27.8 C
Chania
Σάββατο, 2 Αυγούστου, 2025

Χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις

 

Μια εικόνα που χαράχθηκε μέσα μας, κάποια λόγια που ακόμα ηχούν στα αυτιά μας, μια ατμόσφαιρα που έγραψε ανεξίτηλα στην ψυχή. Οι γιορτές είναι σαν ένας μεγεθυντικός φακός που δίνει μια άλλη διάσταση στα πράγματα. Σαν να σε υποβάλλουν να δεις πέρα από τα ανθρώπινα ή καλύτερα να αισθανθείς βαθιά ανθρώπινα τα όσα συμβαίνουν. Ίσως γι’ αυτό και οι μέρες αυτές συχνά σημαδεύουν τη μνήμη μας.
Οι “Διαδρομές” ζήτησαν από 5 πνευματικούς δημιουργούς των Χανίων, συγγραφείς και ποιητές, να γυρίσουν πίσω το ρολόι του χρόνου και να ανασύρουν χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις. Στιγμές που για κάποιον λόγο τους “χάραξαν” αφήνοντας μέσα τους βαθιά τα ίχνη τους.
Έτσι άλλοτε με μια αφήγηση ρεαλιστική κι άλλοτε σαν να βυθίζονται σε όνειρο οι Μαρινέλλα Βλαχάκη, Λεωνίδας Κακάρογλου, Αγγελική Καραθανάση, Ελένη Μαρινάκη και Ευδοκία Σκορδαλά – Κακατσάκη μας ταξιδεύουν σε κάποια δικά τους Χριστούγεννα που θα ξεχάσουν ποτέ.

 

Χριστούγεννα με τον κυρ Αλέξανδρο

Πάνε πολλά χρόνια από τότε… Προετοίμαζα εκείνο τον καιρό μία παράσταση με κείμενα του Παπαδιαμάντη, κι ολόκληρη η ύπαρξή μου είχε εμποτιστεί με το λόγο του. Παραμονή Χριστουγέννων πήγα στο χωριό μου να μαζέψω μανουσάκια για να χαρίσω στους φίλους μου. Παλιά μου συνήθεια να κάνω δώρο αυτά τα μυρωδάτα αγριολούλουδα με ευχές γραμμένες σε καρτούλα δικής μου κατασκευής. Μάζευα μανουσάκια ψιθυρίζονας το κείμενό μου, ζαλισμένη από το άρωμά τους και την ομορφιά του τοπίου. Έπειτα από λίγο ο πράσινος τάπητας του αγρού άρχισε να ασπρίζει. Χιόνιζε και… «αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν…».
Όταν πια αποφάσισα να επιστρέψω στο σπίτι βράδιαζε και «ἡ χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τὸν μακρὸν, στενὸν δρομίσκον…»
Με κυρίευσε ενθουσιασμός! Ναι λοιπόν κύρ Αλέξανδρε απόψε θα τα λέμε οι δυο μας στο δικό σου φυσικό σκηνικό, ψιθύρισα και κράτησα με λαχτάρα στα χέρια μου τα κείμενα. Δεν έχασα ούτε δευτερόλεπτο από τη μαγεία εκείνης της Άγιας Νύχτας! Μέσα στο δωμάτιο τρεμόπαιζε μια φλογίτσα από το μικρό παραθυράκι της ξυλόσομπας, ενώ έξω, πυκνές νυφάδες χιονιού άπλωναν κατάλευκο μεταξωτό σεντόνι στην αυλή. «Ἄσπρο σινδόνι… νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ… ν’ ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας… νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας».
Αυτή η ατμόσφαιρα με παρέδωσε «εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποητικὰς εἰκόνας»
Ξημέρωσε Χριστούγεννα! Η χιονόπτωση σταμάτησε και μια παραδείσια γαλήνη απλωνότανε παντού. Μόνο «τὰ κοσσυφάκια τὰ λάλα μὲ τὸ ἀμαυρὸν πτέρωμα, οἱ κηρομύται οἱ γλυκεῖς καὶ οἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι» πετούσαν από κλαδί σε κλαδί και κελαηδούσαν.
Μια σκέψη σαν ξαφνική αναλαμπή με σήκωσε από την καρέκλα! Ναι! Θα βγώ έξω να πάω ένα μπουκέτο μανουσάκια στους γονείς μου! Βγήκα από το σπίτι κι άρχισα να περπατώ πολύ αργά, καθώς τα πόδια μου βυθίζονταν σχεδόν ως το γόνατο στο χιόνι. Το χωριό έρημο, ψυχή δεν απάντησα στο δρόμο για την Αγία Ειρήνη. Όταν έφτασα με κυρίευσε δέος! Η θέα των χιονισμένων μνημάτων μοναδική! «Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν’ ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγματα, ὅλας τὰς ἁμαρτίας, ὅλα τὰ περασμένα». Οι φράσεις από το κείμενο που ψιθύριζα ηχούυσαν παράξενα, σα να μην έβγαιναν απ’ τα δικά μου χείλη.
Στάθηκα μπροστά στο σπιτάκι που αναπαύονται οι γονείς μου και στόλισα πάνω στο χιόνι ένα ένα τα μανουσάκια. Αισθάνθηκα το χρόνο να ανοίγει και να γίνεται άπειρος. Αλήθεια, δεν ξέρω πόση ώρα ή ώρες έμεινα εκεί να τους μιλώ…
Όταν πια γύριζα σπίτι, αντίκρυσα στον κήπο ενός εγκαταλειμένου από χρόνια σπιτιού ένα σκουρόχρωμο μακρύ σακάκι να σαλεύει αργά, « εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἡ παλιὰ πατατούκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ’ ὤμων…» Ναι! Απρόσμενα εμφανίστηκε εμπρός μου η πατατούκα του κύρ Αλέξανδρου…
Εκείνα τα Χριστούγεννα ήταν στ’ αλήθεια ήταν ένα θαύμα. Δε θα τα ξεχάσω ποτέ.

Μαρινέλλα Βλαχάκη
Ένα παιδικό όνειρο που έγινε πραγματικότητα

«Οι Χριστουγεννιάτικες ιστορίες εμπεριέχουν ένα βιβλίο. Πριν 7 χρόνια όταν είχε εκδοθεί το πρώτο μου βιβλίο το μυθιστόρημα “Η ζωή και τίποτ’ άλλο» βρέθηκα παραμονή Χριστουγέννων στο ιστορικό βιβλιοπωλείο των εκδόσεων “Εστία” επί της οδού Σόλωνος για να συναντήσω την Μάνια Καραιτίδη εμβληματική προσωπικότητα στο χώρο του βιβλίου. Μαζί μου είχα ένα μπουκάλι τσικουδιάς από τα Χανιά. Στην συζήτηση επάνω της είπα “κα Μάνια, σας χρωστώ μεγάλη ευγνωμοσύνη”.
“Γιατί;”, μου απαντά.
“Γιατί πραγματοποιήσατε το όνειρό μου. Όταν ήμουν μικρός διάβαζα πολλά βιβλία της “Εστίας”. Υπήρχε μάλιστα ένα βιβλιοπωλείο στον πιο κεντρικό δρόμο της πόλης που έφερνε συνήθως βιβλία της “Εστίας”. Πήγαινα εκεί, τα χάζευα και προσπαθούσα να διαλέξω. Όμως συνήθως δεν είχα χρήματα κι οι άνθρωποι του Βιβλιοπωλείου είτε μου τα χάριζαν είτε έκανα οικονομίες για να αγοράσω μια άλλη φορά. Από εκείνες λοιπόν τις εκδόσεις που ως παιδί λάτρευα και διάβαζα, έμελλε να εκδοθεί και ένα δικό μου βιβλίο”. Η κυρία Μάνια συγκινήθηκε πάρα πολύ και τότε ήρθε αυτόματα στο μυαλό μου μια άλλη ιστορία που είχε διαδραματιστεί παραμονή Χριστουγέννων και την ρώτησα αν ήθελε να της την αφηγηθώ. Εκείνη βρισκόμενη στο δεύτερο ποτηράκι συμφώνησε με χαρά…
Παραμονή Χριστουγέννων, θα πηγαίναμε να πούμε τα Κάλαντα με τον φίλο και συμμαθητή μου Σταύρο. Μάλιστα μου είπε να είμαι έτοιμος δυο ώρες πιο νωρίς, αξημέρωτα δηλαδή για να… πιάσουμε σειρά. Όταν ετοιμάστηκα για να φύγουμε, με περίμενε η μητέρα μου στην πόρτα με ένα θερμόμετρο και μου είπε: “Δεν θα πας πουθενά. Θα βάλεις το θερμόμετρο για να δούμε την θερμοκρασία σου, γιατί το βράδυ κοιμήθηκες ανήσυχα, βήχεις και έχω την εντύπωση ότι έχεις πυρετό. Εάν έχεις δεν μπορείς να γυρίζεις να λες τα κάλαντα στα σπίτια γιατί θα χειροτερέψει η υγεία σου και θα μείνεις όλα τα Χριστούγεννα στο κρεβάτι”. Μου βάζει το θερμόμετρο και εγώ για να φύγω, έβγαζα το θερμόμετρο από την θέση του ή δεν το έβαζα κανονικά για να μην δείξει ότι είχα πυρετό. Η μάνα μου όμως το κατάλαβε και μου ξανά έβαλε το θερμόμετρο και έκατσε από πάνω μου, μου κρατούσε το χέρι και τελικά το θερμόμετρο έδειξε 38.7. Είχα πυρετό και μου λέει: “Δεν πας πουθενά”.
Εκείνη την στιγμή ακούγεται το σφύριγμα του Σταύρου κάτω από το σπίτι. “Δεν θα πας” μου λέει η μάνα μου. “Και τι θα κάνω, βρε μητέρα, μες το σπίτι;”, της λέω.
“Θα κάτσεις να διαβάσεις”, είπε. Οπότε ο Σταύρος έφυγε με κρύα καρδιά, γιατί έχασε τον συνεργάτη του και έμεινα εγώ στο σπίτι να διαβάσω… Αλλά που μυαλό, να διαβάσω; Εμένα το μυαλό μου ήταν στα κάλαντα, στους φίλους μου και στις εισπράξεις που θα κάναμε και με τις οποίες θα αγόραζα κάποια από τα αγαπημένα μου βιβλία.
Σε κείνη την αρρώστια το “Ταξίδι με τον Έσπερο” του Άγγελου Τερζάκη μου κράτησε συντροφιά. Άρχισα το διάβασμα με κάποιες διακοπές στην αρχή όμως το βράδυ που έμεινα μόνος μου στο σπίτι, το ολοκλήρωσα. Μάλιστα απομόνωσα την παράγραφο του τέλους και είπα: “Αν γίνω ποτέ συγγραφέας, θα την χρησιμοποιήσω”. Όντως έτσι έγινε. Όταν έγραψα το μυθιστόρημα “Η ζωή και τίποτ’ άλλο” η τελευταία παράγραφος είναι η παράγραφος από “Ταξίδι με τον έσπερο”, με κάποιες μικρές διορθώσεις».

Λεωνίδας Κακάρογλου
Γύρω από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι του 195…

Εκείνο το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων ο πατέρας μου χωμένος κάτω από το πάπλωμα έκλαιγε με αναφιλητά. Όλη την ημέρα περίμενε στο ραφτάδικο τους εμπόρους ετοίμων ενδυμάτων να τον πληρώσουν για τις παραγγελίες που τους είχε παραδώσει κι εκείνοι δεν φάνηκαν έστω για να του δώσουν ένα ελάχιστο ποσό έναντι.
Γύρισε σπίτι αργά απαρηγόρητος. Με άδεια χέρια. Χωρίς δώρα. Χωρίς τα συνηθισμένα χριστουγεννιάτικα εδέσματα από την κεντρική αγορά. Η μαμά ίσα που πρόλαβε να ψωνίσει από τα μαγαζάκια της γειτονιάς τα απολύτως απαραίτητα για τη μεγάλη μέρα που ξημέρωνε.
Το μεσημέρι καθίσαμε όλοι γύρω από το λιτό χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Η γιαγιά έκανε το σταυρό της, «δόξα τῷ Θεῷ» είπε και πιάσαμε το πιρούνι. Στο πρόσωπο των γονιών μου κατήφεια. Εκείνη ψύχραιμη είπε: «Και με τα χίλια βάσανα πάλι η ζωή γλυκειά ’ναι. Σήμερα πρέπει να είμαστε χαρούμενοι, γεννήθηκε ο Χριστός, πιο φτωχός από μας. Μη σας βλέπουν έτσι τα παιδιά. Θα έλθουν καλύτερες μέρες». Και, όπως συνήθιζε στα δύσκολα, άρχισε το τραγούδι. Της πατρίδας της ήταν, της Πόλης. Βούρκωσαν τα μάτια της. Έκοψε το τραγούδι, για να διηγηθεί την ιστορία με τα μισοψημένα ψάρια του Μπαλουκλή και τον εξαδάκτυλο βασιλιά Κωνσταντίνο που θα ελευθερώσει την Πόλη. Μετά δάκρυα και σιωπή.
Σε λίγο ο πατέρας μου, γλυκαίνοντας το πρόσωπό του, ύψωσε το ποτηράκι με το κρασί και «εις υγείαν, του χρόνου καλύτερα!» είπε και κίνησε να μιλάει για τα Χριστούγεννα του 1941 στο μέτωπο της Αλβανίας: «…Έβλεπα πως πολυβολώντας από το ύψωμα είχαμε γίνει στόχος των Ιταλών. Κουρουπάκη, θα σκοτωθούμε εδώ, πάμε λίγο παραπέρα, λέω στον διπλανό μου. Μα ο Κρητικός αγύριστο κεφάλι. Αλλάζω θέση μοναχός μου και αμέσως μια ριπή από εχθρικό πολυβόλο τινάζει τα μυαλά τού άλλου στον αέρα. Βλέπεις, Κουρουπάκη, που είχα δίκιο; λέω στο άδειο κεφάλι, αλλά ήταν αργά. Την ώρα της μάχης μια στιγμή χωρίζει τη ζωή από τον θάνατο. Πρέπει να είσαι έτοιμος να την αρπάξεις».
Μετά η κουβέντα γύρισε σ’ άλλες οδυνηρές, χιλιοειπωμένες ιστορίες για την υποχώρηση, τη γερμανική κατοχή, τον εμφύλιο, τους Άγγλους. Η μαμά βρήκε τότε ευκαιρία και είπε: «Α! Η Αγγλία δεν πιάνεται φίλος, να το ξέρετε. Το κατάλαβα στο όνειρό μου ξημερώνοντας Χριστούγεννα του 1944. Ένας σκύλος με τη μούρη τού Τσώρτσιλ με κυνηγούσε γαυγίζοντας απειλητικά. Όλο έκανα να του ξεφύγω κι όλο βρισκόταν πίσω μου έτοιμος να με κατασπαράξει, ώσπου με ξύπνησαν οι σειρήνες κι έτρεξα στο καταφύγιο…».
«Αυτά πέρασαν, ξεχάστε τα», διέκοψε η γιαγιά, «είναι πιο καλά τώρα. Το τραπέζι μας δεν είναι πλούσιο, αλλά έχει την πολίτικη νοστιμάδα. Αν τα είχαμε αυτά τότε, θα ήμασταν τρισευτυχισμένοι. Χαρείτε τη ζωή, είναι μπροστά σας. Και λεφτά θα κάνετε και τα παιδιά θα ζήσουν σ’ έναν κόσμο καλύτερο, με ειρήνη και ομόνοια… Και την Πόλη θα πάρουμε», είπε με σιγουριά. Έκανε ξανά το σταυρό της και σηκώθηκε από το τραπέζι. Μας φίλησε, πήγε στη γωνιά της κι έπιασε να τραγουδάει τον αμανέ της.

Αγγελική Καραθανάση – Μανουσάκη
Το δέντρο

Πέντε παιδιά είχε η κυρά Λένη και τα
Χριστούγεννα ένα δέντρο με χρυσόχαρτα.
Ούτε κερί ούτε ηλεκτρικό. Μια λάμπα
πετρελαίου μόνο στο μικρό δωμάτιο. Εκεί
τρώγανε, εκεί κοιμόντουσαν. Θυμάμαι εκείνα
τα χρυσόχαρτα, περιτυλίγματα από φτηνά
σοκολατάκια που τα μαζεύανε στο δρόμο τα
παιδιά και στόλιζαν το δέντρο.

Ελένη Μαρινάκη
Τα Χριστούγεννα, που ήρθε ο Χριστός στο σπίτι μας!

«Γιαγιά μου, θες να σου πω το Χιόνια στο καμπαναριό;», με ρωτά ξαφνικά, πέφτοντας στην αγκαλιά μου, η μικρή Ευρυδίκη. Και χωρίς να περιμένει απάντηση, αρχίζει να τραγουδά! Χαμογελώ, κλείνω τα μάτια, και… κοίτα να δεις, στο πι και φι ξαναγίνομαι παιδί!
Και βρίσκομαι χιλιάδες μίλια μακριά από δω. Στην Σαμοθράκη. Στο μικρό χωριό μου, που τυλιγμένο στην απέραντη σιγαλιά, την άσπιλη λευκότητα, την αστραφτερή φρεσκάδα του χιονιού, προσμένει τα Χριστούγεννα. Πηγαίνω στην Δευτέρα Δημοτικού. Κι έχω χαρά που είμαι η Παναγίτσα στη γιορτή του Σχολείου… Χαρά, γιατί έμαθα πώς οι άγγελοι ανεβοκατεβαίνοντας στον ουρανό τη νύχτα που γεννήθηκε ο Χριστός, έλεγαν το όνομά μου! Χαρά, γιατί η δασκάλα μας είπε, πως ο Χριστός, που γεννιέται κάθε χρόνο, πάντα ψάχνει σπίτι για να γεννηθεί… και χτυπά τις πόρτες των… φτωχών ανθρώπων, γιατί κι Εκείνος ήταν φτωχός… πιο φτωχός κι από τους φτωχούς! Σκέφτηκα ακούγοντάς την, πως μπορεί τούτα τα Χριστούγεννα να έρθει ο Χριστός στο δικό μας σπίτι! Κι αποφάσισα να ξενυχτήσω για να Τον περιμένω… Παραμονή Χριστουγέννων. Νύχτα βαθιά. Μια γλυκιά προσμονή με κρατά ξύπνια. Τον περιμένω! Αν έρθει, θ’ ακούσω το χτύπημά Του, θα Του ανοίξω την πόρτα μας, θα Τον υποδεχτώ!… Με το χάραμα, ακούγεται η καμπάνα της Παναγιάς. Η μαμά μου, από ώρα σηκωμένη, με σκουντά απαλά. «Έλα, μάτια μου! Χριστός γεννιέται! Πρέπει να ετοιμαστούμε για την εκκλησία!», λέει χαρούμενα. Πού τη βρίσκει τη χαρά; Είμαι λυπημένη που δεν ήρθε!… Στην εκκλησιά δεν προσέχω καθόλου τον παπά Γιώργη, ούτε τους ψάλτες! Έχω καρφώσει το βλέμμα μου στην Πέλα, την συμμαθήτριά μου. Και τι δεν θα ‘δινα ν’ αλλάξω το καινούργιο φανελένιο λουλουδάτο φουστάνι μου, το ξεθωριασμένο μάλλινο παλτό μου, τις πλεχτές κάλτσες, τα τερλίκια και τις γαλότσες μου με το χιονάτο λούτρινο παλτό της, το μπλε βελούδινο με το κάτασπρο δαντελένιο γιακαδάκι φουστάνι της, τα αστραφτερά λουστρινένια παπούτσια της! Λαχταρώ να είμαι στη θέση της! Κι ας μην έρθει ποτέ ο Χριστός στο σπίτι μας!… «Γιαγιά μου, σου άρεσε το τραγούδι μου;» ρωτά η Ευρυδίκη, επαναφέροντάς με στην… τάξη! Κι όμως, ήρθε ο Χριστός, εκείνα τα Χριστούγεννα στο σπίτι μας, συλλογιέμαι. Ήταν ο Μιχαλιός. Ο πιο φτωχός από τους φτωχούς του χωριού! Τον βρήκαμε, γυρίζοντας από την εκκλησιά, στα σκαλοπάτια του σπιτιού μας. Ξεπαγιασμένο, λυπημένο, νηστικό! Η μάνα μου τον καλοδέχτηκε. Μοιραστήκαμε μαζί του τη σούπα μας, το ψωμί μας, τη ζεστασιά του τζακιού μας! Την βαθιά, την αληθινή χαρά των Χριστουγέννων!

Ευδοκία Σκορδαλά-Κακατσάκη


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα