καλά σκηνοθετημένη, και με γοργή αφήγηση ιστορία που ξετυλίγεται στο γκέτο του Μαϊάμι αρχές του ’90. Αφορά στην ενηλικίωση ενός μαύρου αγοριού ξεκινώντας από την παιδική του ηλικία το οποίο υφίσταται από τους συμμαθητές του ανελέητο bullying, όπως έχει επικρατήσει να λέγεται τελευταία η συστηματική βίαιη στοχοποίηση και ο εκφοβισμός ενός αγοριού που εκτός από τη βία των συμμαθητών του έχει ν’ αντιμετωπίσει τη φτώχεια και την έλλειψη πατέρα και ακόμη να διαχειριστεί -με τι εφόδια άραγε;- την ανισόρροπη ψυχοσυναισθηματική κατάσταση της μητέρας του που είναι εθισμένη στα ναρκωτικά.
Οι χαρακτήρες του έργου διαγράφονται επαρκώς και η διανομή των ρόλων φαίνεται να υπηρετεί το τελικό αποτέλεσμα. Ο τρόπος ωστόσο με τον οποίο ακροθιγώς ακουμπά όλα σχεδόν τα σοβαρότατα ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται, κατά την προσωπική μου τουλάχιστον γνώμη το καθιστούν αδύναμο, παρόλο που έχει σκηνές με πλούσια συναισθηματική φόρτιση και λυρισμό, έτσι καθώς εναλλάσσονται με σκηνές αφόρητης βίας.
Επίσης, αν στην προηγούμενη ταινία που παρουσίασα, επισήμανα την απουσία του «σαραγιού», δηλαδή της εξουσίας, εδώ απουσιάζουν εντελώς και οι όποιοι εκπρόσωποί του, εκτός από μια «ευπρεπή» σκηνή με αστυνομικούς όταν συλλαμβάνουν τον νεαρό που επί τέλους κάποια στιγμή κατάφερε ν’ αντιδράσει. Σε μιαν ιστορία όπου μαίνεται η βία, η πορνεία και το εμπόριο ναρκωτικών, το κράτος φαίνεται σαν να είναι εντελώς ανύπαρκτο και δεν υπάρχει ούτε καν κάποια υποψία υποδηλοί.
Αυτό είναι λοιπόν και το πιο αδύναμο σημείο του φιλμ, ίσως όμως να είναι κι ένας απ’ τους λόγους που βραβεύτηκε (Οσκαρ καλύτερης ταινίας και Χρυσή Σφαίρα καλύτερου δράματος), δεδομένου ότι συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία του “αντιΤράμπ” κλίματος που κυριαρχεί. Αυτό βέβαια το γράφω με κάθε επιφύλαξη, γιατί ούτε κριτικός κινηματογράφου είμαι, μα κι αν ήμουν δεν έχω δει τις υπόλοιπες υποψηφιότητες για να έχω, έστω και μιαν υποκειμενική, άποψη. Μολαταύτα: Το αντιρατσιστικό κλίμα της ιστορίας, καθώς οι μαθητές βρίζονται μεταξύ τους “αράπη” κ.ά. έχοντας ενσωματώσει στάσεις αλλότριες εν είδει αυτοσαρκασμού – μιας και απουσιάζουν “μπάτσοι” ή κάποιοι, λευκοί ν’ αναλάβουν αυτόν το ρόλο -και καθώς το κυνηγητό που υφίσταται ο νεαρός έχει να κάνει με μιαν λανθάνουσα ομοφυλοφιλική συμπεριφορά· καθώς επιτυγχάνεται μια κάποια συμπάθεια του θεατή προς το σύνολο σχεδόν των μελών της μικρής αυτής παραβατικής κοινωνίας που δεν μπορούν να ξεφύγουν από την μοίρα τους· καθώς τελικά τελικά δεν μπαίνει και κανένας προβληματισμός ποιος φταίει για όλ’ αυτά, όλα τα παραπάνω ερμηνεύουν τη βράβευση αυτού του φιλμ. Βοηθά σε μιαν αντιπολίτευση που δεν ξεπερνά τα όρια της Ομπάμα – Κλίντον ρητορικής.
Η αστυνομία, που από τα στοιχεία που υπάρχουν, επί Ομπάμα τουλάχιστον σκότωνε στις ΗΠΑ κατά μέσον όρο δυο μαύρους την ημέρα και προφανώς νωρίτερα τα πράγματα δεν ήσαν καλύτερα, απουσιάζει απ’ το κάδρο.
Ας μη θεωρηθεί φυσικά πως υποστηρίζω(!) τον “καημένο” τον Τραμπ και τις επιλογές του!! Απλά είμαι βέβαιος πως πρέπει να κυλίσει πολύ νερό στ’ αυλάκι ώσπου πρώτον, να ορθωθεί ξανά απέναντι σε κάθε ρατσιστικό, φασιστικό και ιμπεριαλιστικό κέντρο μια μαχητική αντιπολεμική κι αντιφασιστική αντιπολίτευση των λαών και δεύτερο, η τέχνη ν’ αντιμετωπίζεται με κριτήριο κατά πόσον οδηγεί την κοινωνία μπροστά, κι οχι να υπηρετεί μικροπολιτικές ευκαιριακές επιδιώξεις.
Ας ήτανε κοντά μας κι ο Λουκιανός να μας ετραγουδούσε:
«…τώρα που πάψαν οι δικές μας φωνές
Ρίχτους ΤΡΑΜΠάκουλα και τέρας του Λοχνές
Εμπαινε κι αλώνιζε εσύ την αγορά
Εμείς δεν ευκαιρούμε γράφουμε έργα σοβαρά…».
Δεν είναι ωστόσο τόσο μακρινή η εποχή που γραφόντουσαν και γυρίζονταν αρκετά σοβαρά έως συγκλονιστικά έργα. Ενα τέτοιο συγκλονιστικό έργο για παράδειγμα είδαμε πρόσφατα, στο πλαίσια του αφιερώματος στον ιταλικό κινηματογράφο που παρουσίασαν οι ”Φίλοι των Γραμμάτων”, την περίφημη “Κουεμάδα”. Με ξεκάθαρο αντιρατσιστικό και αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο, με βαθείς προβληματισμούς πάνω στα ζητήματα της εξέγερσης, της επανάστασης, της εθνικής, ταξικής και κοινωνικής ελευθερίας.
Το γιατί σήμερα γυρίζονται ολοένα και λιγότερες τέτοιες ταινίες αλλά και το πώς ο κινηματογράφος, ενώ ξεκίνησε σαν μια κατ ’εξοχήν λαϊκή τέχνη -με την έννοια ότι απευθυνόταν σε όλους και ήταν κατανοητή απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα- έφτασε τις τελευταίες δεκαετίες να χωριστεί στον «εμπορικό» λεγόμενο αφ’ ενός για το πλατύ κοινό και τον «ποιοτικό» κινηματογράφο για τους ολίγους εκλεκτούς αφ’ ετέρου· κι ακόμη το γιατί η λέξη «κουλτουριάρης» που σημαίνει πνευματικά καλλιεργημένος άνθρωπος έχει πάρει απαξιωτική, έως και υβριστική σημασία, αυτά είναι ερωτήματα που ζητούν απαντήσεις.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. «Εγώ ο Ντάνιελ…» του Κεν Λόουτς κέρδισε το βραβείο BAFTA καλύτερης βρετανικής ταινίας.
2. Θωμά Γκόρπα «Παλιές ειδήσεις», Αθήνα 1966.
3. Η ταινία στην οποία αναφέρεται το ποίημα «Πώς…» είναι «η Μεγάλη Επιστροφή» του Ζαν Γιμού
«ΒΡΑΔΙΕΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ
Χανιά, Μάρτιος 2017
Κείμενα – επιλογή κειμένων: Γρηγόρης Νιόλης
Καλλιτεχνική επιμέλεια – χαρακτικά: Γρηγόρης Νιόλης


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα