30.1 C
Chania
Παρασκευή, 8 Αυγούστου, 2025

Απαγχονισµοί στην Κρήτη το 1894

» Χανιά – Ρέθυµνο – Ηράκλειο

Το 1894, µε το ξεκίνηµα του νέου χρόνου και αφού είχαν περάσει οι γιορτές του δωδεκαηµέρου, συνέβη ένα γεγονός που συντάραξε τους Κρητικούς. Τα ξηµερώµατα της 8ης Ιανουαρίου, ηµέρα ∆ευτέρα, ταυτόχρονα και στις τρεις µεγάλες πόλεις της Κρήτης, απαγχονίστηκαν πέντε άνθρωποι. ∆ύο στα Χανιά, δύο στο Ρέθυµνο και ένας στο Ηράκλειο.

Οι εκτελέσεις έγιναν µε σουλτανικό διάταγµα, το οποίο σίγουρα προκλήθηκε ύστερα από εισήγηση του Γενικού ∆ιοικητή Κρήτης Μαχµούτ Τζελαλεντίν Πασά. Το γεγονός προκάλεσε µεγάλη αναστάτωση στο χριστιανικό στοιχείο της Κρήτης επειδή η θανατική ποινή δεν είχε εκτελεστεί για πολλά χρόνια και στην ουσία είχε σιωπηρώς καταργηθεί. Από το τέλος της µεγάλης Κρητικής Επανάστασης (1866-1869) και καθ’ όλη την περίοδο της Σύµβασης της Χαλέπας (1878-1889), οι Γενικοί ∆ιοικητές Κρήτης (κυρίως χριστιανοί) δεν αποφάσισαν την εκτέλεση κάποιου θανατοποινίτη, παρότι υπήρξαν αρκετές θανατικές καταδίκες.
To 1889 µε µια τελείως αψυχολόγητη ενέργεια η συντηρητική παράταξη της Κρήτης (οι λεγόµενοι Καραβανάδες), που έχασαν τις εκλογές στις 2 Απριλίου κήρυξαν την Ένωση της Κρήτης µε την Ελλάδα στις 6 Μαΐου. Την πράξη αυτή αποκήρυξε η Ελληνική Κυβέρνηση του Χαριλάου Τρικούπη, ενώ η Τουρκία εκµεταλλεύθηκε το γεγονός και ανακάλεσε όλα τα προνόµια που παραχωρούσε στους Κρητικούς η Σύµβαση της Χαλέπας και ανάµεσα σ’ αυτά αυτό που προέβλεπε τον ορισµό χριστιανού στη θέση του Γενικού ∆ιοικητή Κρήτης.
Έτσι ενώ είχε προηγηθεί από το 1877 µια σειρά χριστιανών διοικητών, από το 1889 αρχίζει ο διορισµός Τούρκων διοικητών µε τρίτον στη σειρά τον Μαχµούτ Τζελαλεντίν Πασά, ο οποίος παρέµεινε στη θέση του Γενικού ∆ιοικητή από το 1891 έως τον Αύγουστο του 1894 (εικ. 1), οπότε αναχώρησε από την Κρήτη εσπευσµένα λόγω απόπειρας δολοφονίας και τραυµατισµού του, γεγονός που τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι ήταν πολύ µισητός στους χριστιανούς της Κρήτης.

Οι πηγές για τη σύνταξη του παρόντος κειµένου είναι κυρίως Αθηναϊκές εφηµερίδες, που δηµοσίευαν, δίκην ανταποκρίσεων, επιστολές από την Κρήτη µε ανώνυµους αποστολείς. Στην Κρήτη, από το 1889, είχε απαγορευτεί η κυκλοφορία εφηµερίδων µε εξαίρεση τις εφηµερίδες «Μεσόγειος» στα Χανιά και «Ηράκλειον» στο Ηράκλειο, οι οποίες όπως ήταν φυσικό, απέφευγαν τη δηµοσίευση κειµένων και ειδήσεων ενοχλητικών για το καθεστώς. Έτσι βλέπουµε η «Μεσόγειος» ένα τόσο συνταρακτικό γεγονός της εκτέλεσης πέντε ανθρώπων, να το προσπερνάει µε ένα µονόστηλο µόλις 30 λέξεων (εικ. 2).

Στο ίδιο φύλλο (8/1/1894) η «Μεσόγειος» δηµοσιεύει την είδηση της απονοµής χάρης σε τέσσερις καταδίκους από τον Νοµό Ηρακλείου, προφανώς για να ελαττώσει την αλγεινή εντύπωση που προκάλεσαν οι απαγχονισµοί.
Αντίθετα η εφηµερίδα «Ηράκλειον» κάνει εκτεταµένη αναφορά στο γεγονός του απαγχονισµού στο Ηράκλειο, απ’ όπου αντλούµε τις πληροφορίες που δηµοσιεύουµε εδώ.

Στα Χανιά

Τη ∆ευτέρα το πρωί της 8ης Ιανουαρίου 1894 οι Χανιώτες βρέθηκαν µπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαµα. Έξω από την κεντρική πύλη της πόλης (Καλέ Καπισί) κρέµονταν δύο (ένας από κάθε πλευρά) απαγχονισµένοι. Όλες οι Αθηναϊκές εφηµερίδες που δηµοσίευσαν την είδηση του απαγχονισµού («Ακρόπολις», «Εθνική Σηµαία», «Παλλιγγενεσία») γράφουν επί λέξει ότι ο απαγχονισµός έγινε «…ἐν ἑκατέρα τῶν θυρῶν της πόλεως…» και δηµιουργείται η εντύπωση ότι έγιναν απαγχονισµοί και στις δύο βασικές πύλες της πόλης, Καλέ Καπισί και Κουµ Καπί. Το θέµα αποσαφηνίζεται από το εξής απόσπασµα της εφηµερίδας «Εθνική Σηµαία»: «…µετεφέρθησαν εἰς Καλεκαπησί ἔνθα εἶχε στηθεί ἀγχόνη καί ἀπηγχόνησαν αὐτούς τόν µέν ἕνα ἔξωθεν τοῦ ἑνός καλεκαπισιού τόν δέ ἔξωθεν τοῦ ἑτέρου». Άρα εκατέρωθεν της κεντρικής πύλης υπήρχαν δύο µικρότερες βοηθητικές πυλίδες που η εφηµερίδα ονοµάζει καλεκαπισιά (εικ. 3).

Οι εκτελέσεις δεν είχαν προαναγγελθεί και γι’ αυτό προκάλεσαν πολύ µεγάλη και δυσάρεστη έκπληξη στους χριστιανούς της πόλης. Λέγεται ότι την προηγουµένη των εκτελέσεων ο ίδιος ο Γενικός ∆ιοικητής Κρήτης ο Μαχµούτ Τζελαλεντίν Πασάς επισκέφθηκε τον τόπο της εκτέλεσης και έδωσε σχετικές οδηγίες. Επίσης ο ίδιος στις τρεις η ώρα τα ξηµερώµατα της ∆ευτέρας, ηγούµενος τµήµατος τακτικού στρατού και έφιππων χωροφυλάκων, παρέλαβε από τις φυλακές τους φυλακισµένους Γεώργιο Παπαδάκη και Ιωάννη Λαρεντζάκη και τους οδήγησε στον τόπο της εκτέλεσης, όπου παρακολούθησε τον απαγχονισµό. Λέγεται ότι ο ίδιος ο υπασπιστής του Μαχµούτ ανέλαβε ρόλο δηµίου και πέρασε τη θηλιά στους λαιµούς των µελλοθάνατων και τους απαγχόνισε χωρίς να τους ανεβάσει σε κάποιο κάθισµα και να το τραβήξει απότοµα επιφέροντας σύντοµο θάνατο, αλλά τους ανέβασε σιγά-σιγά και βασανιστικά τραβώντας το σχοινί, µε όσους Οθωµανούς παραβρέθηκαν να λοιδορούν και να υβρίζουν τους δυστυχείς Λαρεντζάκη και Παπαδάκη.
Οι Λαρεντζάκης και Παπαδάκης κατάγονταν από το χωριό Λουτράκι Κυδωνίας και είχαν καταδικαστεί σε θάνατο κατηγορούµενοι για τον φόνο ενός Οθωµανού ονόµατι Τεφίκ Μπάτρης ή Μπετράκης ή Μπατράκης, αδελφού του Ανακριτή Ρεθύµνης. Υπήρχε µάλιστα η πεποίθηση στους Χανιώτες ότι αυτή η συγγένεια ήταν η αιτία των απαγχονισµών επειδή ο Ανακριτής Ρεθύµνης είχε στενές σχέσεις µε υψηλά πρόσωπα στην Κωνσταντινούπολη και προκάλεσε τους απαγχονισµούς.
Οι δύο κατηγορούµενοι παρά τα φρικτά βασανιστήρια, ουδέποτε παραδέχτηκαν ότι αυτοί δολοφόνησαν τον Μπάτρη και φώναζαν ότι είναι αθώοι. Ακόµη και το δικαστήριο που τούς δίκασε µε πρόεδρο τον Ν. Στρατουδάκη και δύο Οθωµανούς δικαστές, δεν πείσθηκε για την ενοχή τους, αλλά η Γεν. ∆ιοίκηση απαίτησε την καταδίκη τους, όπερ και εγένετο. Είχε προηγηθεί καταγγελία κατά του του τρίτου αδελφού Μπάτρη, ότι πλήρωσε δολοφόνους να σκοτώσουν τον αδελφό του για κληρονοµικές διαφορές, αλλά όπως ήταν αναµενόµενο η καταγγελία δεν είχε καµιά τύχη.
Οι απαγχονισθέντες παρέµειναν κρεµασµένοι στην αγχόνη µέχρι το µεσηµέρι, οπότε τους παρέλαβαν Χανιώτες χριστιανοί και τους µετέφεραν στον ναό του Αγίου Λουκά. Εκεί πλήθος αγανακτισµένων χριστιανών των Χανίων τους συντρόφευε µέχρι να έλθουν οι συγγενείς και συγχωριανοί τους να τους παραλάβουν. Όµως ο Τουρκικός στρατός είχε αποκλείσει όλες τις διόδους προς την πόλη και ήταν αδύνατη η προσέγγιση οποιουδήποτε. Η ∆ιοίκηση ειδοποίησε ότι οι συγγενείς δεν πρόκειται να έλθουν και ζήτησε να ενταφιάσουν τους νεκρούς άµεσα, διαφορετικά θα τους έριχνε στη θάλασσα. Προ αυτού του ενδεχοµένου οι χριστιανοί ενταφίασαν τους νεκρούς στο νεκροταφείο της πόλης.
Την Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 1894 τελέσθηκε στα Χανιά το µνηµόσυνο των δύο απαγχονισθέντων Λαρεντζάκη και Παπαδάκη. Στο µνηµόσυνο χοροστάτησε ο επίσκοπος Κυδωνίας Νικηφόρος παρά το γεγονός ότι του είχε διαµηνυθεί από τον Μαχµούτ να µην παραστεί. Το µνηµόσυνο παρακολούθησε ἄπειρον πλῆθος ἐν δικαίᾳ ἐξάψει διατελοῦν. Τους συγγενείς και συγχωριανούς από το χωριό Λουτράκι στρατιωτική δύναµη εµπόδισε να παρευρεθούν.

Στο Ρέθυµνο

Το πρωί της 8ης Ιανουαρίου 1894 οι χωρικοί που έρχονταν από τα ανατολικά και δυτικά χωριά του Ρεθύµνου, βρήκαν κλειστές τις αντίστοιχες πύλες (την Πύλη της Άµµου στα ανατολικά και την Μαρµαρόπορτα στα δυτικά), γεγονός που τους οδηγούσε υποχρεωτικά στην Μεγάλη Πόρτα που αποτελούσε την κεντρική είσοδο της πόλης. Εκεί κατέφθαναν και οι χωρικοί που έρχονταν από τον Άη Βασίλη και από τα χωριά νότια του Ρεθύµνου, προκειµένου να µπουν στο Ρέθυµνο για τις δουλειές τους. Έτσι όλοι αυτοί, καθώς και όσοι έβγαιναν από την πόλη, βρέθηκαν µπροστά σε ένα φρικτό θέαµα. ∆ύο άνθρωποι κρέµονταν απαγχονισµένοι, µε καρφιτσωµένη στο στήθος την απόφαση εκτέλεσης γραµµένη ελληνικά και τουρκικά, στον γνωστό πλάτανο που οι Τούρκοι χρησιµοποιούσαν ως αγχόνη και τον οποίο ο αείµνηστος γυµνασιάρχης Μιχαήλ Πρεβελάκις αποκαλεί «… ἡ παρά τον Ναόν των τεσσάρων Νεοµαρτύρων κατηραµένη πλάτανος» (εικ. 4).

Επί Ενετοκρατίας οι απαγχονισµοί στο Ρέθυµνο γίνονταν στον λόφο του Τιµίου Σταυρού, ο οποίος για τον λόγο αυτόν, τότε λεγόταν Φουρκοκέφαλο (φούρκα=κρεµάλα, αγχόνη).
Όπως και στα Χανιά, το γεγονός προκάλεσε αίσθηση και οδυνηρή έκπληξη στους χριστιανούς, επειδή είχαν περάσει πάνω από σαράντα χρόνια από την τελευταία εκτέλεση. Με φρίκη και συγκίνηση ατένιζαν τους κρεµασµένους σε αντίθεση µε τους Τούρκους που δεν έκρυβαν την ικανοποίησή τους. Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η µυστικότητα που υπήρξε γύρω από το θέµα, καθώς κανείς δεν γνώριζε το παραµικρό. Ακόµη και ο εφηµέριος της πόλης παπά Γεώργιος πού κλήθηκε να εξοµολογήσει και κοινωνήσει τον δυστυχή Φουντουλάκη, µετά την εκτέλεση των ιερών του καθηκόντων, κρατήθηκε στο ∆ιοικητήριο µέχρι που έγιναν οι απαγχονισµοί για να µη διαρρεύσει στην πόλη το µυστικό της εκτέλεσης.
Οι απαγχονισµένοι ήταν ο 24χρονος χριστιανός Εµµανουήλ Φουντουλάκης ή Φουντούλης από το χωριό Ρούστικα και ο 20χρονος µουσουλµάνος Οµέρ Κανελλάκης, από το χωριό Αµπελάκι. Είχαν καταδικαστεί σε θάνατο, ο πρώτος για τον φόνο του Μεχµέτ Φουρναράκη, κρεοπώλη από την Παλαίλιµνο στις 3 Ιουλίου του 1893 και ο δεύτερος για τον φόνο του εξηντάχρονου ιερέα των Μελάµπων Νικολάου Αυγουστάκη στις 22 του ίδιου µήνα.
Για την ενοχή του Φουντουλάκη δεν υπήρχαν αποδείξεις ούτε οµολογία του ίδιου. Εκείνο που κατά τις Τουρκικές Αρχές της πόλης ενοχοποιούσε τον Φουντουλάκη ήταν ότι πωλούσαν ζώα µαζί µε τον Κανελλάκη και νυχτώθηκαν στο Ατσιπόπουλο, όπου αποφάσισαν να διανυκτερεύσουν. Ο Τούρκος ζωέµπορος έµεινε µε τα ζώα του έξω από το χωριό, ενώ ο Φουντουλάκης πήγε στο χωριό για να κοιµηθεί. Το πρωί ο Φουρναράκης βρέθηκε σκοτωµένος και οι υποψίες έπεσαν στον Φουντουλάκη, ο οποίος συνελήφθη.
Για την υπόθεση του φόνου του Μελαµπιανού ιερέα έγινε γνωστό ότι ο Κανελάκης µαζί µε τον 50χρονο Αχµέτ Μαχµουτάκη από τη Γενή Αµαρίου, σε ενέδρα έξω από το χωριό Καρέ σκότωσαν τον ιερέα και τραυµάτισαν σοβαρά τον ανιψιό του Αλέξανδρο Μελιδονιώτη, µάλιστα ως απόδειξη του φόνου έκοψαν το αυτί του παπα Νικολή Αυγουστάκη. Οι ανακρίσεις κατέληξαν ότι ο φονιάς ήταν ο Κανελλάκης και ο Μαχµουτάκης ήταν συνεργός,
Το δικαστήριο, που έγινε στις 21 Αυγούστου καταδίκασε τον µεν Κανελάκη σε θάνατο τον δε Μαχµουτάκη σε 15 χρόνια φυλάκιση. Η εφηµερίδα «Εθνική Σηµαία» σε ανταπόκρισή της από το Ρέθυµνο υποστηρίζει ότι και ο νεαρός Κανελλάκης ήταν αθώος και πραγµατικός ένοχος ήταν ο Μαχµουτάκης, ευνοούµενος του υποδιοικητή Ρεθύµνης.
Λέγεται ότι ο Κανελλάκης ήταν από χριστιανή µητέρα, γεγονός που οδήγησε τους Οθωµανούς να πανηγυρίζουν λέγοντας ότι, στους πέντε συνολικά απαγχονισθέντες στην Κρήτη, αυτοί έχασαν µόνο µισόν Τούρκον ενώ οι γκιαούριδες τεσσερισήµισι.
Περί το µεσηµέρι τους κατέβασαν από τις κρεµάλες και επέτρεψαν στους συγγενείς του Φουντουλάκη, που είχαν ειδοποιηθεί, να τον παραλάβουν και να τον θάψουν στο νεκροταφείο της πόλης. Από εκεί, µετά την νεκρώσιµη ακολουθία, οι συγγενείς παρέλαβαν τον νεκρό µε σκοπό να τον µεταφέρουν στα Ρούστικα για να ταφεί µε τους προγόνους του. Αλλά ενώ είχε αποµακρυνθεί ο νεκρός και η συνοδεία του περίπου ένα χιλιόµετρο, κατέφθασε στρατός και χωροφύλακες και τους υποχρέωσαν βιαίως να επιστρέψουν στο νεκροταφείο όπου και τον ενταφίασαν την εποµένη παρουσία πλήθους αγανακτισµένων Ρεθεµνιωτών.
Όλες οι παραπάνω πληροφορίες έχουν αντληθεί από διάφορες πηγές που σε γενικές γραµµές ταυτίζονται. Υπάρχει όµως και µια άλλη πηγή, που λόγω της συντοµίας της την παραθέτουµε αυτούσια. Είναι η έκθεση του Γεωργίου Χατζηγρηγοράκη, Υποπροξένου της Ρωσίας στο Ρέθυµνο προς τον Πρόξενο της Ρωσίας στα Χανιά, όπου λακωνικά και µε αυστηρά υπηρεσιακή γλώσσα περιγράφει τα γεγονότα:

Έν Ρεθύµνῃ τῇ 10 Ιανουαρίου 1894
Ἐξοχώτατε,
Λαµβάνω την τιµήν νά ἀναφέρω πρός Ὑµᾶς ὅτι,
………………………………………………………………………
Την 7ην πρός 8ην ἐνεστῶτος µηνός µετά τό µεσονύκτιον ἀπηγχονίσθησαν ἐνταῦθα ὁ Φουντουλάκης, χριστιανός, ὅστις ἀδίκως ἄνευ µαρτυριῶν κατ’ αὐτοῦ, ἄνευ ἰδικῆς του καταθέσεως (σ.σ. ενν. οµολογίας) καί ἄνευ ἰσχυρῶν τεκµηρίων εἶχε καταδικασθῆ εἰς θάνατον παρά τοῦ ἐνταῦθα κακουργοδικείου διά τόν φόνον τοῦ Ὀθωµανοῦ φουρνάρη εἰς Ἀτσιπόπουλον καί ὁ Κανελλάκης, Τοῦρκος, ὅστις εἶχε καταδικασθῆ µετά πολλῶν ὅµως τεκµηρίων καί ἰδικῆς του καταθέσεως διά τόν φόνον τοῦ ἐκ Μελάµπων Ἁγίου Βασιλείου ἱερέως. Φρίκη καί ἀγανάκτησις µεγίστη καί γενική κατήφεια παρουσιάζεται ένταῦθα εἰς πάντων τῶν χριστιανῶν τά πρόσωπα, αναλογιζοµένων ὅτι ἀφοῦ ἅπαξ ἤρξατο ἡ ἀγχόνη λειτουργοῦσα καί εἰς χεῖρας ἀδιστάκτως µεροληπτοῦσας ἀφεθεῖσα, θά έπιφέρῃ µεγίστην καταστροφήν ὑπό τό πρόσχηµα τῆς δικαιοσύνης εἰς τό χριστιανικόν στοιχεῖον καί πάντες ἐν µιᾷ φωνῇ θρηνῶσι τόν ἀδίκως καταδικασθέντα χριστιανόν Φουντουλάκην καί τήν τύχην πολλῶν χριστιανῶν οἵτινες θά πάθωσιν εἰς τό µἐλλον.
Ταπεινός Ὑµῶν θεράπων
Γεώρ. Ἰω. Χατζηγρηγοράκης

Στο Ηράκλειο

Και στο Ηράκλειο έγινε ένας απαγχονισµός και, όπως και στις άλλες δυο πόλεις, την ίδια µέρα και ώρα. Και εδώ τηρήθηκε πλήρης µυστικότητα και έτσι όσοι Ηρακλειώτες ξύπνησαν πολύ πρωί και περνούσαν από την πλατεία ∆ιοικητηρίου (σηµερινό πάρκο Θεοτοκόπουλου) πηγαίνοντας στις δουλειές τους, ξαφνικά βρίσκονταν µπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαµα. Ένας νέος άνδρας κρεµόταν κρεµόταν, πολύ πρόσφατα απαγχονισµένος, από τον γέρικο πλάτανο, υπήρχε µπροστά στο ∆ιοικητήριο (εικ.5).

Στο στήθος του ήταν καρφιτσωµένο χαρτί, που έγραφε στην Ελληνική και Τουρκική γλώσσα:
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΟΛΙΜΠΑΚΗΣ
Καταγόµενος ἐξ Ἐπάνω Χωρίου τῆς ἐπαρχίας Ἱεραπέτρου, κατηγορηθείς ἐπί τῷ φόνῳ τοῦ πάππου αὐτοῦ Ἰωάννου Μαρκουλάκη, δικασθείς δέ δηµοσίᾳ ἐνώπιον τοῦ Κακουργιοδικείου Χανίων και καταδικασθείς εἰς τήν ποινήν τοῦ θανάτου ὑπέστη ταύτην κατά τόν νόµον συνεπείᾳ τοῦ σχετκοῦ Αὐτοκρατορικοῦ ∆ιατάγµατος.
Η εφηµερίδα «Ηράκλειον» αναφέρει ότι λίγη ώρα πριν τον απαγχονισµό τον µελλοθάνατο επισκέφτηκε ο ιερέας του µητροπολιτικού ναού πατήρ Τίτος, προκειµένου να τον εξοµολογήσει και να τον κοινωνήσει. Ο ιερέας προσπάθησε να του αποκρύψει τον λόγο της κοινωνίας και εξοµολόγησης µέσα στη νύχτα, όµως ο Μολιµπάκης κατάλαβε, αλλά παρέµεινε ψύχραιµος. Αµέσως µόλις αποχώρησε ο ιερέας, ο κατάδικος οδηγήθηκε στην αγχόνη, που είχε ετοιµαστεί στον πλάτανο µπροστά από το ∆ιοικητήριο. Κάτω από τον πλάτανο υπήρχε ένα τραπέζι και πάνω στο τραπέζι ένα κάθισµα, στο οποίο υποχρεώθηκε ο κατάδικος να ανέβει (εικ. 5). Ο δήµιος τράβηξε απότοµα το κάθισµα και ο θάνατος επήλθε ακαριαία. Ο νεκρός παρέµεινε κρεµασµένος µέχρι το µεσηµέρι, οπότε παραδόθηκε από τις τουρκικές αρχές στις χριστιανικές εκκλησιαστικές αρχές του Ηρακλείου, προκειµένου να ενταφιαστεί. Πράγµατι µεταφέρθηκε και ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο του Αγίου Κωνσταντίνου, το οποίο η εφηµερίδα χαρακτηρίζει νέον έξω της Καινούργιας Πόρτας.
Ο Ιωάννης Μολιµπάκης κατά τον θάνατό του ήταν 28 ετών και καταγόταν από το Πάνω Χωριό Ιερἀπετρας. Λίγο µετά τη γέννησή του η µητέρα του πέθανε και την ανατροφή του ανέλαβε ο Ιωάννης Μαρκουλάκης, παππούς του από την πλευρά της µητέρας του. Για τον πατέρα του δεν υπάρχουν πληροφορίες. Ο παππούς του τον ανέθρεψε µε επιµέλεια και στοργή και όταν έφτασε σε κατάλληλη ηλικία τον πάντρεψε το 1887 µε µια χωριανή του, παραχωρώντας του µέρος της περιουσίας του. Μετά τον γάµο κατοίκησαν µαζί, δηλαδή ο παππούς µε τη γυναίκα του και οι νιόπαντροι. Στην αρχή τα δυο ζευγάρια ζούσαν αρµονικά, αργότερα όµως οι γέροντες άρχισαν να παραπονούνται ότι δεν είχαν την απαραίτητη φροντίδα εκ µέρους του νεαρού ζεύγους. Οι σχέσεις των δύο ζευγαριών επιδεινώνονταν συνεχώς και τελικά οι γέροντες εγκαταστάθηκαν σε χωριστό οίκηµα, όπου µετά από λίγο πέθανε η σύζυγος του παππού. Τα παράπονα του παππού εντάθηκαν µετά τον θάνατο της γυναίκας του, και άρχισε να απειλεί ότι θα αποκληρώσει τον εγγονό του. Η απειλή εν µέρει πραγµατοποιήθηκε όταν πούλησε το σπίτι που έµενε το νεαρό ζεύγος και απείλησε τον εγγονό ότι θα τον αποκληρώσει και από την υπόλοιπη περιουσία. Αυτό εξόργισε τον νέο τόσο πολύ που τον οδήγησε στη σκέψη και στην απόφαση να σκοτώσει τον παππού του. Έτσι µια νύχτα του 1888 πραγµατοποίησε την απόφασή του. Συνελήφθη ως κύριος ύποπτος και παρά την αρχική του άρνηση, τελικά οµολόγησε ότι αυτός ήταν ο δολοφόνος και το Κακουργιοδικείο Χανίων των καταδίκασε σε θάνατο.
Επίλογος
Εύλογα οι αναγνώστες θα αναρωτηθούν γιατί έγιναν αυτοί οι απαγχονισµοί και µάλιστα τόσο ξαφνικά και απροειδοποίητα. Η πιο λογική εξήγηση είναι ότι ο Μαχµούτ, βλέποντας ότι οι Κρητικοί είναι σε συνεχή αναβρασµό µετά το 1889, και θέλοντας να προλάβει όποια επαναστατική κίνηση, προχώρησε σε αυτήν την πράξη για εκφοβισµό και Wγια να τους κλονίσει το ηθικό.
Βέβαια όχι µόνο δεν πέτυχε τον σκοπό του, αλλά αντιθέτως τους εξόργισε και χαλύβδωσε το επαναστατικό τους φρόνηµα, γεγονός που οδήγησε σύντοµα στην επανάσταση του 1895-1898, η οποία προσφυώς ονοµάστηκε τυχερή, επειδή οδήγησε στην Αυτονοµία της Κρήτης και αργότερα στην Ένωσή της µε την Ελλάδα.

*Ο Γιάννης Ζ. Παπιοµύτογλου είναι τέως δ/ντής ∆ηµόσιας Βιβλιοθήκης Ρεθύµνης

ΠΗΓΕΣ
Αρχείο Ρωσικού Υποπροξενείου Ρεθύµνης (1893 & 1894).
Γρυντάκης Γιάννης, Το Ρέθυµνο µεταξύ δύο επαναστάσεων 1890-1894, Αθήνα 2001.
Εφηµερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» Αθηνών, φ. 14/1/1894.
Εφηµερίδα «ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ» Ηρακλείου, φ. 13/1/1894.
Εφηµερίδα «ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ» Χανίων, φ. 8/1/1894.
Εφηµερίδα «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΝ» Αθηνών, φ. 14 & 18/1/1894.
Εφηµερίδα «ΕΘΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ» Αθηνών, φ. 15 & 23/1/1894, 2 & 28/2/1894.
Εφηµερίδα «ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ» Αθηνών, φ. 16/1/1894.
Εφηµερίδα «ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ» Ρεθύµνου, φ. 5/12/1934.
Κρήτη το Αφιέρωµα, τοµ. 14, σ.41.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Στην Αγγελική Βλαχοπούλου, που µου µετέφρασε από τα παλαιοτουρκικά τη λεζάντα της φωτογραφίας αριθµ. 5.
Στον ∆ηµήτρη Σάββα, που µου απέστειλε φωτοαντίγραφο του σχετικού φύλλου της εφηµ. «Ηράκλειον».
Στον Μανώλη Μανούσακα για τις πολύτιµες πληροφορίες του.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα