Η ιστορία της Ευρώπης είναι γεµάτη από αίγλη και µεγαλείο· αυτοκρατορίες άνθιζαν και κατάρρεαν, από την Αθηναϊκή ∆ηµοκρατία, τη Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία, την Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως τη Γαλλική και τη Βρετανική αποικιοκρατία. Ωστόσο, η σηµερινή Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αντιµετωπίζει σοβαρές προκλήσεις: την τεχνολογική κυριαρχία των ΗΠΑ και της Κίνας, την γεωπολιτική αποδυνάµωση και, πλέον, τις συνέπειες του αθέµιτου εµπορίου και των δασµών. Η ερώτηση που τίθεται επιτακτικά είναι: εάν το αθέµιτο εµπόριο και οι δασµοί είναι η χαριστική βολή για την Ευρώπη;
Η Ευρώπη σε πτώση: από το παρελθόν στο παρόν: Οι Ευρωπαίοι έµαθαν από νωρίς να πιστεύουν ότι η ήπειρός τους δεσπόζει στον παγκόσµιο χάρτη. Η ∆ιάσκεψη του Βερολίνου (1884) —όπου η Αφρική «µοιράστηκε» µεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάµεων— σφράγισε την Ευρώπη ως κέντρο της παγκόσµιας ισχύος. Οι δύο Παγκόσµιοι Πόλεµοι, κατεξοχήν ευρωπαϊκές τραγωδίες, επιβεβαίωσαν τον ρόλο της. Σήµερα όµως οι σηµαντικότερες τεχνολογικές εξελίξεις γίνονται στις ΗΠΑ και στην Κίνα, ενώ η ευρωπαϊκή βιοµηχανία έχει αρχίσει να συρρικνώνεται. Η Βρετανία, άλλοτε η µόνη υπερδύναµη, βιώνει τη «µετα-Brexit» φθορά της. Η διάχυτη εντύπωση ότι η Ευρώπη «παραµένει στο παιχνίδι» καταρρέει µπροστά σε στοιχεία όπως το µείγµα ρυθµού αύξησης του ΑΕΠ, η επενδυτική δυναµική και η καινοτοµία — όπου η ΕΕ υστερεί πλέον σταθερά έναντι ΗΠΑ και Κίνας.
Το αθέµιτο εµπόριο ως απειλή: Οι αθέµιτες πρακτικές ορισµένων ασιατικών οικονοµιών —κυρίως της Κίνας µε εµπορικό πλεόνασµα περίπου 1,3 τρις το 2024— συνίστανται σε επιδοτήσεις κρατικών επιχειρήσεων, ποσοστώσεις εισαγωγών, διαρκή υποτίµηση του εθνικού νοµίσµατος, κεφαλαιακούς ελέγχους, και τιµές εξαγωγών κάτω του κόστους. Αυτές οι πρακτικές έχουν οδηγήσει σε εµπορικά ελλείµµατα πολλών χωρών, συµπεριλαµβανοµένων των ΗΠΑ και της ΕΕ. Η ΕΕ έχει έλλειµµα $303 δις µε την Κίνα, και οι ΗΠΑ $295 δις µε την Κίνα το 2024. Η ΕΕ εισάγει το 21,3% των εισαγωγών της από την Κίνα.
Οι ΗΠΑ µε εισαγωγές το 2024 $4,11 τρις και εξαγωγές $3,19 τρις είχαν εµπορικό έλλειµα $1,21 τρις. Αφαιρώντας το πλεόνασµα των υπηρεσιών ($295 δις) το καθαρό έλλειµα ήταν $917 δις. Ως αντίδραση, οι Ηνωµένες Πολιτείες κήρυξαν «εθνική έκτακτη ανάγκη» τον Απρίλιο του 2025, επιβάλλοντας 10 % δασµό σε όλα τα εισαγόµενα αγαθά από 5 Απριλίου και ακολούθως αµοιβαίους δασµούς (11 – 50 %) σε 57 χώρες, συµπεριλαµβανοµένης της ΕΕ, οι οποίοι στις 9 Απριλίου αναβλήθηκαν για 90 ηµέρες ώστε να υπάρξει περιθώριο διαπραγµατεύσεων για την µείωση των δασµών και την άρση των αθέµιτων πρακτικών στο διεθνές εµπόριο.
Οι διαπραγµατεύσεις των 90 ηµερών: Στις 2 Απριλίου 2025, ο Αµερικανός πρόεδρος διέταξε παύση για 90 ηµέρες των βασικών δασµών σε χώρες όπως η ΕΕ, η οποία είχε προγραµµατίσει αντιδασµούς ύψους €21 δις. Ταυτόχρονα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπό τον Επίτροπο Σέφκοβιτς, ανέβαλε την εφαρµογή των δικών της αντιδασµών για 90 ηµέρες και επεξεργάζεται πρόταση αγοράς αµερικανικών προϊόντων (υγροποιηµένο φυσικό αέριο, σόγια κ.ά.) αξίας €50 δις, ώστε να µειωθεί το εµπορικό έλλειµµα µε τις ΗΠΑ όπου το 2024 ήταν $236 δις, µείον πλεόνασµα υπηρεσιών ΗΠΑ $75 δις, άρα καθαρό έλλειµα ΕΕ µε ΗΠΑ $161 δις.
Αυτές οι κινήσεις αποδεικνύουν ότι η ΕΕ συντάχθηκε —τυπικά τουλάχιστον— µε τις ΗΠΑ στην προσπάθεια καταπολέµησης των αθέµιτων πρακτικών των τρίτων χωρών αλλά η ΕΕ δεν προστατεύεται από τον αθέµιτο ανταγωνισµό που ήδη υπόκειται. Οπότε, η ΕΕ θα παραµείνει µόνη της στην αντιµετώπιση των εµπορικών της ελλείµµατων κυρίως µε αυτό της Κίνας (€303 δις).
Η Ευρώπη µετά τις αθέµιτες πρακτικές- µια κρίσιµη επιλογή: Όταν οι ΗΠΑ επιτύχουν µείωση του εµπορικού ελλείµµατος µέσω συµφωνιών µε Ινδία, Νότια Κορέα, Ιαπωνία, ΕΕ κ.ά., η Κίνα θα στραφεί σε άλλες αγορές, κυρίως στην ΕΕ πού εισάγει το 21.3% των εισαγωγών της από την Κίνα, δυσχεραίνοντας περαιτέρω τις ευρωπαϊκές εταιρίες να εξάγουν τα ευρωπαϊκά προϊόντα τους. Τα αγαθά που η Κίνα δεν θα εξάγει πλέον στις ΗΠΑ, ενδέχεται να «κατευθυνθούν» προς την ΕΕ —αυξάνοντας το έλλειµµα της ΕΕ µε την Κίνα. Το δίληµµα για την ΕΕ είναι διττό:
Να εναρµονισθεί πλήρως µε τις ΗΠΑ, αλλά και µε άλλες ελλειµµατικές χώρες ρίχνοντας όλους τους πόρους στην καταπολέµηση της κινεζικής υπεροχής —µία επιλογή όµως που απαιτεί µεγαλύτερη συνέργεια σε τοµείς όπως ενέργεια, έρευνα και ανάπτυξη και κοινή βιοµηχανική στρατηγική για να µπορέσει να προστατευθεί από τις χώρες που ακολουθούν αθέµητες πρακτικές στο διεθνές εµπόριο.
Να επιχειρήσει µια «ευρωπαϊκή λύση», µε δικά της κίνητρα προστασίας της εγχώριας παραγωγής (δασµοί, επιδοτήσεις), ρισκάροντας την επιδείνωση των σχέσεων µε τις ΗΠΑ και πιθανή περιθωριοποίηση στις αµερικανικές αγορές.
Επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά: Η προστασία της ευρωπαϊκής βιοµηχανίας µε δασµούς ή ποσοστώσεις θα οδηγήσει αναγκαστικά σε αύξηση των προϊόντων «make in EU». Ωστόσο, χωρίς επενδύσεις σε κρισιµες τεχνολογίες (αµυντική υποδοµή, ψηφιακή βιοµηχανία, τεχνητή νοηµοσύνη κλπ.), οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις κινδυνεύουν να µείνουν πίσω. Παράλληλα, αυξηµένα δασµολογικά εµπόδια αυξάνουν το κόστος εισροών (π.χ. ενεργειακά προϊόντα, σπάνιες γαίες), καθιστώντας λιγότερο ανταγωνιστικά τα ευρωπαϊκά προϊόντα στο παγκόσµιο εµπόριο.
Πολιτικές και γεωπολιτικές διαστάσεις: Η ΕΕ οφείλει να συνδυάσει οικονοµικά και γεωπολιτικά κίνητρα. Αν παραµείνει «θολή» στις επιδιώξεις της, θα βρεθεί σε ανακωχή ανάµεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, χωρίς τη βούληση ή τη δυνατότητα να επιτύχει κανένα από τα δύο. Μια αµυνόµενη ΕΕ, που θα εστιάζει αποκλειστικά σε δασµούς χωρίς συνοδευτικό σχεδιασµό βιοµηχανικής πολιτικής, θα καταλήξει σε εσωτερική διάσπαση: κράτη-µέλη µε ισχυρή βιοµηχανική παράδοση (Γερµανία, Γαλλία) θα συγκρούονται µε λιγότερο παραγωγικές οικονοµίες (Μάλτα, Βουλγαρία), υπονοµεύοντας την ενότητα της Ένωσης.
Εναλλακτικές λύσεις και προτάσεις: Μερικές στρατηγικές που η ΕΕ θα µπορούσε να ακολουθήσει είναι:
Κοινή ευρωπαϊκή βιοµηχανική στρατηγική: συντονισµός επενδύσεων σε κρίσιµους κλάδους (µικροηλεκτρονική, τεχνητή νοηµοσύνη, νέα υλικά κλπ. ), µε κοινοτικό «Ταµείο Καινοτοµίας» και χρηµατοδότηση µέσω ΕΤΠΑ και NextGenerationEU.
∆ιαπραγµατευτικός άξονας µε ΗΠΑ: αξιοποίηση του τεράστιου αµερικανικού κεφαλαίου και τεχνογνωσίας για κοινές ventures, π.χ. στους τοµείς της αµυντικής βιοµηχανίας και της ψηφιακής µετάβασης, ώστε να εξισορροπηθούν οι πιέσεις των κινεζικών και άλλων εταιρειών.
Συµφωνίες ελεύθερων ζωνών µε τρίτες χώρες: µε έµφαση σε αναδυόµενες αγορές (Ινδία, χώρες ASEAN, Αφρική κλπ.), για να δηµιουργηθούν εναλλακτικές ροές εµπορίου.
Βιωσιµότητα και ευελιξία: ενθάρρυνση ενεργειακών επιχειρήσεων, χρήση ηλεκτρικής ενέργειας από άλλες πηγές όχι µόνο από τις ΑΠΕ, και στρατηγική αποθεµατοποίηση κρίσιµων υλικών, ώστε να µην επαναληφθεί η εξάρτηση από εξαγωγές τρίτων χωρών.
Το αθέµιτο εµπόριο και οι αµοιβαίοι δασµοί απειλούν την ΕΕ όχι µόνο οικονοµικά, αλλά και πολιτικά· δεν πρόκειται απλώς για «εµπορική διαµάχη», αλλά για το διακύβευµα της βιωσιµότητας της ευρωπαϊκής βιοµηχανίας, της κοινωνικής συνοχής και της γεωπολιτικής αυτονοµίας.
Η επιλογή είναι καθαρή: ή η ΕΕ θα ανασυνταχθεί µε κοινό σχέδιο βιοµηχανικής ανάπτυξης και διαπραγµατευτικό προσανατολισµό που συνδυάζει ΗΠΑ και τρίτες αγορές, ή κινδυνεύει να παραµείνει «παρατηρητής» ενός κόσµου που µετασχηµατίζεται ταχύτατα, ενώ η παλαιά ευρωπαϊκή αίγλη θα γίνει απλώς ένα τουριστικό αξιοθέατο.
∆εν θα πρέπει να µας διαφεύγει ότι οι δασµοί δεν είναι η καλύτερη λύση για να εξισορροπηθεί το παγκόσµιο εµπόριο και να µετριαστούν ή να εξαλειφθούν οι αθέµιτες πρακτικές του διεθνούς εµπορίου. Η βέλτιστη λύση θα ήταν οι χώρες µε εµπορικά ελλείµατα να συνασπιστούν και να υποχρεώσουν τις χώρες που συσσωρεύουν εµπορικά πλεονάσµατα, να εγκαταλείψουν την χρήση αθέµιτων πρακτικών στο διεθνές εµπόριο, να εισάγουν προϊόντα ώστε να µειωθούν τα πλεονάσµατα τους, να αναπτύξουν την εσωτερική κατανάλωση και να µειώσουν την υπερπαραγωγή τους. Χωρίς ένα τέτοιο συνασπισµό, υπάρχει ο κίνδυνος µόνο οι ΗΠΑ να αποτρέψουν τις αθέµιτες πρακτικές των άλλων χωρών προς τις ΗΠΑ. Έτσι οι υπόλοιπες ελλειµµατικές χώρες συµπεριλαµβανοµένου και της ΕΕ, θα συνεχίζουν µόνες τους και αδύναµες, να υπόκεινται τις αθέµιτες πρακτικές, οι οιποιες θα γίνουν ακόµα πιο σφοδρές και µέσω της αύξησης των εµπορικών ελλειµάτων τους, θα «µεταναστεύει» ο πλούτος τους προς τις πλεονασµατικές χώρες.
*Ο Γιώργος Ατσαλάκης είναι οικονοµολόγος, αναπληρωτής καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Ανάλυσης ∆εδοµένων και Πρόβλεψης