Εκεί γύρω στα 1950 και κάτι…
Βρήκε τη µπάλα µια µέρα που χρειάστηκε να σκάψει πιο βαθιά σε µια γωνιά του περιβολιού του για να τη καθαρίσει απ’ τα αγριόχορτα.
Με κόπο µεγάλο την ανέσυρε απ’ το σκληρό χώµα της άκρης, σχεδόν κάτω απ’ τον τοίχο που την κρατούσε ποιος ξέρει πόσα χρόνια στη σφιχτή αγκάλη του. Τη πέταξε παραπέρα και συνέχισε την δουλειά. Όταν τέλειωσε τη σήκωσε ξανά µε κόπο, την ακούµπησε πάνω στη πεζούλα και τη κοιτούσε ώρα. ‘Ήταν ένα ολοστρόγγυλο µασίφ πράγµα, βαρύ-βαρύ, που δεν θύµιζε σε τίποτα τα περίτεχνα αγαλµατίδια, τα ζωγραφισµένα αγγεία και τις σκαλιστές πέτρες που ανακάλυπταν όσοι δούλευαν στον κάµπο κάτω.
Την κούνησε καλά-καλά, µα τίποτα δεν κουδούνιζε µέσα της. ∆εν επρόκειτο λοιπόν για εύρηµα µεγάλης αξίας! Εξάλλου που να φτάσει εδώ πάνω όλη η οµορφιά του αρχαίου ναού της πεδιάδας;
Και τι άλλο θα µπορούσε τάχα µου να είναι, παρά µπάλα κανονιού ή και µπάλα πέτρινη κοινή;
Τη σήκωσε χωρίς δεύτερη σκέψη και την άφησε να κυλήσει στη κατηφόρα, να διανύσει όλη τη ρεµατιά από κάτω, κι όλως τυχαίως να σταθεί σε µια αλάνα, όπου µαζευόταν τα παιδόπουλα του χωριού κι έριχναν αµάδες, ξεσυνοριζόµενα ποιανού η ριξιά θα φτάσει πιο µακριά.
Χαµογέλασε στην σκέψη πως θα εύρισκαν τώρα καινούργιο παιχνίδι, που θα τα απασχολούσε και θα τα ψυχαγωγούσε τις λίγες ώρες που ξαπόστεναν απ’ τα σκαψίµατα, τα κλαδέµατα και τ΄ ανοίγµατα αυλακιών στα χωράφια γονιών και χωριανών…
Ο σκαφτιάς µας συνέχισε τη δουλειά του, δούλευε µε ζέση στο περιβόλι του, που του απέφερε τα προς το ζην, και που και που έριχνε και µια µατιά προς την αλάνα, όπου µικρά και µεγάλα αγόρια επιδιδόταν στην σφαιροβολία.
Και ο χρόνος περνούσε, τα χρονάκια κύλησαν, µέρα τη µέρα µεγάλωνε όλο και πιο πολύ, συχνά πυκνά καθώς πότιζε τα κηπευτικά του, έριχνε και µια µατιά στην κατηφόρα κάτω, και η µπάλα… ακόµα εκεί!
Άλλο ένα άψυχο αντικείµενο που είχε νικήσει τον χρόνο;
Έτσι φαινόταν, ώσπου κάποτε µια ωραία πρωία, µετά από χιλιάδες βολές, ούτε αυτή άντεξε στη φθορά του χρόνου! Έπεσε µε κρότο πάνω σε µια πέτρινη πεζούλα και σκόρπισε σε χίλια κοµµάτια! Πλησίασαν τα παιδόπουλα κοντά της, λυπηµένα που είχαν χάσει ένα εξαίσιο παιχνίδι και µ’ έκπληξη ανακάλυψαν ότι ανάµεσα στα κοµµάτια της ξεχώριζαν αµέτρητα… χρυσά φλουριά που λαµποκοπούσαν!
Τι είχαν ανακαλύψει αλήθεια; Θησαυρό µήπως;
Σήκωσαν µερικά και τα περιεργάστηκαν µε προσοχή. Είχαν παραστάσεις επάνω, κάποιες µισοσβησµένες απ’ το χρόνο µορφές, αλλά όχι σαν κι αυτά που ήξεραν! Ίσως να µην είχαν την ίδια αξία µε τα αρχαία νοµίσµατα του κάµπου… Ίσως να µην ήταν καν χρυσά! Όµως σίγουρα θα µπορούσαν να τα πουλήσουν για µερικά πεντάδραχµα το καθένα. Τα µοίρασαν δίκαια και καλά µεταξύ τους και µέρες γύριζαν στα κοντινά χωριά µέχρι που ξεπουλήσαν ολότελα, έχοντας κρατήσει από ένα-δυο κοµµάτια ο καθένας που το χάρισαν στη µάνα, στην αδελφή, στη θεία. Κάποιος είχε µάλιστα την ιδέα να τους κάνουν µια τρύπα στη µια άκρη για να µπορούν να κρεµιούνται πιο εύκολα…
‘Έτσι έγιναν τα πράγµατα κι ο κρυµµένος θησαυρός του άπληστου εκείνου µακαρίτη των Βυζαντινών χρόνων βγήκε κάποτε στην επιφάνεια! Πουλήθηκαν λοιπόν τα φλουριά στους κατοίκους των µικρών χωριών που για αιώνες ζηλότυπα τα κρατούσαν βαθιά στα γόνιµα χώµατά τους, κι ο άνθρωπος µας, ο ταλαίπωρος που έχει ξεθάψει τη µπάλα, µόλις το έµαθε παραλίγο να πάθει συγκοπή!
Χάθηκε να είχε σπάσει όταν τη πέταξε στο χωράφι του, πριν την κυλίσει και πάει στην αλάνα! Τι ατυχία ήταν αυτή να µην σταµατήσει στην τελευταία πεζούλα της δικής του ιδιοκτησίας!
Και πόσο ανόητα είχε φερθεί όταν κάποτε του µπήκε στο µυαλό πως η µπάλα κατιτί µπορεί να έκρυβε. Τι πιο εύκολο απ’ το να κατηφορίσει ένα βραδάκι που τα παιδόπουλα µαζευόταν στα σπίτια τους, να τη πάρει και να την ξαναχώσει στη γωνιά, εκεί που την είχε βρει; ∆εν θα µπορούσε τάχα µου κάποια στιγµή να την σπάσει χωρίς να τον δει κανείς; Μπορούσε και να την είχε πάει στο καλύβι της θείας του που ήταν εκεί κοντά, για να έχει πιο ήσυχο το κεφάλι του…
Τι και τι δεν θα είχε κάνει αν έβρισκε αυτός τα φλουριά!
Και δεν θα τα είχε κλέψει βέβαια, αφού στο δικό του χωράφι βρισκόταν. Μόνο θα πήγαινε σ’ εκείνο τον τσιγκούνη γυρολόγο από την Χώρα που µαζεύει τ’ αρχαία και τα πουλάει σε ξένους και θα του έκανε σκληρά παζάρια…
Αυτά κι άλλα πολλά βασάνιζαν το µυαλό του, τα νεύρα του έσπαζαν κάθε φορά που έβλεπε κάποια γυναίκα να φορά φλουρί στο λαιµό, ανακατευόταν κιόλας κι έπρεπε να γυρίσει το κεφάλι αλλού, για να συνέλθει και να βρει την αυτοκυριαρχία του.
Ήθελε πραγµατικά να ξεχάσει την ατυχία του, αν κι ακόµα τον βασάνιζε η σκέψη πως δεν βγήκε µπρος να ζητήσει µερίδιο, να επιµένει πως αυτός την είχε βρει τη µπάλα και του είχε κυλήσει στην κατηφόρα!
Ποιος όµως θα τον πίστευε, που θα του γύριζαν όλοι κανόνι, κανείς δεν θα του µιλούσε πιά, κι ούτε θ΄ αγόραζε τα κηπευτικά του!
Ο χρόνος συνέχισε να κυλά, πέρασαν κι άλλα 20 χρόνια ο ήρωάς µας καµπούριασε, άσπρισαν τα µαλλιά του, εξάλλου όλα είχαν αλλάξει γύρω του! Τώρα έφτανε στο χωράφι µε ποδήλατο αντί να πηγαίνει καβάλα στο γαϊδούρι κι έσκαβε µε …µηχανάκι που δυστυχώς χρωστούσε ακόµα! Για καλή του τύχη όµως πέθανε η µικρή, άκληρη αδελφή της µάνας του που ήταν σχεδόν συνοµήλική του. Κληρονόµησε το καλύβι της, ένα σαπιοκρέβατο, ένα βαρύ πάπλωµα απ’ τον καιρό των παππούδων, δυο µπατανίες, µερικά αγάνωτα τεντζέρια, κάτι πήλινα της κακιάς ώρας, µια κασέλα γεµάτη σαβούρα -και ώ τι τύχη!- κι ένα… Κωνσταντινάτο απ’ την παλιά εκείνη ιστορία που του είχε αφήσει τόσα και τόσα!
Ένα… Κωνσταντινάτο απ’ τον… χαµένο θησαυρό του!
Θα το πήγαινε στη Χώρα σ΄ εκείνον τον γυρολόγο που είχε γίνει τώρα µέγας και τρανός και πουλά κοσµήµατα και παλιά αντικείµενα! Σε δικό του µαγαζί παρακαλώ, κάτω απ’ το τριώροφο που σήκωσε µε τα κέρδη απ’ τις πολλές… συµφέρουσες αγορές του!!
Ταχτοποίησε λίγο το καλύβι που ήταν κοντά στο περιβόλι, για να το κάνει αποθήκη, έκαψε τη παλιατζούρα της θείας, ξεφορτώθηκε στο γκρεµό το παλιό λυχνάρι, τα σκουριασµένα θυµιατά, τα φανάρια, τα τενζέρια και τα βρώµικα πήλινα, χάρισε εδώ κι εκεί το ρουχισµό της και τα µικροπράγµατα και µετά µπανιαρίστηκε, έβαλε τα καλά του, πήρε το λεωφορείο κι έφτασε στη Χώρα όλο προσδοκίες. Ο τσιφούτης θα τον παίδευε, αλλά το νόµισµα είχε µεγάλη αξία και µακάρι να κατάφερνε να του δώσει αρκετά ώστε να εξοφλήσει το σκαπτικό!
Με χαρά µπήκε µέσα σηκώθηκε ο γέροντας και τον υποδέχτηκε, τον διπλό-φίλησε κιόλας, τον κέρασε καφεδάκι κι εκεί που µιλούσαν για τα παλιά, ξαφνικά τον κοίταξε επίµονα και ρώτησε: «Τι καλό µου φέρνεις;»
« Ά!» είπε αυτός θριαµβευτικά κι έβγαλε απ’ το τσεπάκι το φλουρί.
Σηκώθηκε όρθιος ο τσιφούτης, το πήγε στο φως, το κοίταξε απ’ τη µια πλευρά, το κοίταξε απ’ την άλλη, το δάγκασε κιόλας µε τα δύο µπροστινά δόντια που του είχαν αποµείνει, ύστερα το ακούµπησε απαλά στο τζαµάκι του γραφείου, θρονιάστηκε στη καρέκλα του κι έκανε τον αδιάφορο!
«Λοιπόν;» ρώτησε όσο πιο ψύχραιµα µπορούσε.
«Μοιάζει µε Κωνσταντινάτο!», είπε τάχα µου καλοσυνάτα ο άλλος και συνέχισε µε ύφος ειδικού: «Πρόκειται για το φερέγγυο νόµισµα των Βυζαντινών που είχε µεγάλη πέραση παντού. Τα περίφηµα σκούδα των 24ων καρατιών, µε τον Κωνσταντίνο και τη Ελένη στη µια τους πλευρά. Έχουν στη µέση τον Σταυρό… Τον βλέπεις;»
Τον έβλεπε βεβαίως κι αναθάρρησε λιγάκι. Επιτέλους κατιτί θα του απέδιδε κι αυτουνού η καταραµένη µπάλα. «Πόσο περίπου υπολογίζεις να πιάσει;» ρώτησε µε αγωνία ενώ η καρδιά του χτυπούσε δυνατά κι είχε αρχίσει ν’ ανακατεύεται πάλι. «Τώρα τι να σου πω! Τότε που τα βρήκαν -µιλώ για τη παλιά, για τη γνωστή µας ιστορία- όσοι τ’ αγόρασαν δεν έδωσαν και πολλά. Κι εσύ µάλλον απ’ τη θεία σου θα το κληρονόµησες. Πέθανε τις προάλλες έµαθα… Κατιτί αξίζει το φλουρί σου! ∆εν λέω… Αλλά βρε παιδί µου, γιατί τους έκαναν αυτή τη τρύπα στην κορυφή; Τους ρίχνει την αξία… κάτω απ’ το µισό!» Σήκωσε ψηλά το φλουρί κι έδειξε µε το δάχτυλο του άλλου χεριού τη τρύπα. Ύστερα το έφερε µια γύρα και του έδειξε δυο-τρείς βαθιές εγκοπές. «Είναι όπως βλέπεις και αρκετά φθαρµένο… Έχει µείνει το µισό και δεν θα πιάσει και πολλά… Είχε προσπαθήσει κι η συγχωρεµένη η θεία σου να µου το πουλήσει, αλλά δεν το πήρα…»
Είχε µείνει άφωνος!
Πως έµαθε ο σπαγγοραµένος ότι η θεία έχει πεθάνει; Πότε είχε δει το φλουρί και γιατί δεν το αγόρασε που έκανε αµάν για τέτοια ευρήµατα;
«Γιατί δεν το πήρες;», είπε απορηµένος κι η απάντηση ήλθε αυτόµατα: «Ξέρεις τώρα δα τι ήτανε κι αυτή! Χρόνια εργάτρια στα χωράφια του κάµπου όλο και κατιτί ξέθαβε… Είχε στο καλύβι της… θησαυρό ολόκληρο! Λύχνους, κούπες και πήλινα ζωγραφισµένα στο χέρι… Αγγεία αξίας! ‘Όλα προσφορές στη θεά! Και λέβητες, και τασάκια, κι ό,τι άλλο µπορείς να φανταστείς! Σε χρυσό κι ασήµι τα πιο πολλά. Είχε και παλιές µπατανίες, νταβάδες και διάφορα µπιχλιµπίδια που δεν τα φτιάχνουµε πια, που ευχαρίστως θ’ αγόραζα, αλλά δεν τα βρήκαµε στη τιµή… Αυτά να µου φέρεις και θα πάρω και το Κωνσταντινάτο, έτσι για να µην σε κακοκαρδίσω…»
Ένοιωσε τον κόσµο να φεύγει κάτω απ’ τα πόδια του, αλλά κρατήθηκε απ’ το γραφείο και δεν έπεσε…
Ώστε έτσι…
Ώστε έτσι λοιπόν!
Το µόνο που του µένει τώρα είναι να γυρίσει στο χωριό και να πετάξει στο γκρεµό και το φλουρί της… καταραµένης µπάλας!
‘Έτσι µόνο θα γλυτώσει από δαύτην…
Φτάνοντας στο χωριό πήρε το ποδήλατο µέχρι το περιβόλι, από εκεί και πάνω πήγε µε τα πόδια που λες κι είχαν αποκτήσει φτερά. Μόλις έφτασε στον γκρεµό, στάθηκε στην άκρη του βράχου, έβγαλε δυνατή φωνή και πέταξε το φλουρί όσο πιο µακριά µπορούσε.
Σίγουρα κάποιος πιο τυχερός θα το εύρισκε, µετά από ποιος ξέρει πόσα χρόνια!
‘Ίσως και αιώνες…
Στη σκέψη δάκρυσε! Μετάνιωσε βλέπεις, που είχε πετάξει ένα πολύτιµο από κάθε άποψη φλουρί. Ύστερα όµως συνήλθε κι… έβαλε τα γέλια! Γελούσε µε την ψυχή του ώρα πολλή…
Επιτέλους απελευθερώθηκε απ’ το πολύχρονο βάσανο του νου και της ψυχής του!
Κι ήταν τόσο εύκολο!
‘Ήταν τόσο εύκολο -µα την αλήθεια!- να γυρίσει πλάτη και να πειστεί πως όλ’ αυτά που τον ταλάνιζαν χρόνια, ένα κακό… όνειρο ήταν µόνο!
Πως ούτε µπάλα γεµάτη φλουριά είχε βρεθεί κάποτε!
Μα ούτε κι οι αποθήκες της γριάς µε τη σαβούρα της, τα τάχα µου πολύτιµα αρχαία απ’ τον κάµπο υπήρξαν ποτέ!
Έτσι δεν είναι;