Αναθυµόταν και δάκρυζε. Ένιωθε ολοµόναχος. Ενώ δεν ήταν. Κυρίως όταν βρισκόταν µε όλη του την οικογένεια. Όχι όταν ήταν οι άλλοι απόντες.
Η ορφάνια του, σε µικρή ηλικία, κι από τους δύο γονείς, ο πόλεµος, ατυχίες, και κάποιες ενοχές, κάποιες συµφωνίες, συναλλαγές, υποχρεώσεις, µια κάποια πειθαρχία, υπακοή, συναίνεση, δειλία, φόβος. ..
Ειδικά, η επιστροφή στα περασµένα. Ο νόστος στη µνήµη. Στη λήθη. Στην απώλεια.
Όσο περνούσαν τα χρόνια και γέρναγε, η επαφή µε τη γη γινόταν πιο ερωτική, πιο στενή. Παρ’ όλο που ήταν ένας άνθρωπος αµόρφωτος, που δεν διάβαζε ποτέ, το παραµικρό.
Ο ήχος του ταλάνιζε. Ο ήχος και οι εικόνες. Ο ήχος από τη Θεία Λειτουργία, ένας ήχος βυζαντινός, το χτύπηµα της εξώπορτας, το επιφώνηµα της βροχής, η κρούση της καµπάνας, το κουδούνι του σπιτιού κρώζοντας, το κελάηδισµα των πουλιών.
Για να να σηκωθεί από την καρέκλα τότε, να βγει για λίγο έξω ή να κοιτάξει από το παράθυρο τα περιστέρια, τις δεκαοχτούρες, τα σπουργίτια, το χελιδόνια, την γκριζογάλανη καλογρίδα, το γεράκι, τους γλάρους…
Ναι, πράγµατι, ήταν παράξενο. Τα τελευταία χρόνια, οι γλάρος πετούσαν εκστρατεύοντας µακριά, προς τις υπώρειες βουνών, πάνω από κάµπους, χωράφια, κήπους, µε τα φτερά ορθάνοιχτα σε σχήµα µαντηλιού που το απλώνει κάποιος, για αποχαιρετισµό.
Όσο για τις αναµνήσεις από παλιές εποχές και κυνηγετικά σκυλιά, τα Γιούρια, Γκέκα, που λάτρευε…
Οι µέρες πλήθαιναν πέφτοντας πια, αχρησιµοποίητες, ανεκµετάλλευτες, στα άδεια κιούπια και στις γλάστρες του σπιτιού, στις τρύπες του κήπου, που άνοιγαν τεράστιες, τη νύχτα, οι αρουραίοι.
Και κάποιες φορές, απρόοπτα, τυχαία, απροσδόκητα άρχιζε ένα περίεργο παραλήρηµα, ειδικά για τις ηµέρες του πολέµου, όταν ήταν παιδί. Για τους βοµβαρδισµούς των Γερµανών στο χωριό, την κατασκοπεία, το ανταρτικό στα βουνά, τη φυµατίωση,τη λύσσα των σκύλων, την ανίχνευση ονοµάτων των νέων Γερµανών αξιωµατούχων, τα δυο του αδέρφια που πολεµούσαν στα Λευκά Όρη, τη σωτηρία, την τελευταία στιγµή, του µεγάλου αδερφού από την εκτέλεσή του στο Σχολείο, από Γερµανούς, την εύρεσή του Έλληνα προδότη µε µαύρη κουκούλα, ο οποίος προερχόταν από το Ηράκλειο…
Ύστερα πάλι, για όλα τα µεταγενέστερα γεγονότα. Το µοίρασµα περιουσιακών στοιχειών, τον θάνατο του πατέρα που γύρισε µετανάστης από την Αµερική, το φευγιό συγγενών µετά τον πόλεµο στο Σικάγο για µια καλύτερη ζωή και επιβίωση, για φίλους, συγγενείς, τον αδερφό του που πέθανε νέος…
Ήταν κι εκείνο το δυστύχηµα που τον βασάνιζε. Ήταν ο Εµφύλιος, ο ∆ιχασµός, οι δοκιµασίες των φτωχών παιδιών που διέσχιζαν χιλιόµετρα µέσα στο χιόνι, ξυπόλητα…
Και τώρα; Τώρα, όλα ήταν τακτοποιηµένα. Φαινοµενικά. Θέσεις βόλεψης, γεροί µισθοί, ανέσεις, µπόλικο φαγητό, λούσα, γιορτές…
Ωστόσο, πάντα µέσα σ’ αυτά, κάτι του έλειπε. Η ζωντανή µορφή της µάνας µε το µαύρο τσεµπέρι, τις πλεξούδες κοµποδεµένες ψηλά από το µέτωπο, τα σκοτεινά της ρούχα του πένθους, οι πρώτες στιγµές της οικογένειας και του γάµου.
Τα δάχτυλά του, στο δεξί χέρι, ήταν κοµµένα από ατύχηµα. Αλλά το ξέχναγε, µαζί και όλα τ’ άλλα, όταν περπατώντας, έβρισκε ρίγανη, θυµάρι, χόρτα, µαλοτήρα, φωλιές λαγών, φίδια, σαλιγκάρια, όταν του ζητούσαν να φυτέψει, να µπολιάσει…
Τα Λευκά Όρη, απέναντι από το παράθυρο του σαλονιού, ήταν το µανουάλι των ιερών κεριών της ζωής του. Ο Προφήτης Ηλίας, που πάντοτε ανέβαινε να προσευχηθεί την παραµονή του εορτασµού του, να θυµιάσει, ν’ ανάψει το καντήλι, τα κεριά, να γράψει στο τετράδιο των επισκεπτών και να φιλήσει την εικόνα του.
Ο καιρός περνούσε. Το είχε εµπεδώσει γερά στο νου του, ότι όσο γέρναγε, όσο µαραινόταν τόσο αποµακρύνονταν όλοι από δίπλα. Τα µάτια του, σε άγιες θύµησες, βούρκωναν και το πρόσωπό του βαφόταν στο χρώµα του κεριού που ανάβει, λιώνει και χαµηλώνει, σβήνοντας, καίγοντας το φιτίλι της ζωής του.
Ώρες – ώρες, όταν ήταν κάποιος δίπλα του µια τέτοια στιγµή, επιθυµούσε να φύγει. Να φύγει, και να τον αφήσει µονάχο, να σµίξει ερωτικά µε τον πόνο του. Αλλοπρόσαλλο µα αληθινό.
Κάποιες στιγµές, ο πόνος σε µαστιγώνει και σε ξεσκίζει τόσο, σε µατώνει µε τέτοια ένταση και ποτάµι κόκκινης φλεγµονής, που ξάφνου µετατρέπεται σε ηδονή, γαλήνη και ανακούφιση, λες και πρόκειται για χειρουργική επέµβαση στην ψυχή και θεραπεία του πνεύµατος.
Η νοσταλγία όµως, δεν χανόταν. Ήταν φυλακισµένη, αποµονωµένη στο µυαλό του, συνέχεια. Πού ήταν οι αγαπηµένοι του άνθρωποι; Οι νεκροί ήταν, σε µιαν άλλη ζωή. Θα τους συναντούσε αργότερα, όταν θα πέθαινε. Οι ζωντανοί ωστόσο, αποµακρύνονταν από κοντά του, από δίπλα του. ∆εν τον ήθελαν πια. Ήταν γέρος. Αδύναµος, άσαρκος, ασήµαντος. Όφειλε να µείνει µόνος. Έρηµος. Αυτάρκης.
Θυµήθηκε εκείνη τη γιαπωνέζικη ταινία, µε το συνήθειο των πρωτότοκων γιων; Όταν ο πατέρας γερνούσε, να τον φορτώνουν στην πλάτη τους και να τον πηγαίνουν ψηλά, στο κοντινό βουνό, αφήνοντάς τον ολοµόναχο σε µια µικρή τρύπα, σπηλιά, δίχως φαγητό, δίχως νερό, για να πεθάνει. Τι διαφορά είχε;
Αλήθεια, πού την είχε δει εκείνη την ταινία; Τα παιδιά του τα τρελά, µιαν ηµέρα είχαν τοποθετήσει βιντεοκασέτα στην τηλεόραση. Για να τον διδάξουν; Να τον προετοιµάσουν;
Το σπίτι ήταν µια τρύπα τώρα, γεµάτη µούχλα µαύρη, σαν σπηλιά σκοτεινή. Και όµως, πόσες εργασίες είχε κάνει… Με χρώµατα, σοβάδες, κλαδέµατα, ξεχορτίσµατα, τοποθετήσεις πλακιδίων, µικρές φιλοξενίες, δώρα, φαγητά…
Επιστροφή στο µέσα σου, γέρο… Και οι χωριανοί να τον καλούν µε την ίδια προσφώνηση… “Γέρο!” Με πειράγµατα, νεύρα, φωνές… Ώσπου, έσπασε.
Το µόνο πλάσµα, άγια συντροφιά, πάντοτε δίπλα του, ήταν το γέρικο, καφετί σκυλί του. Άσπριζε κι αυτό σιγά – σιγά, το πίσω δεξί του πόδι ολοένα έτρεµε. Μα είχε εντός του µιαν απέραντη αγάπη, µιαν αφοσίωση… Στο χαλάκι του, συνεχώς, µε την ουρά να κουνιέται σα να έρπει, φιδίσια, και τα µάτια υγρά, σα συγκοινωνούντα δοχεία µε τα δικά του µάτια.
Η µνήµη είναι πόνος. Πόνος. Οδυρµός. Επιστροφή σε χρόνια που ρίχνουν τον σπόρο τους στο χώµα να ριζώσουν, αλλά οι επερχόµενες γενιές, τα τέκνα, φεύγουν, ακολουθούν ζωή άλλη. Με επιλογές διαφορετικές, συµφέροντα, ανέσεις, διασκεδάσεις, ταξίδια. Αυτή είναι η τιµωρία σου, γέρο. Η απόσταση. Η έλλειψη επαφής. Η αποµάκρυνση. Η άρνηση. Εκτός από το χρήµα.
Το είχε εκσφενδονίσει σε ένα από τα παιδιά του:
– Εσύ, είσαι του χρήµατος.
Είχε εισπράξει απειλές και λεκτικές ποινές. Όντας πλέον, ετοιµόρροπος.
Εδώ και καιρό, κανείς δεν ερχόταν. Είχε αρχίσει να τρώει ελάχιστα. Να µην του αρέσει τίποτα πια. Να προετοιµάζεται για το θανατικό έπακρο.
Καθόταν ήσυχα στην καρέκλα, µε δυσκολία στα κόκαλα. Πόνους στο λαιµό, στη µέση στα νεφρά. Και θυµόταν:
– Άντε να πεθάνεις, να ησυχάσουµε κι εµείς να ησυχάσεις κι εσύ.
– Εσύ φταις, για τα προβλήµατα της οικογένειας!
Ας έπαιρνε λοιπόν, όλα τα προβλήµατα, όλες τις ευθύνες, επάνω του.
Ούτε ένας συγγενής δεν τον επισκεπτόταν. Ούτε ένας φίλος. Το τηλέφωνο, άδειο. ∆εν χτυπούσε πια.
Τρέµοντας το χέρι του, άνοιγε την τηλεόραση, ν’ ακούσει µια φωνή. Ώσπου, έπεσε. Άδειαζε η σάρκινη κλεψύδρα του κορµιού του.
Ήταν όλος, ένα κόκαλο. Ας βρισκόταν τουλάχιστον κάποιος, να το βάλει αυτό το κόκαλο στο φως και να προφητέψει, µετρώντας κι ερµηνεύοντας τις γραµµώσεις και τις θολούρες, όπως το έκανε παλιά, µε το κόκαλο του κουνελιού, σε σχήµα πρισµατικό, λεπτεπίλεπτο, στο φως του ήλιου από το τζάµι, ή της λάµπας τη νύχτα, για να διαβάσουν τι θα συνέβαινε στο σπίτι. Καλό ή κακό, επιτυχία ή αποτυχία, αρρώστια, θάνατος…
Τι περίµενε; Τα κόκαλά του, τα δόντια, οι φλέβες, τα νύχια, έσπαγαν, µάτωναν θρυµµατίζονταν, έπεφταν, γίνονταν σκόνη, θολούρα, θάνατος.
Ένα βράδυ, έκλεισε τα µάτια κλαίγοντας. Ζητούσε τον θάνατό του, παρακαλώντας τον Θεό, να τον στείλει στην παλιά του ζωή.
Το σκοτάδι του γέµισε µορφές. Πρόσωπα, ζώα… Και χρώµατα, σχήµατα… Οι λέξεις είχαν χαθεί Εδώ και καιρό δεν τις ήθελε. Τις µισούσε. Από τότε που ζούσε µε την οικογένειά του, απαιτώντας, στο τραπέζι του µεσηµεριανού και του δείπνου, να µην µιλάει κανείς.
Η σιωπή ήταν για κείνον, κάτι το ιερό. Καµιά µπηχτή, κανένα περιττό σχόλιο, καµία απαίτηση, καµία παρέµβαση ή ενόχληση.
Η σιγή περιείχε ελευθερία. Άνεση. Γαλήνη. Ολοκλήρωση. Την εικόνα του Θεού. Την ευόδωση. Την ανταπόκριση.
Οι λέξεις ήταν φασαρία. Θόρυβος. Παρέµβαση. Ενόχληση. ∆ιαταγή. Πίεση.
Ας ξαναγύριζε τη ζωή του πίσω… Τι θα άλλαζε; Και πώς;
Στην κηδεία ήρθαν όλοι. Σιωπηλοί τώρα, σοβαροί, από τον πρώτο ίσαµε τον τελευταίο. Ανίψια, παιδιά, φίλοι, ξαδέρφια, γείτονες, συγχωριανοί, τσακωµένοι µαζί του, εγγόνια και δισέγγονα.
Ήταν η ώρα του αποχαιρετισµού. Της επιβεβαίωσης, της σιγουριάς, ότι φεύγεις. Τα συναισθήµατα που γεννά η απαλλαγή. Της συνάντησης µε ανθρώπους που για χρόνια, δεν τους βλέπεις πια. Του θρήνου.
«Απέναντι, οι θεατές βλέπουν το σκηνικό, σαν σε θεατρική ορχήστρα», σκεφτόταν ο µεγάλος του γιος. «Ο ναός µετατρέπεται ξάφνου, σε αρχαίο ελληνικό σκηνικό θεάµατος. Τραγωδίας ∆ράµατος. Οι οφθαλµοί διαστέλλονται, τ’ αυτιά ανοιγοκλείνουν, τα σούσουρα, τα κουτσοµπολιά, οι κριτικές, οι ειρωνείες…»
Το φέρετρο, ορθάνοιχτο, µε τα µάτια του νεκρού οριζόντια και το στόµα σουφρωµένο.
Η άλλη σπηλιά είχε κλείσει. Οι αισθήσεις φύγαν.
Σκεφτόταν τον εαυτό του νεκρό, στη θέση του πατέρα του, ταυτίζοντας τα σώµατά τους.
«Εµπρός, φιλήστε µε. Υποκριθείτε αγάπη, νοσταλγία, πόνο. Ευχηθείτε, προσευχηθείτε, παρακαλέστε. Ανάψτε το κερί για να γίνετε αποδεκτοί στο Θεό. Εγώ ό,τι έκαµα, έκαµα».
«Μετά την ταφή µου, πηγαίνετε λοιπόν, στην πλατεία για καφέ.
Φύγετε µετά, στα σπίτια σας. Ανοίχτε ντουλάπες, συρτάρια, σκίστε, κόψτε, πετάξτε, όλα µου τα κοµµάτια της ζωής, µαζί µε τα πράγµατά µου, στο σπιτικό µου».
«Κάπου στην άκρη, το πρώτο βράδυ, ένα αστέρι θ’ ανάψει, σµίγοντας µε την εικόνα της απουσίας µου.
Από ψηλά ξυπνώντας, θα σβήσω όλους σας. Τα πάντα. Θα γίνω µία τελευταία αναπνοή, µία αύρα επιστροφής, αγκαλιάζοντας έναν – δύο ανθρώπους που µ’ αγάπησαν και µε νιώθαν ίσαµε την τελευταία µου στιγµή.
Μην ξεχάσετε µόνο, το σκυλάκι µου. Μην το πετάξετε στο δρόµο. Μην το δώσετε αλλού. Κρατήστε το. Είναι η αγάπη, σε όλο της το µεγαλείο. Μεγαλείο σιωπής, απλών, περιεκτικών κινήσεων, υπακοής, αφοσίωσης, µοιράσµατος, αρµονικής σχέσης.
Σβήνοντας η ζωή, µία αόρατη τοιχογραφία βάφεται κάπου, σε ένα ξωκλήσι. Αυτή είναι η µοναδική µου ελπίδα.
Τα χρώµατά σου, νεκρέ µου άνθρωπε, εξατµίζονται και γίνονται σταγόνες στο πέλαγο, πλουτίζοντας τα βράχια.
Οι αισθήσεις σου πέφτουν σπόρια στο χώµα, ίσαµε το επόµενο καλοκαίρι, του ετήσιου µνηµοσύνου. Ένας σωρός αγριόχορτα, γεµάτα αντίλαλο από παλιές στιγµές, ερωταποκρίσεις, συναντήσεις, διαφωνίες, χαιρετισµούς, εργασίες, κενά, αναµονές, απορρίψεις, ύβρεις.
Ο κύκλος έκλεισε, πατέρα. Ανοίγοντας δεκάδες άλλους. Τώρα, σε λίγον καιρό, θα πάρετε κι εσείς, τη θέση µου. Πατέρες, µάνες, παππουδογιαγιάδες.
Τι θα δώσετε; Τι θα πάρετε; Τι θα σας µείνει; Ποιο το παρελθόν σας; Το παρόν; το µέλλον; Ο θάνατος; Ποια εικόνα, ποιο έργο γνήσιο θα αφήσετε πίσω σας;
Μονάχα ένα παιδί µικρό, ένα ζώο, ένα βιβλίο, η φύση, η πατρίδα µας, ετούτος ο τόπος ο φτωχός, ο αδικηµένος, ήταν µία ζωή, οι αξίες µου.
Και τι απόκαµα; Να µείνω µόνος. Μόνο µε το χαρτί και το µολύβι, τη φτώχεια, τον πόνο για τον πρόσφυγα, τον έρωτα, για την αγάπη.
Αγάπη! Αγάπη. Η έννοια του ανύπαρκτου. Του µη καταξιωµένου. Του στοιχείου εκείνου που το ζωγραφίζει κάποτε ένα πλάσµα σαν ένα κόκκο άµµου, η κίνηση του ανοίγµατος ενός κρίνου, το άνθισα µιας πεταλούδας, η γαλάζια αυλαία µε το λευκό κρόσσι ενός σύννεφου, η λέξη εκείνη που την αποκαλούµε σιωπή, η σιωπή εκείνη που την αποκαλούµε λέξη.
«Αιωνία σου η µνήµη ασήµαντε άνθρωπε! Τι µας αφήνεις; Τι µας κληροδοτείς για να ζήσουµε πλουσιοπάροχα; Αρκετά κλάψαµε. Πάµε απόψε να γλεντήσουµε. Αντίο γέρο!»
Έτσι φανταζόταν πλέον τον θάνατό του ο µεγάλος του γιος, ταυτίζοντας τον εαυτό του µε τον πατέρα του, προχωρώντας αργά, στα εξήντα του χρόνια προς τις αόρατες πλάκες, για να τις δρασκελίσει και να κατέβει τα σκαλοπάτια του Άδη στα Τάρταρα δίπλα στον Κέρβερο µόνος. Μόνος και στην καρδιά του τόσος πόνος!…