Κυριακή, 1 Δεκεμβρίου, 2024

Από τη συνθήκη της Λωζάννης στο ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930

» Ο Δύσκολος αγώνας του Βενιζέλου για τη θεμελίωση της ειρηνικής συνάπαρξης των δύο λαών

 

 

Με αφορμή την επέτειο του θανάτου του Ελευθερίου Βενιζέλου (18 Μαρτίου 1936) και την πραγματοποίηση διήμερων εκδηλώσεων για τον μεγάλο πολιτικό το Σαββατοκύριακο 30 και 31 Μαρτίου, επιχειρώ μια σύντομη αναφορά στις δραματικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και τον δύσκολο αγώνα του Βενιζέλου μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923). Επίσης γίνεται σύντομη αναφορά στις μεγάλες αντιξοότητες που αντιμετώπισε στην προσπάθεια του να αποκαταστήσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και στην υπογραφή του Ελληνοτουρκικού συμφώνου φιλίας (Οκτώβριος 1930).

Ν.Π.

 

Αντιμέτωπος με ένα αρνητικό διεθνές περιβάλλον και τις εξωφρενικές διεκδικήσεις των νικητών του πολέμου

 

Αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, στις 13 Σεπτεμβρίου 1922, ένα αεροπλάνο, πετώντας πάνω από την Αθήνα, σκορπούσε προκηρύξεις. Ήταν το τελεσίγραφο του επαναστατημένου στρατού και στόλου, που έπλεε απειλητικός προς την Αττική. Οι επαναστάτες, με επικεφαλής τους συνταγματάρχες Ν. Πλαστήρα και Στ. Γονατά, απαιτούσαν την παραίτηση του βασιλιά Κωνσταντίνου υπέρ του διαδόχου Γεωργίου, τη διάλυση της Βουλής, τον ορισμό νέας κυβέρνησης, τη διενέργεια εκλογών και την τιμωρία των υπαιτίων της Καταστροφής. Το καθεστώς κατέρρεε και η διάθεση για δυναμική υπεράσπιση του Κωνσταντίνου ήταν εντελώς υποτονική. Ο πιστός στο παλάτι συνταγματάρχης Κωνσταντινόπουλος έτρεξε στα Μεσόγεια για να αντλήσει δυνάμεις από τη μεγάλη δεξαμενή των βασιλοφρόνων. Αδίκως όμως· οι χωρικοί τού απάντησαν ότι έπρεπε πρώτα να τελειώσουν τον τρύγο και μετά να πολεμήσουν για τον βασιλιά. Δεν υπήρχε άλλη λύση, εκτός από την παραίτηση. Αυτό συμβούλευσε τον Κωνσταντίνο ο Μεταξάς, ο οποίος και συνέταξε τα μηνύματα του βασιλιά προς τον ελληνικό λαό και την κυβέρνηση. Ήταν δύο κείμενα γεμάτα έπαρση και θρασύτητα. Σε αυτά, ο μονάρχης θεωρούσε τη Μικρασιατική Καταστροφή «ατύχημα», ενώ χαρακτήριζε «σφαλερή» την κατακραυγή εναντίον του, την οποία και χρέωνε σε μια μικρή μερίδα των «υπηκόων του». Εντούτοις, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος και εκφράζοντας μια παρωχημένη μοναρχική αντίληψη, δήλωνε ευτυχής που, για μια ακόμα φορά, θα θυσίαζε τον εαυτό του για την Ελλάδα. Η επανάσταση, υποκύπτοντας στις αξιώσεις του, τον προικοδότησε με 10.000 λίρες. Στις 14 Σεπτεμβρίου νέος βασιλιάς ορκίστηκε ο Γεώργιος Β΄. Την επομένη ο Κωνσταντίνος εγκατέλειψε για πάντα την Ελλάδα. Έπειτα από λίγους μήνες, στις 29 Δεκεμβρίου 1922, πέθανε στο Παλέρμο της Σικελίας, έπειτα από εγκεφαλική συμφόρηση, σε ηλικία πενήντα τεσσάρων ετών.
Τη μέρα της παραίτησης του Κωνσταντίνου η Αθήνα καταλήφθηκε από τις επαναστατικές δυνάμεις. Η Δέλτα περιγράφει την άφιξη του Πλαστήρα: «Κι ἐκεῖνο τὸ μεσημέρι μπῆκε ὁ Πλαστήρας στὴν Ἀθήνα, μαῦρος, σκονισμένος, σκοτεινός, παλιοντυμένος, ἀδύνατος, ἄγριος, μὲ σφιγμένα δόντια καὶ μάτια ὅπου ἔβλεπες τὴν ἀπελπισία». Οι φωτογραφίες τον απεικονίζουν καβάλα στο άλογό του, τριγυρισμένο από χιλιάδες κόσμο, που ήταν έτοιμος να τον αποθεώσει. Εκείνος όμως τους φώναζε οργισμένος: «Τί ζητωκραυγάζετε; Ἐπιστρέφομε νικημένοι, κατεστραμμένοι».

Το απελπισμένο βλέμμα του Πλαστήρα πρόδιδε την ανησυχία και τον φόβο που κατείχε τους πάντες για την επόμενη μέρα. Ο στρατός έπρεπε να αναδιοργανωθεί από τα συντρίμμια του, για να μπορέσει η χώρα να διαπραγματευθεί σοβαρά με τον Κεμάλ, οι λιποτάκτες και οι φυγάδες να γυρίσουν στις μονάδες τους και οι χιλιάδες αιχμάλωτοι να επαναπατριστούν. Ο αριθμός των προσφύγων –σχεδόν ενάμισι εκατομμύριο– προκαλούσε ίλιγγο. Σε λίγο θα έμπαινε ο χειμώνας και η εξασφάλιση προσωρινής έστω στέγης και διατροφής ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου γι’ αυτούς τους δυστυχισμένους ανθρώπους. Το βάρος ήταν δυσβάσταχτο για την εξουθενωμένη οικονομία. Στο έδαφος αυτό, ήταν υπαρκτός ο κίνδυνος εσωτερικών ταραχών και η απειλή εγκαθίδρυσης μιας σκληρής στρατιωτικής δικτατορίας, όπως αυτές που είχαν αρχίσει να φυτρώνουν στα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη.
Η επαναστατική κυβέρνηση κατέφυγε στον Βενιζέλο, που ήταν εξόριστος στη Γαλλία, και του ζήτησε να αναλάβει την εκπροσώπηση της ηττημένης Ελλάδας στις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία που ξεκινούσαν στη Λωζάννη. «Ο Πρόεδρος ανεχώρησε προχθές μελαγχολικός και απογοητευμένος για το άχαρες έργον που έχει να εκπληρώση», έγραφε τον Νοέμβριο του 1922 για τον Ελευθέριο Βενιζέλο η σύζυγός του Έλενα περιγράφοντας τα συναισθήματά του ενόψει της έναρξης των διαπραγματεύσεων στη Λωζάννη. Άρχιζε τότε μία από τις μεγαλύτερες περιπέτειες της ζωής του.

Οι εργασίες της διάσκεψης ξεκίνησαν στις 7/20 Νοεμβρίου 1922 και η ελληνική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Βενιζέλο προσερχόταν στις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία μετά από μία συντριπτική στρατιωτική ήττα που είχε υποστεί η Ελλάδα, με χιλιάδες νεκρούς και αιχμαλώτους, αντιμέτωπη με μια τεράστια ανθρωπιστική και οικονομική κρίση. Οι νικητές του πολέμου ζητούσαν την επιβολή εξουθενωτικών όρων, που ισοδυναμούσαν με ακρωτηριασμό και οικονομική εξουθένωση της Ελλάδας.

Η χώρα εξακολουθούσε να είναι διχασμένη και σε διεθνές επίπεδο η διπλωματική ισχύς της είχε εκμηδενιστεί. Στην Αγγλία είχε τεθεί τέλος στην πολιτική κυριαρχία του Λόιντ Τζορτζ, που δεν άντεξε το βάρος της συντριβής των Ελλήνων στη Μικρά Ασία. Ο Γάλλος πρωθυπουργός Ρεϊμόν Πουανκαρέ και ο νέος Ιταλός πρωθυπουργός Μπενίτο Μουσολίνι κάθε άλλο παρά ευνοϊκή στάση είχαν απέναντι στην Ελλάδα.

Στη διάσκεψη, εκτός από την Αγγλία, τη Γαλλία και την Ιταλία, συμμετείχαν η Ιαπωνία, η Ρουμανία και η Σερβία, ενώ σε κάποιες συνεδριάσεις έλαβαν μέρος και άλλα μικρά κράτη. Επίσης, οι ΗΠΑ σε ρόλο παρατηρητή και η Σοβιετική Ένωση και η Βουλγαρία αποκλειστικά για τη ρύθμιση του καθεστώτος του διάπλου των Στενών.

Ο επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας Ισμέτ πασάς (Ινονού) στην εναρκτήρια ομιλία του φρόντισε να αποσιωπήσει τους εξοντωτικούς διωγμούς κατά των Αρμενίων και των Ελλήνων. Αυτό που είχαν αποσιωπήσει οι Τούρκοι ο Βενιζέλος το επανέφερε εμφατικά: υπενθύμισε ότι από το 1914 και κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η τουρκική κυβέρνηση αποφάσισε να εξοντώσει τους μη τουρκικούς πληθυσμούς με ομαδικούς εκτοπισμούς και γενικευμένη τρομοκρατία. «Τη χώρα μου», διακήρυξε ο Βενιζέλος, «δεν την έφερε στη Μικρά Ασία και τον Ελλήσποντο μια βουλιμία εδαφική ή ένα αίσθημα σφετερισμού ξένης ιδιοκτησίας […], αλλά τα υψηλά ιδεώδη της ελευθερίας και το καθήκον της σωτηρίας δύο εκατομμυρίων ανθρώπων».

Με τη Σμύρνη και την Ανατολική Θράκη να έχουν χαθεί οριστικά, οι Τούρκοι αξίωσαν δημοψήφισμα για τη Δυτική Θράκη. Ο Βενιζέλος αντέταξε ότι δεν είχαν κανένα νομικό δικαίωμα στα εδάφη αυτά, εφόσον τα είχαν παραχωρήσει στη Βουλγαρία και εν συνεχεία αυτά με τη Συνθήκη του Νεϊγί (1919) είχαν περιέλθει στην Ελλάδα. Επιπλέον, οι πληθυσμιακές αναλογίες είχαν μεταβληθεί σαφώς υπέρ της ελληνικής πλευράς. Οι Τούρκοι κινητοποίησαν τη βουλγαρική πλευρά ως αντίβαρο. Ακολούθησαν έντονοι διάλογοι μεταξύ του Βενιζέλου και του Βούλγαρου πρωθυπουργού Αλεξάνταρ Σταμπολίσκι. Η παρέμβαση του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών λόρδου Κόρζον, που προήδρευε στη διάσκεψη, ήταν ευνοϊκή: το καθεστώς της Δυτικής Θράκης είχε ρυθμιστεί οριστικά με τη Συνθήκη του Νεϊγί. Γάλλοι και Ιταλοί υποχρεώθηκαν να συνταχθούν με τη γνώμη του και ο Ισμέτ απομονωμένος δεν επανέφερε το θέμα. Η Δυτική Θράκη είχε σχεδόν κερδηθεί για την Ελλάδα.

Ακολούθησε έντονη αντιπαράθεση για τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Η Τουρκία ζητούσε να της επιστραφούν η Ίμβρος, η Τένεδος και η Σαμοθράκη. Ταυτόχρονα εκδήλωνε έντονο ενδιαφέρον για τη Λήμνο, τη Λέσβο, τη Χίο, τη Σάμο και την Ικαρία. Εάν δεν παραδίδονταν στην Τουρκία, ο Ισμέτ απαιτούσε να ουδετεροποιηθούν και να αφοπλιστούν για να διασφαλιστεί η άμυνα της χώρας του. Ο Βενιζέλος αντέταξε αμέσως το επιχείρημα ότι κατοικούνταν αποκλειστικά από Έλληνες και ότι η ασφάλεια της Τουρκίας δεν κινδύνευε από τα νησιά, άλλωστε κατά τη μικρασιατική εκστρατεία βάση εξόρμησης του ελληνικού στρατού ήταν η ηπειρωτική Ελλάδα.
Στις 15 Νοεμβρίου η απόφαση της υποεπιτροπής εμπειρογνωμόνων απογοήτευσε τους Τούρκους. Στην Ελλάδα κατακυρωνόταν το σύνολο των διεκδικούμενων νησιών. Ωστόσο, η Ίμβρος και η Τένεδος δόθηκαν στη συνέχεια στην Τουρκία για να δεχθεί να υπογράψει την τελική συνθήκη. Για τη Λέσβο, τη Χίο, τη Σάμο και την Ικαρία αποφασίστηκε να επιβληθούν περιορισμοί στον αριθμό των στρατιωτικών δυνάμεων και απαγορεύσεις ως προς τα οχυρωματικά έργα, καθώς η υποεπιτροπή αποδέχθηκε πως ένας ολοκληρωτικός αφοπλισμός θα τα άφηνε στο έλεος της Τουρκίας. Από το 1914 οι τουρκικές κυβερνήσεις διεκδικούσαν συστηματικά τα νησιά, στη Λωζάννη η Ελλάδα τα κέρδισε οριστικά. Σε ό,τι αφορά τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη η στρατιωτικοποίησή τους συνδέθηκε με τη μεταγενέστερη Σύμβαση του Μοντρέ (1936).

Οικουμενικό Πατριαρχείο

 

Έμεναν σε εκκρεμότητα το μέλλον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η τύχη των προσφύγων και η θηριώδης πολεμική αποζημίωση που απαιτούσαν οι Τούρκοι. Ωστόσο, οι διαφορές της Άγκυρας με τους Αγγλογάλους άνοιγαν παράθυρα ευκαιρίας για την Ελλάδα. Ήταν όμως έτοιμος ο ελληνικός στρατός για μια αστραπιαία πολεμική επιχείρηση στην Ανατολική Θράκη; Το ερώτημα αυτό απηύθυνε ο Βενιζέλος στην κυβέρνηση της Αθήνας, επισημαίνοντας ότι ήταν απαραίτητη η συμμετοχή της Σερβίας και η ανοχή των Αγγλογάλλων. Η σερβική κυβέρνηση απέρριψε την ελληνική πρόταση, ενώ αρνήθηκε να καλύψει τα νώτα της Ελλάδας σε πιθανή βουλγαρική επίθεση. Η στάση της Σερβίας ενίσχυσε τις επιφυλάξεις του Βενιζέλου, ο οποίος τηλεγράφησε στον Πλαστήρα ότι χωρίς την υποστήριξη του Βελιγραδίου ήταν σαν να έπαιζαν την τύχη της Ελλάδας στα χαρτιά. Ένα απαισιόδοξο μήνυμα του πρωθυπουργού Στυλιανού Γονατά ενίσχυσε τις ανησυχίες του. Πάντως ο Βενιζέλος βολιδοσκόπησε και τις αγγλικές διαθέσεις χωρίς όμως να βρει ανταπόκριση.
Με τους Τούρκους να παραμένουν ανυποχώρητοι στο ζήτημα της εκδίωξης του Πατριαρχείου από την Κωνσταντινούπολη, ο Βενιζέλος, με μια καλά οργανωμένη εκστρατεία, κατόρθωσε να κερδίσει την υποστήριξη της διεθνούς κοινής γνώμης. Ταυτόχρονα προειδοποίησε ότι δεν θα υπέγραφε ποτέ μια συνθήκη που θα απομάκρυνε το Πατριαρχείο, καθώς πίστευε ότι δεν είχε το δικαίωμα να υπαγάγει έναν οικουμενικό θεσμό στο στενό πλαίσιο των ελληνοτουρκικών διαφορών. Αποδέχθηκε όμως τη λύση την οποία είχε σχεδιάσει παρασκηνιακά με τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Λόρδο Κόρζον: στο εξής ο Πατριάρχης θα περιοριζόταν μόνο στα εκκλησιαστικά και πνευματικά του καθήκοντα. Και με έναν ελιγμό που ικανοποιούσε τον τουρκικό εγωισμό, θυσίασε τον στενό του φίλο, Πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη. Με τους όρους αυτούς η Τουρκία συμφώνησε στην παραμονή του Πατριαρχείου.

 

Η ανταλλαγή των πληθυσμών: μια δύσκολη απόφαση

Στο μεταξύ τις ψευδαισθήσεις των προσφύγων για επιστροφή στις εστίες τους άρχισαν να εμπορεύονται οι λογής λογής δημαγωγοί και ο κίτρινος Τύπος στην Αθήνα. Ο Βενιζέλος ήταν και πάλι πρωταγωνιστής, στον πιο άχαρο ρόλο της ζωής του. Ο Μιχαήλ Θεοτοκάς, νομικός σύμβουλος της ελληνικής αντιπροσωπείας, τον περιγράφει να περνά μέρες βασανιστικές και νύχτες άγρυπνες: «Αἴφνης, μίαν ἡμέραν ἀπεφάσισε». Η απόφασή του ήταν οριστική και αμετάκλητη. Αλλά ενώ οι Τούρκοι αρχικά είχαν δεχθεί να εξαιρεθούν από την ανταλλαγή οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης, ανάμεσα στους ποταμούς Έβρο και Νέστο, ξαφνικά απαίτησαν να εξαιρεθούν και οι 200.000 μουσουλμάνοι που κατοικούσαν μεταξύ των ποταμών Στρυμόνα και Νέστου. Οι Τούρκοι δεν βρήκαν συμμάχους στις νέες απαιτήσεις τους και έτσι στις 17/30 Ιανουαρίου 1923 υπογράφηκαν στη Λωζάννη δύο συμβάσεις: μία για την ανταλλαγή των πληθυσμών και μία για την ανταλλαγή αιχμαλώτων και πολιτών που ήταν όμηροι. Η δεύτερη συμφωνία ευνοούσε την ελληνική πλευρά, που είχε εγκαταλείψει πολύ περισσότερους αιχμαλώτους στα χέρια των Τούρκων. Από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν τελικά οι Έλληνες της Πόλης και οι μουσουλμάνοι της δυτικής Θράκης.

Τη στιγμή που ο Βενιζέλος έθετε την υπογραφή του στη σύμβαση, στην Αθήνα ξεσπούσαν διαδηλώσεις και στη Λωζάννη έφταναν τηλεγραφήματα προσφυγικών οργανώσεων, που τον κατηγορούσαν ότι είχε θυσιάσει τα συμφέροντα των προσφύγων. Ο ίδιος όμως είπε στον Θεοτοκά ότι μπορεί ακόμα και να τον αναθεμάτιζαν ξανά, ωστόσο οι αντιδράσεις δεν θα μετέβαλαν τις αποφάσεις του.

Η πραγματικότητα των αριθμών δεν άφηνε περιθώρια για δεύτερες σκέψεις: στην Τουρκία πλην της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου εξακολουθούσαν να ζουν, υπό την καθημερινή απειλή της εξόντωσης ή απέλασης,190.000 Έλληνες, ενώ στην Ελλάδα πλην της Θράκης παρέμεναν 350.000 μουσουλμάνοι. Σε εφαρμογή της σύμβασης, οι τρεις περιοχές (Θεσσαλία, Μακεδονία, και Κρήτη) θα άδειαζαν από τους μουσουλμάνους κατοίκους και μεγάλος αριθμός προσφύγων θα έβρισκε στέγη στα σπίτια τους.
Στο μεταξύ οι αντιθέσεις μεταξύ συμμάχων και Τούρκων για τον διάπλου των Στενών, το ζήτημα του οθωμανικού δημόσιου χρέους και οι διεκδικήσεις των Άγγλων στη Μοσούλη οδήγησαν, στις αρχές Φεβρουαρίου, στη διακοπή της διάσκεψης. Η διάσκεψη επαναλήφθηκε τον Απρίλιο και τον Μάιο ο Βενιζέλος συναντήθηκε αιφνιδιαστικά με τον Ισμέτ πασά. Οι πρώτες του λέξεις ήταν: «Δὲν ἀφήνουμε κατὰ μέρος  τὶς Μεγάλες Δυνάμεις, νὰ κυττάξουμε μόνοι μας, τί μποροῦμε νὰ κάνουμε;». Ακολούθησε έντονη συζήτηση και ο Βενιζέλος ξεκαθάρισε στον συνομιλητή του ότι η τουρκική εμμονή σε πολεμική αποζημίωση ισοδυναμούσε με πόλεμο.
Η αδιαλλαξία και οι εξωφρενικές απαιτήσεις της Άγκυρας οδήγησαν τον Βενιζέλο να συμφωνήσει στην επανάληψη των εχθροπραξιών με απαραίτητη προϋπόθεση την ουδετερότητα της Βουλγαρίας. Πάντως η απειλή του πολέμου υποχρέωσε τους Αγγλογάλλους να πιέσουν την Άγκυρα να υποχωρήσει. Συμφωνήθηκε μια φόρμουλα που προέβλεπε παραχώρηση του τριγώνου του Κάραγατς στη δυτική όχθη του Έβρου και παραίτηση των Τούρκων από την πολεμική αποζημίωση.
Στις 24 Ιουλίου η Λωζάννη εμφάνιζε όψη εορταστική. Η χαρμόσυνη ατμόσφαιρα δεν επέδρασε στον συναισθηματικό κόσμο του Βενιζέλου. Μετά την υπογραφή της συνθήκης ο φωτογραφικός φακός συνέλαβε τη θλιμμένη όψη του προσώπου του και οι δηλώσεις του ήταν γεμάτες οδύνη για το γκρέμισμα του οικοδομήματος της συνθήκης των Σεβρών.

 

Απέναντι σε ακραίες δυνάμεις που αμφισβητούν τις επιλογές του

 

Η υπογραφή της Συνθήκης προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις στην Ελλάδα. Ο αρχιστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος και ο αρχηγός του Ναυτικού Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος κήρυξαν πένθος και τηλεγράφησαν στον Βενιζέλο ότι στάθηκε ανάξιος της εμπιστοσύνης τους. Επίσης, προειδοποίησαν τον Πλαστήρα ότι ήταν αποφασισμένοι ακόμα και να εξαπολύσουν μόνοι τους πόλεμο κατά της Τουρκίας. Αμέσως μετά αφαιρέθηκε η αρχιστρατηγία από τον Πάγκαλο. Μια επιστολή του Χατζηκυριάκου προς τη σύζυγό του, εκείνες τις μέρες, είναι αποκαλυπτική: «Σκατά, αὐτὸς ὁ ἄτιμος ὁ Βενιζέλος καὶ ὁ ψεύτης ὁ Ἀλεξανδρῆς τὸν γέλασαν τὸν ἀνόητον Πλαστήρα». Δυστυχώς δεν είχε στα χέρια του τον Βενιζέλο να τον κρεμάσει. Αν γινόταν πόλεμος, διαβεβαίωνε τη γυναίκα του, «θὰ φθάναμε στὴ Βαγδάτη».
Απέναντι στις ακραίες αυτές δυνάμεις, ο Βενιζέλος ήταν πεπεισμένος ότι χωρίς διεθνή στηρίγματα ένας νέος πόλεμος θα έθετε σε μεγάλο κίνδυνο τα συμφέροντα της χώρας. Επέλεξε να αξιοποιήσει τον στρατό του Έβρου για να εξαναγκάσει τους Τούρκους να παραιτηθούν από τις εξωφρενικές απαιτήσεις τους. Ο Ιωάννης Μεταξάς σημείωσε στο ημερολόγιο του: ένας πόλεμος εκείνες τις ώρες θα ήταν «ο τάφος της Ελλάδος».
Ο Βενιζέλος σε ένα εξαιρετικά αρνητικό διεθνές περιβάλλον κατόρθωσε να επιτύχει δυσανάλογα ευνοϊκούς όρους. Οι Τούρκοι παραιτήθηκαν ρητά από τις διεκδικήσεις τους στη Δυτική Θράκη και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου (εκτός από τα νησιά που απέχουν λιγότερα από τρία μίλια από τις τουρκικές ακτές), καθώς και από την πολεμική αποζημίωση και την εκδίωξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

 

Η ελληνοτουρκική φιλία: ανησυχίες για το μέλλον της

Από την κοσμοχαλασιά της καταστροφής και την ανταλλαγή των πληθυσμών είχε μείνει μία μεγάλη εκκρεμότητα: η εκκαθάριση των περιουσιών των ανταλλαξίμων, σύμφωνα με τις προβλέψεις της σύμβασης που είχε υπογραφεί στη Λωζάννη. Η επιστροφή του Βενιζέλου στην εξουσία το 1928 δρομολόγησε ραγδαίες εξελίξεις. Στην Αθήνα υπήρχε πλέον πρωθυπουργός που μπορούσε να αψηφήσει το πολιτικό κόστος ενός συμβιβασμού που ήταν αδύνατο να ικανοποιεί τις επιθυμίες των ξεριζωμένων Ελλήνων. Μόλις ανέλαβε πρωθυπουργός, επιδίωξε να αποκαταστήσει το βαριά τραυματισμένο διεθνές κύρος της χώρας. Αρχικά ζήτησε γραπτή δέσμευση από την τουρκική ηγεσία ότι δεν διατηρούσε εδαφικές αξιώσεις κατά της Ελλάδας. Οι Τούρκοι ανταποκρίθηκαν θετικά και έτσι άνοιξε ο δρόμος για μια συνολική διαπραγμάτευση με όλα τα γειτονικά κράτη.
Από το ναυάγιο της Μεγάλης Ιδέας κατάφερε να οριοθετήσει μια νέα ισορροπία δυνάμεων. Υπό την απειλή σύμπλευσης με την Ιταλία, υποχρέωσε τους σοβινιστικούς κύκλους της Γιουγκοσλαβίας να εγκαταλείψουν τις διεκδικήσεις τους, που ισοδυναμούσαν σχεδόν με συγκυριαρχία στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν το 1929 στο ελληνογιουγκοσλαβικό σύμφωνο φιλίας.
Τώρα πια ο Βενιζέλος ήταν έτοιμος να κινηθεί προς την κατεύθυνση της Άγκυρας. Προηγουμένως, υπεγράφη το ελληνοτουρκικό οικονομικό σύμφωνο, που ξεσήκωσε μεγάλες αντιδράσεις στην Αθήνα όπου κατηγορήθηκε για επώδυνο συμβιβασμό σε βάρος των περιουσιών των προσφύγων στη Μικρά Ασία. Στην πραγματικότητα το οικονομικό σύμφωνο έθετε τέλος σε μία σοβαρή απειλή αφανισμού της ελληνικής μειονότητας και απομάκρυνσης του Πατριαρχείου από την Κωνσταντινούπολη.
Τον Οκτώβριο του 1930 έφθασε στην Άγκυρα, όπου υπέγραψε το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας. Στην ομιλία προς την τουρκική ηγεσία επανέλαβε ότι η συνθήκη της Λωζάννης, αποτελούσε «ἕναν ὁριστικὸν διακανονισμὸν τοῦ μεταξὺ τῶν δύο χωρῶν ὑφισταμένου ἐδαφικοῦ καθεστῶτος […] ἐρχόμεθα νὰ σᾶς τείνωμεν εἰλικρινῶς τὴν χεῖρα καὶ νὰ δηλώσωμεν ὅτι ὁ μακραίων ἀνταγωνισμὸς ἐτερματίσθη ὁριστικῶς».
Σε διεθνές επίπεδο η επίσκεψη του Βενιζέλου καταγράφηκε ως σπουδαίο γεγονός. Ο καγκελάριος της Γερμανίας Μύλερ χαρακτήρισε το ελληνοτουρκικό σύμφωνο ως το σημαντικότερο γεγονός από τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αδιαμφισβήτητα μπορούν να εντοπιστούν αναλογίες με το μεγάλο άλμα του στρατηγού Ντε Γκολ, ο οποίος, τρεις δεκαετίες αργότερα, υπέγραψε το 1963 στο Παρίσι το γαλλογερμανικό σύμφωνο με τον καγκελάριο Αντενάουερ.
Το ελληνοτουρκικό σύμφωνο δέχθηκε σφοδρές επικρίσεις στη Βουλή, που γρήγορα επρόκειτο να αποδειχθούν υποκριτικές, καθώς όλες οι επόμενες κυβερνήσεις ακολούθησαν και διεύρυναν την πολιτική που χάραξε τότε ο Βενιζέλος.
Ήταν μια παρακαταθήκη για το μέλλον, για το οποίο ο Βενιζέλος ανησυχούσε. Σε μια αποστροφή της προσφώνησής του προς την τουρκική ηγεσία, την είχε καλέσει να εργαστεί με πάθος για την εμπέδωση της ελληνοτουρκικής φιλίας, διότι «δὲν ξεύρομεν τί ἠμπορεῖ νὰ γίνῃ αὔριον μὲ ἄλλους κυβερνήτας και στις δύο χώρες». Δυστυχώς, οι φόβοι του επιβεβαιώθηκαν τις επόμενες δεκαετίες. Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Τουρκία εκδήλωσε επεκτατικές διαθέσεις σε βάρος της Ελλάδας και συνολικά κατά των γειτονικών της χωρών, ενώ αργότερα άρχισε σταδιακά να εμφανίζει σαφείς τάσεις αναθεωρητισμού αντίθετες προς το γράμμα αλλά κυρίως προς το πνεύμα της Συνθήκης της Λωζάννης, με κορυφαίο παράδειγμα την παράνομη κατοχή επί μισό αιώνα μέρους της Κύπρου από την οποία είχε παραιτηθεί ρητώς με βάση τη συνθήκη της Λωζάννης.
Ανεξάρτητα πάντως από τις τουρκικές αμφισβητήσεις και τα λάθη της ελληνικής πλευράς, η Συνθήκη της Λωζάννης αποδείχθηκε από τις ανθεκτικότερες στα χρονικά της παγκόσμιας διπλωματίας. Καθόρισε οριστικά τα σύνορα της Ελλάδας και τις τύχες ολόκληρων λαών στα Βαλκάνια, τη Μέση και την Εγγύς Ανατολή.

 

*  Ο Νικόλαος Παπαδάκης – Παπαδής είναι Γενικός Διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος” Χανιά.

Σημείωση: Το άρθρο αποτελεί απόσπασμα του υπό έκδοση βιβλίου του αρθρογράφου με τον τίτλο «Από τη Συνθήκη της Λωζάννης στο Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας του 1930» 

 

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα