Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024

Αναμνήσεις από την Αρκουδιά και τσ’ ευκές μου για την αιώνια μνήμη σ’ όσους εσυμπορπατήξαμε τσοι τόπους τση

Eίναι η γι αλήθεια πως είχα παρμένη την απόφαση να συνεχίσω τη πορεία μου προς τη δύση τσ’ επίγειας ζωής μου, χωρίς θορύβους κι αναφορές για τη παραφορτωμένη μ’ αναμνήσεις περιοχή τσ’ Αρκουδιάς του Γουβερνέτο. Μα ένα προχθεσινό άρθρο του μοναδικού και καλά ενημερωμένου ανύσταχτου οφθαλμού των “Χανιώτικων νέων”, αξιότιμου κ. Πλυμάκη Αντωνίου στην ίδια εφημερίδα, μου άλλαξε τα σκέδια.
Kι είπα να τσοι σεργιανίσω τουτουσάς τσοι τόπους του Γουβερνέτου και πάλι, με τη βοήθεια βέβαια αυτή τη φορά τση θύμησής μου, τη συμπαράσταση των αναμνήσεών μου, και τη συντροφιά των αναγνωστριών και των αναγνωστώ τω “Χανιώτικων νέων”. Που για πρώτη φορά τη γνώρισα τη περιοχή αυτή από μικιό κοπελάκι κι ύστερα από την οπιστοχώρηση και την επιστροφή των Αλβανομάχων τση V Μεραρχίας στσ’ εδικούς τωνε τόπους, ύστερα βέβαια από πολλούς κιντύνους και πολλές ταλαιπωρίες. Σαν εμαζωχτήκανε όσοι εζήσανε και δε τσοι κρατήξανε για πάντα εκειδά οι μπόμπες, οι μπάλες τω ντουσουμάνηδώ μας κι οι παγωμένοι τόποι τσ’ Αλβανίας από τσοι κακουχίες και το κρύο.
Αποφασίσανε και κάμανε ούλοι μαζί μια λουτρουγιά στο εκκλησάκι τσ’ Υπαπαντής στην Αρκουδιά, για να ευχαριστήσουνε το Θεό π’ αξιωθήκανε και ξανάρθανε στα σπίθια ντωνε. Απόκεια κι ύστερα επηγαίναμε σχεδόν κάθε χρόνο, ανήμερα του πανηγυριού ντου, οικογενειακώς. Μα σαν αναλικωθήκαμε εγώ με τ’ άλλα χωριανάκια, κάθε χρόνο εδούναμε το “παρών” και πολλές χρονιές εμέναμε κι αποβραδίς στο Μοναστήρι του Γουβερνέτο, για να ‘μαστε πρωί-πρωί εκειά για να συμπαρασταθούμε στσοι μοναχούς για τη μεταφορά οτιδήποτε χρειαζότανε. Κι εδά αναστορούμαι μια ιδιαίτερα χειμωνιάτικη μέρα, με το βοριά να ξυρίζει και το χιονόνερο να τσιβιδίζει τα μούτρα μας. Κι όμως, κι εμείς κι οι γι άλλοι προσκυνητές από το Ακρωτήρι, που όπως ήταν φυσικό οδοιπορούσαμε από τα χωριά μας είμαστε παρόντες. Ήτανε δε παρών τότεσας και ο κ. Πλυμάκης Αντώνιος στα μαύρα ντου γένια και ταχιά έγραφε σε τοπική εφημερίδα πως η γι Υπαπαντή στην Αρκουδιά έχει προσκυνητές παντός καιρού.
Υστερα από κάμποσα χρόνια απουσίας μου, ξαναβρέθηκα και πάλι στα Χανιά. Και απόκεια κι ύστερα έπαιρνα μια μέρα άδεια σαν δεν ήτανε αργία η γι ημέρα του πανηγυριού τση και επχιαίναμε οικογενειακώς στο πανηγυράκι τση. Κι όι μόνο παρά αγοράζαμε και σαρδέλες αν ήτανε Τετάρτη γή Παρασκή, τσ’ άλλες μέρες εφροντίζαμε να ‘χομε κι άλλα μεζεδάκια και πάντα μια κασέτα στο μαγνητόφωνο του αυτοκινήτου με τσοι δεξιοτέχνες Χανιώτες βιολάτορες, μιας χρυσής εποχής τση κρητικής λεβεδιάς, με ανεπανάληπτα κι αθάνατα συρτά χανιώτικα κι επαιρνούσαμε περίπου ένα δίωρο κοντά στη φύση όμορφα και καλά. Περίττου αν ήτανε κιόλας μέρα, που όπως ελέγανε τοτεσάς θαν’ έλιαζε η γι Αρκούδα το αρκουδάκι τση, θαν’ ήτανε δηλαδή ηλιοφάνεια, κι η γι αλήθεια του Θεού πως πολλές φορές μας το ‘κανε το χατήρι η Χάρη τσ’ Υπαπαντής, κι η γι αλήθεια ήταν πως επαιρνούσαμε πάρα πολύ ωραία. Ητανε και χρονιές που ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Κυδωνίας και Αποκορώνου και τωρινός αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ειρηναίος, που ελάμπρυνε με τη παρουσία ντου το ταπεινό πανηγυράκι τσ’ Υπαπαντής κι ανηφορίζοντας προς το Μοναστήρι ύστερα από την Αρχιερατική λουτρουγιά, επέρνα κι από τη συντροφιά μας και μάς έδουνε τσ’ ευκές του. Κι έπινε και λίγο κρασί στην υγειά μας ουλωνώ.
Υστερα από χρόνια, συναποφασίσαμε με το μακαριστό εφημέριό μας παπά Γιάννη και με την άδεια του Μοναστηριού, εκάναμε σαν Ενορία Χωραφακίων μια λουτρουγιά, τη πρώτη Κυριακή μετά το πανηγύρι μας, στσοι 15 Αυγούστου, απού εορτάζουνε κι οι Σφακιανοί Αγιοι Ιωάννης και Μανουήλ. Γι’ αυτό κι είχαμε κι αφιερώσει και στο Εκκλησάκι τσ’ Υπαπαντής μια εικόνα ντωνε και στου λουτρουγιά τουτηνά εμνημονεύαμε τους ως τοτεσάς εφημερίους τσ’ Ενορίας Χωραφακίων απου ήτανε ούλοι ιερομόναχοι του Γουβερνέτο. Γιατί κεινανά τα χρόνια τσ’ Ενορίες Ακρωτηρίου τσ’ εξυπηρετούσανε οι γι Ιερομόναχοι των Μοναστηριών Γουβερνέτο κι Αγίας Τριάδας. Περισσότερα και γι’ αυτό στο υπό έκδοση βιβλίο μου “Το χωριό μου Χωραφάκια Ακρωτηρίου Χανίων” και παράλληλα εμνημονεύαμε και τσ’ ιεροψαλτάδες, επιτρόπους, κι όσους διακονούσανε τον ενοριακό μας ναό όπως και τους ενορίτες μας. Και στη συνέχεια εχαιρουμέστανε τη ζωή μας σε τουτονά το Θεότοπο, κι απολαμβάναμε τουτονά το Θείο δώρο τση ζωής απού μας εχαρίζει η Χάρις του καλού Θεού. Κι ούλη η συντροφιά, εξέσπα με μαντινάδες και ριζίτικα τραγούδια και χορούς, π’ αντιβοούσανε τα ρυάκια κι οι γι αναμνήσεις μας εκαταγράφανε ευχάριστες στιγμές. Οι γι εκδηλώσεις μας όμως αυτές και ιδιαίτερα εκείνες αποί ακολουθούσανε ανήμερα τσ’ Υπαπαντής, οι καινούργιοι τοτεσάς Μοναχοί τσοι θεωρήσανε σαν αμαρτωλές και βέβηλες κι αποφασίσανε να προστατέψουνε τη περιοχή από τα δικά μας έκτροπα. Γι’ αυτό και απόκεια κι ύστερα κάνουνε νυχτερινή λουτρουγιά τη παραμονή τσ’ εορτής, καινούργιο φρούτο κι αυτό του καιρού, γιατί εγώ κατέω «πως τση νύχτας τη δουλειά τη θωρεί η γι ημέρα και γελά» και για πολλούς άλλους λόγους η γι απόφασή ντων ήτανε σκληρή κι ιδιαίτερα για τσ’ ανήμπορους και τσοι μεγάλους. Αλλά αφού εκείνοι ετσά θέλουνε, ας κάνουνε ό,τι θέλουνε. Κι έτσα ετέλειωσε η γι ιστορία για το πανηγύρι τσ’ Υπαπαντής.
Τα ταπεινά μου λόγια τουτανέ θέλω με την ευκαιρία να θεωρηθούνε σ’ ούλους απου κείτονται στον Αγιο Προκόπη, ιερομονάχους, ιεροδιακόνους και μοναχούς που μαζί εσυμπορπατούσαμε τσοι Γουβερνεθιανές κακοτοπιές και λειτουργούσαμε τα ξωκλήσια τση περιοχής, και πολλές φορές συνεστιαζόμαστε στη φιλόξενη τράπεζα του Μοναστηριού τσ’ αχνιστές φασουλάδες. Και σ’ ούλους ακόμη τσ’ άλλους που από το Δημοτικό επαίζαμε την αμπάριζα, τσ’ αμάδες και το χωστό στα διαλείμματα, στο Δημοτικό Σχολείο Χωραφακίων. Κι ύστερα εσυμπορπατούσαμε ντελικανήδες στα μεγάλα πανηγύρια και τα μικιά απού επορπατούσαμε τσοι κακοτοπιές τωνε.
Αιωνία σας η μνήμη ουλωνώ σας, αλησμόνητοι σεβαστοί πατέρες του Γουβερνέτο, αξέχαστοι Ακρωτηριανοί φίλοι και πολυαγαπημένα μου χωριανάκια που συχνά συμπορπατούμε εδά μπλιο στα όνειρά μου.
Θεέ μου βλέπε μας το νου μας.
Ωρα καλή σας Αναγνώστριες κι Αναγνώστες μου
Το γεροντάκι

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Μαζωχτήκανε = Συγκεντρωθήκανε
Ντουσουμάνηδω = Εχθρών
Αναλικώνομαι = Γίνομαι ενήλικος
Αναστορούμαι = Θυμούμαι
Τσιβιδίζω = Τσούζω
Κατέω = Ξέρω
Αμάδα = Πλατιά πέτρα (κατάλληλη
για το παιχνίδι)
Αμπάριζα = είδος ομαδικού παιχνιδιού αμάδες
Χωστό = Κρυφτό (παιχνίδι)
Ντελικανής = Νεαρός
Ταχιά = Την άλλη μέρα


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα