Ήτανε µια στιγµή εκρηκτική, που πρόβαλλε, σαν σε κινηµατογραφική οθόνη, η µια µετά την άλλη, εµπειρίες επαγγελµατικές, µε έντονη τοξικότητα.
Στο µικροµάγαζο που δούλευε, καλοκαίρι τώρα, µπήκε ένας Γερµανός τουρίστας.
– Τι έχετε εδώ; ρώτησε. Αλλά εγώ, δεν θ’ αγοράσω θ’ αγοράσω τίποτα. Τίποτα, γιατί εσείς οι Έλληνες παίρνετε έναν σωρό λεφτά από την Ευρωπαϊκή Ένωση, που τα δίνουµε εµείς οι Γερµανοί και µας ξοδεύετε για χρόνια, χωρίς να τα παίρνουµε πίσω.
Ο Προκόπης, που συνήθως δούλευε ήσυχα, ήρεµα, µε ευγένεια κι εξυπνάδα, εξεπλάγη. ∆εν είχε ξανακούσει ποτέ, να µιλάνε έτσι οι ξένοι, εκτός από µια φορά, που η Γερµανίδα ξεναγός ενός τουριστικού γκρουπ, µετά την πληροφόρηση και τις αγόρες τους, είχε κάνει µια περίεργη ερώτηση:
– Θα µου δώσεις τώρα κάτι για αντάλλαγµα, που πήρες χρήµατα;
– Όχι. Εµείς εδώ, πρέπει να δουλέψουµε και να βγάλουµε ψωµί µας, της είχε απαντήσει ∆εν είµαι εγώ το αφεντικό…
Εκείνη δεν ξανάρθε στο µαγαζί. Σιγά σιγά τα γκρουπ έσπασαν.
Το µαγαζί δεν ήταν δικό του. ∆ούλευε σαν υπάλληλος, ενώ τα πρώτα χρόνια, σαν εργάτης, µε πάρα πολλή δουλειά, για πάρα πολλές ώρες.
Η συµπεριφορά της ξεναγού του είχε προκαλέσει ηφαιστειακή εντύπωση. Χρειάστηκε κάµποσες ηµέρες για να την ξεπεράσει, στενοχωρηµένος, για τον τρόπο που φέρονταν κάποιοι σε βάρος του Έλληνα και µάλιστα, του εργαζοµένου µετά κόπων και βασάνων. Και µε τον εαυτό τους όµως, ήταν εντελώς απογοητευµένος, γιατί δεν είχε υπερασπιστεί την Ελλάδα και τον ‘Ελληνα γενικά.
Καιρό µετά, µπήκε φουριόζος και αναψοκοκκινισµένος, ένας άλλος Γερµανός:
– Από πού είσαι; ρώτησε χωρίς χαιρετισµό, απευθυνόµενος στον Προκόπη. Από την Αλβανία;
– Όχι. Έλληνας είµαι, απάντησε αιφνιδιασµένος. Από την ταραχή του, χλόµιασε.
Ο Γερµανός γέλασε ειρωνικά.
– Α, χα! Χά, χα! Γιατί συνήθως, εσείς οι Έλληνες, δεν δουλεύετε. Βάζετε άλλους να δουλέψουν. Αλβανούς, Βούλγαρους, Ρουµάνους… ∆εν δίνετε ένσηµα, βγάζετε του κόσµου τα χρήµατα, δεν κουράζεστε, τρώτε, πίνετε, πάτε ταξιδεύοντας σε πολλές χώρες και µας κοροϊδεύετε όλους.
Ο Προκόπης ξετίναξε το βλέµµα στα βάθη του µυαλού του, ψάχνοντας να βρει µια καλή απάντηση. Είπε από µέσα του, στον εαυτό του:
– Βιάσου! Πρόλαβε τον πριν φύγει!
Απλά, ωστόσο, χαµογέλασε. Είχα βουβαθεί, είχε φυλακιστεί σε στρατόπεδο κακής συµπεριφοράς και λεκτικής επίθεσης, στην ίδια του τη χώρα. Οι τουρίστας, νικητής, έφυγε.
∆εν συγχώρεσε ποτέ τον εαυτό του που δεν απάντησε ρωµαλέα, παρά κατάπιε τη γλώσσα του. Γιατί είχε επιδείξει τέτοιαν ανοησία και δεν υπερασπίστηκε την πατρίδα του;
– Είµαι βλάκας! Ανάξιος! Άνανδρος!
Καιρό µετά, ένας άλλος Γερµανός, σύµπτωση ήταν ετούτη η αλυσίδα ανάλογων συµβάντων; – ήρθε στο µαγαζί και αφού παρατήρησε ένα σωρό παραδοσιακά προϊόντα, ρώτησε τον Προκόπη:
– Το ξέρετε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση σας στηρίζει µε πολλά είδη επιδοτήσεων που τις πληρώνουµε κυρίως εµείς οι Γερµανοί, για να βγάζετε διπλά και τριπλά και τριπλά χρήµατα και να σας ξαναπληρώνουµε όταν ερχόµαστε στην Ελλάδα, σαν τουρίστες»;
Ο Προκόπης πίεσε κατευθείαν τον εαυτό του: «Πάλι τα ίδια! Μίλα! Μίλα!»
– Και γιατί ποτέ δεν καταθέσατε πολεµική αποζηµίωση για όλα αυτά τα εγκλήµατα σε βάρος των Ελλήνων, της πατρίδας µας, σκοτώνοντας µε τον χειρότερο τρόπο, άντρες, γυναίκες, γέροντες, παιδιά, από το Μαουτχάουζεν µέχρι το Άουσβιτς, τις πόλεις και τα χωριά µας;
Ετούτος όµως ο Γερµανός, πλησίασε τον Προκόπη σε απόσταση αναπνοής, στο έπιπλο της ταµειακής. Ο Προκόπης ένιωσε σχεδόν σίγουρος ότι ο τουρίστας θα του κοπάναγε ένα χτύπηµα στο πρόσωπο. Μια γροθιά πηγµαχίας. Τον κοίταζε σταθερά στα µάτια. Το ίδιο και ο Γερµανός. Το σκηνικό διήρκεσε περίπου ένα λεπτό. Κανένας δεν απέσυρε το βλέµµα.
Σε λίγο, ο ξένος του έστρεψε την πλάτη.
«Φεύγει!» σκέφτηκε ο Προκόπης.
Και όµως. Ο τουρίστας διάλεξε ένα µικροσκοπικό βάζο µέλι µε πορτοκάλι και το έφερε πίσω στο ταµείο, για να το πληρώσει και να πάρει απόδειξη. Έφυγε, µε το κεφάλι σκυφτό και τα µάγουλα κόκκινα.
Μόνος του µετά, κριτικάροντας, το γεγονός, τον Γερµανό και τη δική του συµπεριφορά, θυµήθηκε κάποιον άλλο, από την ίδια χώρα, τη Γερµανία, που αναφορικά µε το ίδιο θέµα, την ίδια σύγκρουση, του είχε ανταπαντήσει πώς ο Ελληνικός Εµφύλιος, ήταν πιο µεγάλο έγκληµα από τον Β’ Παγκόσµιο, αφού οι Έλληνες σκότωναν ο ένας τον άλλον. Είχε κοντέψει τότε, να λιποθυµήσει.
Σε µιαν άλλη καλοκαιρινή τουριστική περίοδο, ένας Άγγλος εισέβαλε στο µαγαζί χωρίς να πει µήτε µια «καληµέρα». Νευρικός, αψίθυµος, έκανε επιτόπου επίθεση στον Προκόπη:
– Πριν να έρθω µε τη γυναίκα µου για πρώτη φορά εδώ στην Κρήτη, διάβαζα στις εφηµερίδες για τα χάλια σας. Εσείς οι Έλληνες, δεν δουλεύετε. Είστε τεµπέληδες. ∆εν πληρώνετε φόρους…
Του Προκόπη το µυαλό γέννησε την ιδέα να του ανταποδώσει την προσβολή, ρωτώντας τον, αρχικά, γιατί τότε, ήρθε να επισκεφτεί την Ελλάδα.
«Χτύπα τον! Χτύπα τον! Είσαι, ρε, πατριώτης, ή όχι;»
– Και εφόσον… Γιατί… Το παράσιτο σας, η βασίλισσα Ελισάβετ, γιατί δεν δουλεύει; Κάθεται, τρώει τα λεφτά σας, φοράει πανάκριβα ρούχα, κοσµήµατα, ταξιδεύει… Επιφάνεια, πολυτέλεια, ψεύτικη ζωή… Και ποιος την πληρώνει;
Ο εργάτης, ο µετανάστης, ο πρόσφυγας… Οι χώρες που καταστρέψατε…
– Πώς µιλάς έτσι για τη βασίλισσά µας; ξέσπασε αγριεύοντας ο Βρετανός, πλησιάζοντάς τον.
– Κι εσύ, πώς µιλάς έτσι για την πατρίδα µας; Έξω! Φύγε!
Ο Προκόπης φαινόταν έτοιµος να του επιτεθεί.
Ο τύπος βγήε έξω αστραπιαία, αρχίζοντας να τρέχει. Ο Προκόπιος είχε κινηθεί προς το µέρος του φοβίζοντας τον και κάνοντάς τον να σχηµατίσει την ιδέα ότι θα του επιτεθεί, χωρίς ωστόσο την παραµικρή χειρονοµία.
Σε λίγη ώρα, µια κοπέλα από ένα διπλανό κτήριο, µισο-εκνευρισµένη, µπούκαρε λέγοντας του:
– Οι Εγγλέζοι θα σου κάνουν µήνυση !
– Ας µου κάνουν! είπε γελώντας ο Προκόπης. Θα δούνε τι θα πάθουν στο δικαστήριο!
Αλλά δεν έγινε ποτέ, απολύτως τίποτα.
Μήνες µετά, στα καλά καθούµενα, δίχως κανένα ερέθισµα, καµία κίνηση του Προκόπη, που µάλλον του είχε βγει το όνοµα ότι ήταν πατριώτης, τσαµπουκάς, θηρίο, πολεµιστής, για άλλους ρατσιστής, εθνικιστής κακός, µια πλούσια Εγγλέζα, γνωρίζοντας τον αγώνα του για επιβίωση και την έλλειψη χρηµάτων και περιουσίας, άνοιξε µία µεγάλη βεντάλια από πενηντάευρα µπροστά του, λέγοντάς:
– Πόσο γελάω µε εσάς τους Έλληνες! F_ _ _ off!
Και ανασηκώνοντας τον µέσο στα δάχτυλα του δεξιού της χεριού, σχηµάτισε το γνωστό, σηµερινό σύµβολο της βρισιάς και της προσβολής.
Αυτό, ο Προκόπης δεν το ξεπέρασε ποτέ. Από τότε, ορκίστηκε να αγωνίζεται µε νύχια και µε δόντια για την πατρίδα του, τον πρόσφυγα, τον φτωχό και τον αδικηµένο, σε σηµείο, και οι ίδιοι οι συγχωριανοί του να σπάνε πλάκα, µε λέξεις και πράξεις, συχνά, πληγώνοντας τον. Εκείνος θύµωνε κι έψαχνε δικαιολογίες κι επιχειρήµατα, κυρίως, για να τους ενεργοποιήσει.
– Μην αφήνετε τους ξένους να κοροϊδεύουν την πατρίδα µας και τον Έλληνα. Υπερασπιστείτε τα εδάφη µας. Να µην ξεπουλιόµαστε, να διώξουµε τις βίλες τους, τις πισίνες, τα κτηµατοµεσιτικά γραφεία…
- Τι λες, µωρέ UFO; Πάει! Τα ‘παιξε ο Προκόπης! Τρελάθηκε! Πώς θα γίνει αλλιώς; Με τα καλά σου είσαι; Και πώς θα βγάζουµε χρήµα µετά; Έλα, να πιεις µια τσικουδιά, να στανιάρεις, µαλάκα!
– Άστε µε ήσυχο! Φεύγω!
– Στο καλό! Χαιρέττα µας τον πλάτανο!
Ο Προκόπης το έδεσε σκοινί – κορδόνι. Ξεκίνησε να µαζεύει στο µαγαζί υπογραφές Ελλήνων επισκεπτών και ξένων, για την επιστροφή των Μαρµάρων του Παρθενώνα.
Και όταν συναντούσε Εγγλέζους, τους ρωτούσε για το θέµα αυτό.
– Θα βοηθούσε να επιστρέψουν στην Ελλάδα τα Μάρµαρα του Παρθενώνα;
– Μάρµαρα του Έλγιν είναι! Ας µην του τα πουλούσατε!
– Είπα! Τα Μάρµαρα του Παρθενώνα!
Ο Προκόπης ένιωσε τα µάτια του να στριφογυρίζουν, σαν δύο τεράστιες ρόδες Λούνα -Πάρκ.
– Σιγά το θέµα! ∆εν έχετε εσείς οι Έλληνες, πιο σπουδαία ζητήµατα στη ζωή σας; απάντησε γελώντας σαρκαστικά ο Εγγλέζος.
Ήταν σίγουρος πως το αίµα του είχε πρασινίσει.
Ότι είχε γίνει µια ιδιάζουσα περίπτωση, δαχτυλοδεικτούµενη, κι ότι κανένας δεν επιθυµούσε πια, ν’ ασχολείται µαζί του.
Μιάν ηµέρα, βρήκε έναν αρχαιολόγο και του ζήτησε να µιλήσει στο χωριό για το ζήτηµα αυτό. Εκείνος δεν ήταν αρµόδιος. Ήταν και αγράµµατος. Αµόρφωτος. Χωριάτης. Έτσι ένιωθε. Έτσι χαρακτήριζε πάντοτε, τον εαυτό του.
– Πόσο όµορφο θα ήταν να δηµιουργήσουµε µία µεγάλη πορεία, ακόµα και µε πανελλήνιες διαδηλώσεις, για να πιέσουµε την Κυβέρνηση τους και το Κράτος, να µας επιστρέψουν τα Ιερά Μάρµαρα… Αχ, Θέ µου, τι βάσανα έχει υπιστεί η χώρα µας! Έχει, άραγε, γνήσια ελευθερία; ‘Η µήπως εξακολουθούµε να βρισκόµαστε σε κατάσταση δουλείας;
– Όχι, απάντησε ο αρχαιολόγος. ∆εν θα το κάνω. Γιατί η Κυβέρνηση προσπαθεί να µας σπρώξει προς τον εθνικισµό. Αυτό είναι πολύ κακό. ∆εν είµαστε εθνικιστές.
Του Προκόπη, για µια ακόµη φορά, η νόηση κατηφόρισε στο µηδέν. Στο χάος. Αιστάνθηκε βαρυποινίτης. Άνθρωπος µε ακατανόητη σκέψη, που ποτέ, µα ποτέ, κανείς, ούτε µορφωµένος, ούτε αγράµµατος, ούτε αστός ούτε χωρικός, δεν θα τον κατανοήσει, δεν θα εισέλθει στη σκέψη του µελετώντας την, δεν θα συµµετάσχει, δεν θα του δώσει ουδεµία σηµασία.
– Ώστε δεν είµαι γνήσιος πατριώτης. ∆εν έχει νόηµα τέτοιου είδους αγωνιστικότητα…
Ώσπου, µιαν άλλην ηµέρα, ένας συγχωριανός του, άκρως εγγράµµατος, µε πολλές ιδιότητες, τον κατηγόρησε, έξαλλος:
– Μα καλά, µε την Ακροδεξιά είσαι;
Αιστάνθηκε να πέφτει οι ουρανός και να τον χτυπά στο κεφάλι. Στο χωριό, είχαν ήδη σχεδιάσει και καθιερώσει παρατσούκλια εις βάρος του και γελούσαν µε το που τον έβλεπαν.
– Γεια σου, καρούµπαλο!
– Ανεύθυνος είσαι, µωρέ;
Μια ζωή, ο Προκόπης, ανικανοποίητος!
Άλλοι, δεν του µίλαγαν. ∆εν του έλεγαν ούτε «καληµέρα» όταν τους χαιρετούσε.
– Έλα, ρε θηρίο! Θα σου κοπανήσει κανείς το µαστίγιο στην πλάτη και θα καταντήσεις γάιδαρος µε σαµάρι!
- Είσαι ανισόρροπος!
Ο Προκόπης, χιλιάδες φορές, ορκίστηκε από τότε, να µην ξαναµιλήσει, να κλειστεί στους τέσσερις τοίχους, στη σκέψη του και να κοιτάζει µόνο, να επιβιώσει. ∆εν το έκανε.
Αγωνιζόταν, έτσι όπως εκείνος το νόµιζε σωστό, συνέχεια. Και σιγά – σιγά, άρχισαν όλοι, λίγο ο ένας, λίγο ο άλλος να αποµακρύνονται, για άλλα πράγµατα, σχέδια, σχέσεις κι επικοινωνίες, µε διαφορετικά στοιχεία και αποτελέσµατα.
Η ζωή του έγινε απλή, λιτή, δίπλα στη φύση, µε ελάχιστο χρήµα, άλλη δουλειά, µοναχική, απόµακρη, χρωστώντας, υποφέροντας.
Και όµως… Μόλις άνοιγε ένα βιβλίο για την αρχαία Ελλάδα, την Ολυµπία, τους ∆ελφούς, τον Ερµή του Πραξιτέλη, την Επίδαυρο, τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, οι κορµοί των δέντρων στον κήπο, καθώς ρέµβαζε διαβάζοντας πλέον µανιωδώς, γίνονταν κάτασπροι και ανυψώνονταν, συρρικνώνοντας τις τεθλασµένες γραµµές τους, τις ρυτίδες, τα κλωνάρια και τα ψιλόκλαδα. Ο κήπος φάνταζε υψωµένος σε λόφο και ονειρευόταν πολύ συχνά, πως ήταν επισκέπτης της Ακρόπολης, µε τη µνήµη του να επιστρέφει σε ποιήµατα για την αρχαία Ελλάδα και σε στίχους όπως εκείνος, ο πασίγνωστος: «Ξύπνησα µε το µαρµάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια», σε πεζογραφήµατα για τις Στήλες του Ολυµπίου ∆ιός και άλλα έργα.
Όφειλε λοιπόν, να σωπάσει. Να γυρίσει πίσω στο δωµάτιο του, αγγίζοντας τα Αποµνηµονεύµατα του Μακρυγιάννη και το λεξιλόγιο όλων εκείνων των κλασικών συγγραφέων, που αφιέρωσαν τη ζωή τους στα αρχαία ελληνικά ιδεώδη.
Σε στιγµές που τον πληµµύριζαν οι σκέψεις ετούτες, κάποιος του φώναξε απέξω, στον δρόµο, δίπλα στην πράσινη καγκελόπορτα:
– Προκόπη! Ξύπνα! Πάλι κοιµάσαι; Έλα να πιούµε µια µπίρα! Ξεκόλλα! Η ζωή είσαι µικρή! Ζήσε, µωρέ! Μην είσαι σπαστικός και σπασίκλας! Να πηγαίνεις µε τα βήµατα και την πορεία του κόσµου! Της ζωής! ∆εν βλέπεις; ∆εν ζεις στην πραγµατικότητα; Σταµάτα να το παίζεις αριστοκράτης!
Πισωγύρισε µουδιασµένος, δίχως ν’ απαντήσει στον συγχωριανό του. Θυµήθηκε τη φορά που είχε απαγγείλει ένα ποίηµα στον εορτασµό της Εθνικής Επετείου της Εικοστής Πέµπτης Μαρτίου.
Μια συγχωριανή του συναντώντας τον κατά την επιστροφή του στο σπίτι, τον ρώτησε γελώντας κυνικά :
– Εσύ γκάριζες το πρωί στην πλατεία;
Η ψυχή και ο νους είχανε µεταµορφωθεί σε θάλασσα και σε ουρανό που σκεπαζόταν µε τρόπο κυκλικό και σπειροειδή από κάτω προς τα πάνω, µε τον καπνό του νόστου στο συναίσθηµα της λύπης.
Τρυφερότητα γαζωµένη µε θλίψη, αντικρίζοντας τον τόπο. Τόπο ξεπουληµένο, µε κτηµατοµεσιτικά γραφεία παντού, πισίνες, σκουπίδια, υπεράριθµη πόση αλκοολούχων ποτών, αµορφωσιά, τσακωµούς, υπέρµετρο καταναλωτισµό, αγορές, αγορές, κουτσοµπολιά, επεκτάσεις και αυξήσεις περιουσιακών στοιχείων.
Και κάπου στις άκρες, µακριά από τη µάζα, κάποιοι φτωχοί φιλοξενούσαν, αλληλοβοηθούνταν, γεµάτοι αγάπη, καλοσύνη, πόνο επί χρόνια, από µια ζωή εντελώς αφύσικη, όλο βάσανα, βία, ανισότητα και αδικία, δίπλα ακριβώς σε ξένους κι Έλληνες µε ύλη και χρήµα σε άνοδο. Και άλλοι, από τη µεσαία τάξη, σε πλήρη αδιαφορία, µε έναν τρόπο ζωής επαναλαµβάνοντας τη φράση: «Κοίτα εσύ να περνάς καλά. Άσε τον άλλο. Εγώ, τα Χριστούγεννα, θα πάω στη Σκωτία». Και ο διπλανός του συγχωριανός, συγγενής, να πεινά και να υποφέρει.
Ο Προκόπης ξανασήκωσε το βλέµµα, σπρώχνοντας τον εαυτό του στο τοπίο της φύσης, να συνέλθει.
Μέσα στην καλοκαιρινή εποχή, µία δροσερή αύρα, πρωινή τώρα, τον αγκάλιαζε, υπενθυµίζοντας του κάτι πολύ σηµαντικό. Τα φύλλα των δέντρων τρεµόπαιζαν τα βλέφαρά τους προς τον ήλιο. Οι δεκαοχτούρες, τα σπουργίτια, τίναζαν τα φτέρουγά τους, κάνοντας πρόβες συναυλίας.
Ο ουρανός µετέφερε ένα χρώµα ανάκατο µε θαλασσινό νερό και αφρό, οµιχλώδης σαν ούζο σε διάφανο, κρυστάλλινο ποτήρι στολισµένο µε ασηµένια πέταλα ρόδου.
Στην ακοή του σίµωσε αλιευµένη, η πολύτιµη φράση του παµπάλαιου, αµόρφωτου και σοφού Ιωάννη Μακρυγιάννη, µέσω του γνωστού, δοκιµιακού έργου: «Μιλά, καθώς το σηµειώνει, σε κάτι στρατιώτες, προς το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης, που γύρευαν να πουλήσουν σε Ευρωπαίους δύο αρχαία αγάλµατα· τους λέει: «Αυτα, και εκατό χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να µην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα µας. Γι’ αυτά πολεµήσαµε».
«Χρόνια µετά, έχει άραγε, τίποτε αλλάξει; Κι εγώ; Τι σόι Έλληνας είµαι;»
Μία φωνή εντός του, απάντησε λαϊκά και παράτολµα:
Με τα µυαλά που κουβαλάς, ένα είναι σίγουρο: Θα ζήσεις και θα πεθάνεις ολοµόναχος, θεόφτωχος, νικηµένος. Είσαι εντελώς έξω από την πραγµατικότητα. Από την πρώτη στιγµή που γεννήθηκες. Εθνικιστή! Φασίστα!
Την άλλη µέρα, το πρωί της Κυριακής, βγήκε να πετάξει στον σκουπιδοτενεκέ πέρα από το σπίτι του, απορρίµµατα, φεύγοντας µετά, για µια ψιλοδουλειά.
Επάνω από πράσινο κάδο, είχαν ρίξει ένα χωριάτικο, ντόπιο κιλίµι υφασµένο στον αργαλειό, τεράστιο, κοκκινωπό, φαρδύ, µε υπέροχες, πολύχρωµες γραµµώσεις και άνθη, κρόσσια και χοντρές βελονιές ένωσης των στενόµακρων λουρίδων του.
Το τράβηξε γρήγορα κι έτρεξε πίσω, στο σπίτι. Το άνοιξε στο άδειο δωµάτιο αποθήκευσης. ∆εν είχε την παραµικρή φθορά. Έµοιαζε ολοκαίνουργιο.
– Αχ, πατρίδα µου! ψιθύρισε µε λυγµούς και δάκρυα. Ο ξένος είναι που σε καταστρέφει ή ο Έλληνας; Ή µήπως όλοι µαζί; Και πώς αντέχεις και ζεις ακόµη; Ειδικά όταν σε βρίζουν τα ίδια σου τα τέκνα…
Είχε καταρρεύσει, αλλά έπρεπε να φύγει, να ψάξει πάλι για δουλειά. Κλείδωσε την είσοδο και ακολούθησε τον διάδροµο βγαίνοντας στον δρόµο, αλλοπαρµένος, αυτοεξόριστος, µετανάστης στην ίδια του τη χώρα, δίπλα στον συµπατριώτη του Έλληνα.
Παρείσακτος. Πονεµένος. Βασανισµένος, ξεκινώντας να κατηφορίζει προς ένα άλλο υπόλοιπο χωρόχρονου, απέραντα µακρινό…
Άρχισε πάλι να βρέχει στον ορίζοντα των οφθαλµών του. Παραδίπλα, κάτω στον δρόµο, ένας πιτσιρικάς έκανε σούζες, τρέχοντας βολίδα, µε το µηχανάκι του.
Σε µια στροφή, καθώς προχωρούσε, µια µαθήτρια Γυµνασίου, αστειευόµενη, µε τις δύο φίλες της, πίσω, σε απόσταση περίπου πενήντα µέτρων, του φώναξε:
– Κωλόγερε!
Και σκάσανε και οι τρεις στα γέλια, φεύγοντας βιαστικά να κρυφτούν.