Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024

Ανηφορίζοντας στην Άγρα

Γεννημένος στη Λέσβο βορειοδυτικά, στο ακροχώρι, την Άντισσα, είχα μια διαδρομή περίεργη κι ενδιαφέρουσα θα έλεγα, και πρωτοπάτησα Κρήτη το Φεβρουάριο του 1974 στο Ηράκλειο που ήμουνα καθηγητής στο ΤΕΙ κι από τότε δεν έφυγα εξόν τα διάφορα ταξίδια μου εντός κι εκτός Ελλάδος Αυτό σημαίνει 47 χρόνια στη λεβεντογέννα Κρήτη.

Μυτιληνιός γεννήθηκα
μα Κρητικός λογάμαι.
Μποιάστικα βαφτίστηκα
και τούτο το καυχάμε.

Βέβαια δεν ξεχνώ, τιμώ κι επιδιώκω ευκαιρίες να πάω στα πάτρια εδάφη τα τιμημένα. Εκεί που ξεκίνησα και το επαγγελματικό μου ταξίδι. Από ένα κτηνοτροφικό ορεινό χωριό με τα πολλά πρόβατα την Άγρα. Πάρτε μια γεύση από τότε, εκεί. Έχει και λίγο τοπική διάλεκτο.

Ανηφόριζε βαριαναστενάζοντας το αρχαίο, με τη σκάρα απάνω λεωφορείο, πολλές οι στροφές κι απότομες, σκορπισμένες σ’ όλο το διάβα πέτρες λακκούβες και νεροφαγιές, ξεφύγαμε απ’ τα Παρακλιώτκα μπαχτσιδέλια τσι χουράφια, αφήκαμει πουρτουκαλιές λιμουνιές απιδιές τσι λιές, ήβγαμει απ’ του κάμπου, πιρπατήξαμει, έφγει η πρασνάδα, ηρθει η αγριγιάδα ούλου ασκβές, τσι ράχτα, πού, τσι κανένα ρουπάτς, τιτραμιθιά, για αγριλιά, τσι κάμπουσεις βαλανίδεις.

Μαργαριτάρια άσπρα μαύρα και πλουμιστά, ποβρασμένα από το πέλαο και σκορπισμένα, στολίδια απαράμιλλα, στις νωχελικές βουνοπλαγιές τα πρόβατα, φέρνανε μια σιγουριά και μια γαλήνη. Τα ευλογημένα τούτα ζωντανά, αλάθευτη προαιώνια θερμοκοιτίδα του Θείου Βρέφους, μερεύανε το άγριο τοπίο και με φέρνανε να τα μελετήσω, να τα κανακέψω, να τα κουβεντιάσω, να δεθώ μαζί τους συντροφιά με αυτούς τους όμορφους αθρώπους, τους κτηνοτρόφους που ολημερίς συμπλέουνε με τίμιο ιδρώτα.

Ένοιωσα τ’ ασκέρια του Μάκαρα να δεσπόζουν, και τα μεγαλεία του ν’ απλώνονται ολούθε.
Πολυβαμμένα, πολυδουλεμένα, πολυκαιρισμένα, αθάνατα τα σιδερικά αντέξανε, ξετελευτήκαμε, ταμπανώσαμε πέσαμε σ’ ισιάδα. Βλέπω καρσί μιαν αγκαλιά σπίτια χωμένα μέσ’ τα δέντρα, και λεύκες πολλές, και κυπαρίσσια να ικετεύουν το Θεό.

Ένα σφιχταγκαλιασμένο μπουλούκι από πεύκα, δεσπόζανε φρουρός ακοίμητος από γκρεμνά μπάντα, εκεί που γέρνει ο ήλιος και πάει να διώξει το σκοτάδι.

Σιρίτια φασμένα με πέτρες γρανιτένιες, πολλώ χρονώ εργόχειρο, με αίμα και μόχτο από ιερά ροζιασμένα χέρια προγόνων κεντημένα, μελωδικές δοξαριές στο άγριο τοπίο οι ξερολιθιές, πασκίζανε να μορφύνουνε της φύσης τα τερτίπια.

Και ξετρύπωνε ο δρόμος από τις φυλλωσιές, θάλασσα μεριά, φαρμακερό τεράστιο κι απειλητικό, κάτασπρο, όλο κροκάλες, το εξημερωμένο απ’ του αθρώπου την πίστη και κάματο ερπετό, για να ξετυλιχτεί να συρθεί να χαράξει άσπρη κοντυλιά ανάμεσα δέντρα χαράκια και γκρεμνά, να κουλουριαστεί και να ξαναπλώσει, να κυλιστεί μοχθηρό και να σκίσει χωριό και δάσος στα δυο, και, λαβωμένο πια, θαρρείς του Αϊ Δημήτρη θάμα, ξορκισμένο, να γκρεμιστεί στην άβυσσο, εκεί, ανάμεσα δυό κορφές προς τη μεριά του νότου.

Συνεπαρμένος κοίταζα ώρα πολύ, κολλημένος στο σκονισμένο τζάμι.

―Αυτή είναι η Άγρα. Ακούστηκε παραξενεμένος ως μ’ έβλεπε νιόφερτο παραξενεμένο παλικαράκι από δίπλα ο οδηγός. που με μαστοριά και προσπάθεια θα μοίραζε εμάς τους οχτώ, ζωντανούς μέχρι το Μεσότοπο.

Έσβησε τη μηχανή, έβαλε ταχύτητα, σκλήρισαν τα γρανάζια, έσυρε με πολύ δύναμη χειρόφρενο και πήδηξε στο καλντερίμι. Έχωσε μια τεράστια πέτρα πίσω από το λάστιχο μη το πάρει ο κατήφορος, και μου άνοιξε τη πόρτα.

Στράφηκα στον εισπράχτορα, σα τον αϊτό στη σκάρα του λεωφορείου αυτός ανεβασμένος, μου πέταξε ένα άθλιο βαλιτσάκι με τα σύνεργα της δουλειάς μου μέσα· μολύβια, κόλλες χαρτιά, τεφτέρια, τέτοια, και τις πυτζάμες μου, οδοντόκρεμα και ξυριστικά.

Έτσι, για πρώτη φορά, Ιούλιος του 1962, ορθώθηκα, μηδαμινός, αντιμέτωπος στον αιωνόβιο ξεκουφωμένο λεβεντόκορμο γεροπλάτανο.

Υποκλίθηκα, πήρα νερό, δροσέρεψα.

Απρόσμενα, βρέθηκα κυκλωμένος ασφυχτικά από βλέμματα ερευνητικά, γλυκά, καλοκάγαθα κι απορημένα, φυσιογνωμίες ανόθευτες. Βροχή τα χαμόγελα και τα συναπαντήματα.

―Καλώς όρισες κυρ γεωπόνε, ακούστηκε, κι απλωθήκανε χέρια ζεστά, αγνά, στεγνωμένα σα ξερόκλαδα, σφρίγος και θέληση ποτισμένα. Τα ‘σφιξα, βρήκα κουράγιο, πήρα δύναμη, τους ευκήθηκα κι εγώ.

—Καλώς σας εύρηκα φίλοι μου.

Αυτό ήτανε το παρθενικό μου ταξίδι το επαγγελματικό, ως γεωπόνος.

Κι έτσι κάπως ξεκίνησα τη σταδιοδρομία μου στο δύσκολο στίβο της ζωής. Βρήκα όμως γερά θεμέλια και πάτησα, χώμα Αγρίτικο βουνίσιο αμόλυντο και ζυμώθηκα, κι αθρώπους ατόφιους, ρωμαλέους, υγιείς, αψεγάδιαστους κι αναπιάστηκα, βρήκα συνεργάτες ανόθευτους και μπολιάστηκα, γι αυτό και το διάβα μου στη ζωή, σ’ ετούτη τη ζωή, μπορώ να καυχηστώ πως ήτανε πετυχημένο.

Γι αυτό και σας ευχαριστώ. Ευχαριστώ σας, όλους. Εσάς που είστε εδώ σήμερα, κι εσάς που θα σας ξαναδώ αργότερα.

Γι αυτό και την αγάπη μου σεμνά κι αθόρυβα, με πολύ ταπεινότητα, προσπαθώ να σας τη φανερώνω.

Γλωσσάρι

Μπαχτσιδέλια = λαχανόκηποι
Ασκβές= αστοιβιές
Ράχτα = βράχια
Ρουπάτς =βελανιδιά μικρή
Ταμπανώσαμε = ανεβήκαμε το ύψωμα
Καρσί =απέναντι


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα