Τρίτη, 19 Μαρτίου, 2024

Αμμούτσα: Γενέθλιος τόπος ζωντανός που καταυγάζει

Πατρίδα μου, λένε, είναι η παιδική μας ηλικία με τις άγουρες, αθώες μας αναμνήσεις… ανασυρμένες από τη «θάλασσα της μνήμης». Πατρίδα μπορεί να είναι η γειτονιά, η πόλη ή το χωριό του καθενός, ή ακόμα η γλώσσα του.

Η νοσταλγία ως δυνατό συναίσθημα μας ταξιδεύει στις εικόνες, στις γεύσεις και στα αρώματα, στα πρώτα μας χρόνια έως να γίνουμε έφηβοι, όπου εκεί αναζητούμε τα ίδια τα ίχνη μας, αλλά και αυτά των γνωστών μας ανθρώπων, που οι περισσότεροι δεν υπάρχουν πια.
Σύμφωνα με τη σημαντική Χανιώτισσα συγγραφέα Ιωάννα Καρυστιάνη: «[…] Ο γενέθλιος τόπος του καθενός, είναι η συναισθηματική πρωτεύουσα όλης της ζωής του. Διότι εκεί ζει τα θεμελιακά παιδικά και εφηβικά του χρόνια, κατά κανόνα, και εκεί αποκτά για πρώτη φορά αίσθηση του εαυτού, του άλλου, της οικογένειας, της γειτονιάς, της γλωσσούς της θάλασσας, του ορίζοντα του ανοιχτού κι όλα αυτά είναι πρωτόγνωρες εμπειρίες για το άτομο […]».

Στο γενέθλιο τόπο καθώς περνάνε τα χρόνια, πληθαίνουν οι απουσίες και αραιώνουν οι παρουσίες. Στο γενέθλιο τόπο μπορείς να νιώσεις ως το μεδούλι το βαρύ φόρτο της ανεπανάληπτης συνέχειας του χρόνου. Μόνον εκεί μπορείς να ξέρεις από πρώτο χέρι πως ψυχές και σώματα στο χρόνο γυρνάνε, αλλάζουν ονόματα και πάλι απ’ την αρχή. Εκεί ο καθένας μας έχει πολλά να θυμηθεί, πολλά να πει, πολλά να τραγουδήσει και να κλάψει. Μόνον εκεί, πουθενά αλλού.
Τα παιδιά της αμμούτσας της Καινούργιας Χώρας γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην ασημένια κι αμέτρητη άμμο. Στην αμμουδιά της ανδρώθηκαν γενιές και γενιές, έθρεψε οικογένειες, αποτέλεσε το σημείο αναφοράς της πόλης. Φούσκωναν τα πλεμόνια τους με τη μυρωδάτη θαλασσινή αρμύρα του δροσερού μαϊστραλιού. Προπολεμικά τα παιδιά στη γειτονιά μας έκαναν παρέα στην αμμούτσα με τα «ρωσάκια», νέους που είχαν έλθει από τον Καύκασο της Σοβιετικής Ένωσης. Κατέβαιναν στην παραλία και πάλευαν μεταξύ τους ελληνορωμαϊκή και ελευθέρα πάλη και οι δικοί μας τους παρακολουθούσαν με ανοιχτό το στόμα για το θέαμα. Δεν είχαν ξαναδεί κάτι τέτοιο και τους παρακαλούσαν να τους μάθουν να παλεύουν σαν κι αυτούς. Επίσης διασκέδαζαν και με τον Καραγκιόζη που τον έπαιζε ο νεοχωρίτης Νταμπάσκος. Έστηνε τον μπερντέ του δίπλα στο Βαγί ή στην πλατεία Βαφέ. Χτυπούσε την κουδούνα του και ξεκινούσε. «Ώπα, μπαμπάκο, ώπα», «Θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε…». Μαζευόταν όλη η πιτσιρικαρία της Νέας Χώρας γιατί λάτρευε τον Καραγκιόζη.
Στην Κατοχή, όπως μου διηγούνταν ο πατέρας μου, που η πείνα θέριζε όλο τον κόσμο, μια μέρα καθώς περνούσε από το Πανελλήνιο βλέπει ένα κοκκαλιάρη σκύλο να βαστά στο στόμα του μια κουραμάνα. Δεν θ’ άφηνε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Αστραπιαία το βλέμμα του συναντήθηκε με του σκύλου και ταυτόχρονα αρχίζουν κι οι δυο να τρέχουν. Μπροστά ο σκύλος και πίσω ο 15άρης πατέρας. Κοντά στον Κλαδισό ο σκύλος σκάει, δεν αντέχει άλλο, ο πατέρας του αρπά την κουραμάνα από το στόμα και φεύγει για το σπίτι.
Τα παιδιά της γειτονιάς, ανατράφηκαν σε μια μεταπολεμική, προκαταναλωτική Ελλάδα, ανάμεσα στις διώξεις των ηττημένων του εμφυλίου, τις αγροτικές μνήμες της μόλις προηγούμενης γενιάς και τις αστικές φιλοδοξίες των γονιών τους. Μεταλάβανε με νερό θαλασσινό, συναγμένο στάλα-στάλα απ’ τις μανάδες στα φτωχικά χαμόσπιτα. Στης ανάγκης τα θρανία και στης φτώχειας το σκολειό -το 5ο και το 6ο- μάθανε την κοινωνία και τον πόνο τον παλιό, όπως λέει και το τραγούδι. Τότε τα παιδιά τα γαλουχούσε η οικογένεια, η γειτονιά, η ίδια η κοινότητα. Τρόπον τινά τα παιδιά ανήκαν σε όλους. Μπαινόβγαιναν ελεύθερα στα σπίτια των γειτόνων, έτρωγαν εδώ κι εκεί.
-Βασίλη, έλα παιδί μου να πάεις το σκουτελικό στη κερά Λένη, και μη ξεχάσεις το τεψάκι, έλεγε η μάνα στο γιο της.
Κι αυτός γύριζε με γεμάτα χέρια από το σπίτι της γειτόνισσας.
Τα καλοκαίρια εξαφανίζονταν στις αλάνες, στην παραλία, στην αμμούτσα, στο Πετροκοπιό, και πέρα από τον Κλαδισό στα χωματοβούνια και τις αμμοθίνες ως πέρα στου γιατρού τα χαράκια που από τη σχισμή του βράχου ψηλά κατόπτευαν τα ζευγάρια που χαίρονταν τον έρωτά τους. Αν τους έπαιρναν χαμπάρι και προλάβαιναν να φύγουν τη γλύτωναν… αλλιώς τους μάγκωναν και το ξύλο έπεφτε βροχή.
Τα μεγαλύτερα αδέρφια με τα κοντά παντελόνια και τα γρατσουνισμένα γόνατα επέβλεπαν τα μικρότερα, όλα ξυπόλητα. Τα μικρότερα κρατούσαν τα πιο μικρά απ’ το χέρι, τα πιο μικρά ανέπτυσσαν φιλίες με τα δέντρα και τις γάτες. Οι γάτες κυνηγούσαν τους αρουραίους για να παρηγορήσουν την πείνα τους κι οι εναπομείναντες αρουραίοι ροκάνιζαν τους βολβούς στις αυλές. Σ’ αυτό το «οικοσύστημα» δυο μαγικές λέξεις κυριαρχούσαν: παιχνίδι και αλάνα. Κι όταν νύχτωνε με τις φωνές της μάνας να διαπερνούν τη σιγαλιά του σούρουπου, οδηγούνταν στα σπίτια τους από τ’ αυτί. Κλοπές από τα περιβόλια και τους κήπους, προδοσίες, χειρωνακτικές ασχολίες, αυτοσχέδια παιχνίδια στους δρό- μους, στις αυλές, στα χωράφια, στη θάλασσα και συρράξεις συχνά αιματηρές, ήταν στην ημερήσια διάταξη. Και η ανακωχή ευνοούσε συγκεντρώσεις γύρω από ένα ραδιόφωνο.
Στα στενά σοκάκια της γειτονιάς μας, έστεσαν το σπιτικό τους οι γονείς μας εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’50 για να στεγάσουν τα όνειρα και τις ελπίδες τους. Παιδί αυτής της γειτονιάς και της αμμουδιάς κι εγώ, εδώ γεννήθηκα και μεγάλωσα, εδώ έζησα χαρές και λύπες. Τότε τα σπίτια ήταν μονοκατοικίες και κάθε οικογένεια είχε πολλά παιδιά. Σ’ αυτό το φτωχικό, ταπεινό σπιτάκι δίπλα απ’ το μεγάλο δέντρο τους χειμώνες η μάνα έβαζε λεκάνες πάνω στα κρεβάτια της κρεβατοκάμαρας για ν’ αποφύγει τη βροχή που έσταζε απ’ τη ταράτσα. Λίγο παραπέρα, στη πλατειούλα, που ήταν το μικρό τρουλί κι ένας μικρούλης εβλιγιάς και κατά τη διάρκεια της Κατοχής πρωτοακούστηκε από το χωνί της ΕΠΟΝ η φωνή της αντίστασης κατά του βάρβαρου Γερμανού κατακτητή, παίζαμε ακατάπαυστα. Μετά αλλάξαμε σπίτι και πήγαμε στου Τιρτιρή κοντά στην αμμουδιά με τη χαρά μας να μην περιγράφεται γιατί εκεί βρήκαμε την άπλα μας.

Σ’ αυτήν την αμμουδιά, στην οποία μεγάλωσε, η σπουδαία Νεοχωρίτισσα ποιήτρια Βικτωρία Θεοδώρου, έχει αφιερώσει το ποίημά της «Στην άμμο» από την ποιητική συλλογή «Κατώφλι και παράθυρο» (1962). Στους πρώτους στίχους λέει:
«Στην άμμο εκεί, στην αμμουδιά
που καίει τους σπόρους
που δε στεριώνουν τα θεμέλια των σπιτιών
κι όλα τα γλύφει η θάλασσα,
μεγάλωσα παιδί, μαζί με τ’ άλλα.
μεγάλωσα παιδί, μαζί με τ’ άλλα.
Τα μάτια μας τα φλόγωναν οι μισιριώτικοι άνεμοι
μες το φαγί, μες το ψωμί, μες τα μαλλιά μας η άμμος. […]».

Σημείο συνάντησης και ορμητήριο η αμμώδης αλάνα με τη μουρνιά δίπλα στο χάλαρο του Βαβούρη πίσω από το διώροφο νεοκλασικό του Μουστάκια του ράφτη στην παραλία που πριν το ’65 δεν υπήρχε ο δρόμος. Σ’ εκείνη την αλάνα μετά το σχολειό έβλεπες συνεχώς παιδιά να παίζουν μπάλα. Το ποδόσφαιρο είχε την τιμητική του. Έπαιζαν και στην παραλία με την εποπτεία του Τσέπολα που σαν μέλισσα μάζευε γύρω του τα πιτσιρίκια, να βρει για λογαριασμό του Παγχανιακού νέα ταλέντα. Παρακολουθούσαν, όμως, κι έπαιρναν μαθήματα από τους μεγαλύτερους. Τα Κυριακάτικα πρωινά γίνονταν αγώνας ανάμεσα στους παντρεμένους και τους ελεύθερους της γειτονιάς. Στήνονταν στην άμμο δύο τέρματα με καλάμια κι ο αγώνας Παντρεμεναϊκός – Ελευθεριακός ήταν έτοιμος. Ο Μπύρας κέρβερος στα γκολπόστ, τα Ορνεράκια, ο Μιχάλης κι ο Γιώργος από τον Όμιλο Φιλάθλων Χανίων, τα Κιτάκια, ο Μάνος κι ο Σωτήρης τεχνίτες της μπάλας, ο Γιάννης ο Μυτιλήνος κι ο Γιουρμέτης από τον Τάλω, ο Νταργατζής ο Μανώλης αστέρι του Ο.Φ.Η., ο Πατατίας και πολλοί άλλοι που συμπλήρωναν τις εντεκάδες, κεντούσαν και δίδασκαν με την ποδοσφαιρική τους αρτιότητα και το ήθος. Από κοντά κι ο Μαρίνος!!! Με τη ρίζα ενός καλαμιού πελεκημένη και καλοδουλεμένη έτσι που να μοιάζει με μικρόφωνο, ήταν ο εκφωνητής του αγώνα που τον μετάδινε όπως άκουγε κι έκαναν στο ραδιόφωνο. Ζορίζονταν λίγο αλλά το πάθος περίσσευε. Καλύτερος κι από τον Διακογιάννη. Το φιλοθεάμον κοινό της κερκίδας περισσότερο χειροκροτούσε κι έπαιζε ζάρπες1 στον εκφωνητή, παρά στους παίχτες. Καμιά φορά είχε τη φαεινή ιδέα να περάσει από τον παραλιακό δρόμο η κυρά Μαρία κρατώντας το ταψί με το μεσημεριανό φαγητό, που μόλις είχε πάρει από το φούρνο του Κουκλάκη ή του Μπάτση και να σου η μπαλιά. Αν το πετύχαινε, στο σπίτι ξετυλίγονταν οικογενειακά δράματα που έμεναν νηστικοί.

Τα παιδιά πηγαίναμε τα μπάνια μας στη θάλασσα και κάναμε πατητές ο ένας στον άλλο, παίζαμε τα παιχνίδια μας, τη μακριά γαϊδούρα, την αμπάριζα, τα σκατούλια, το τσουρί, το ξυλίκι – καμάκι, τις ψείρες, τα χαρτάκια από τα κουτιά των τσιγάρων που τ’ αλλάζαμε κι είχαν μεγάλη αξία όσα προέρχονταν από πακέτα τσιγάρων ξένων χωρών και πολλά άλλα.

Πολλές φορές παίζαμε ξιφομαχίες που τις λέγαμε «ψυχομαχίες» δηλαδή φτιάχναμε αυτοσχέδια σπαθιά και ασπίδες ή παίζαμε πετροπόλεμο. Άλλες φορές κατασκευάζαμε πατίνια αναζητώντας ρουλεμάν από τα μηχανουργεία και τα στολίζαμε με μπιχλιμπίδια για να ’ναι όμορφα. Σε κάποια βάζαμε και κάθισμα για να πηγαίνουμε χωρίς κόπο στις κατηφόρες. Είμαστε μάστορες να φτιάχνουμε καράβες δηλ. αυτοσχέδιες βάρκες με τενεκέδες που στεγανοποιούσαμε με το κατράμι που έβγαινε στη στεριά κι έπειτα βάζαμε κατάρτια με πανιά! Σπάνια φτιάχναμε αυτοσχέδια κανό από… βαρέλια. Εκτός από τα ατομικά και τα ομαδικά παιχνίδια, παίζαμε και με τα κοπέλια από άλλες γειτονιές. Συνεν- νοούμαστε με τους Κολομπίτες να παίζουμε πόλεμο μετά τον Κλαδισό στα χωματοβούνια και τις αμμοθίνες του Ψύλλου. Αφού ορίζαμε την ημερομηνία, αρχίζαμε να φτιάχνουμε τα όπλα μας, τα τόξα και τα βέλη στην αιχμή των οποίων είχαμε ενσωματώσει μια μπρόκα. Την ημέρα της μάχης όλοι παρόντες αποφασισμένοι να εξοντώσουμε τους αντιπάλους! Κουζουλοκόπελα βλέπεις…! Πιάναμε θέσεις στις πλαγιές και ξεκινούσαμε μιαν άγρια μάχη. Στο τέλος κάναμε τον απολογισμό. Ευτυχώς την βγάλαμε καθαρή με μικρά τραύματα κι ελαφρά γδαρσίματα. Κανένας δε σκέφτηκε ότι κάποιος θα μπορούσε να τραυματιστεί σοβαρά. Μάλλον τα σκεφτόμαστε αλλά τα συζητούσαμε μόνο μεταξύ μας κι όχι παραέξω, γιατί αν το μάθαιναν οι δικοί μας θα τρώγαμε ξύλο που θα βάζαμε και στις τσέπες μας.
Ήταν καλοκαίρι του ’69 ή ’70 όταν ένα πρωί οι νεοχωρίτες είδαν στην αμμουδιά μας από το λιμανάκι μέχρι τη Χαβάη, μια σειρά από υπνόσακους ο ένας δίπλα στον άλλο. Έκαναν το σταυρό τους με το πρωτόγνωρο θέαμα. Κάτι είχαν ακούσει για λετσοτουρίστες ή μπατιροτουρίστες μα δεν περίμεναν να τους δουν στη γειτονιά τους. Είχαν κάνει την εμφάνισή τους τα πρώτα “χελιδόνια… του καλοκαιριού” όπως τους ονόμασαν. Με τα πρώτα «χελιδόνια» ξεπετάχτηκαν και τα γκρηκ καμάκια. Ανάμεσα στα χελιδόνια ήταν και μια πανύψηλη λυγερόκορμη Ολλανδέζα η Δάφνη που αμέσως συγκέντρωσε το ενδιαφέρον όλων μας. Η απελευθερωμένη Δάφνη δεν άργησε να μπει στην παρέα μας. Εμείς διαπληκτιζόμαστε για το ποιος θα συνευρεθεί ερωτικά μαζί της. Η λύση βρέθηκε με τη ΜΗ.ΜΙ.ΠΕ. Τι ήταν πάλι αυτή; Μια βάρκα της οποίας το περίεργο και πρωτότυπο όνομα προέκυψε από τα αρχικά των ιδιοκτητών της, Μήτσος, Μιχάλης, Περικλής. Με τη βάρκα, τη Δάφνη και τα απαραίτητα εφόδια πηγαίναμε από το πρωί στα Λαζαρέτα κι επιστρέφαμε το βράδυ. Το ευχαριστιόμαστε μα κι η Δάφνη το γλεντούσε. Εκεί συναντήσαμε και τον Αντώ που είχε στήσει τη σκηνή του και όσο διάστημα έκατσε πέρασε θαυμάσια.

Επειδή ο πατέρας μου και ο παππούς ήταν εργάτες στο λιμάνι και εγώ γεννήθηκα στα στενά της παραλίας, εκεί κάτω στην “αμμούτσα” μεγαλώσαμε και παίζαμε. Μεγάλωνα κι εγώ και κόντευα να τελειώσω το εξατάξιο Γυμνάσιο.

Το καφενείο του Φραγκιού έχει μια μεγάλη ιστορία. Ήταν η… γιάφκα του κομμουνιστικού πυρήνα της Νέας Χώρας. Εκεί γίνονταν οι συνεδριάσεις τους, εκεί πήγαιναν οι ψαράδες μετά το ψάρεμα και έπιναν μια ρακή ή ένα κρασάκι, εκεί αντάμωναν οι εργάτες… Εκεί οι μνήμες είναι καταλυτικές. Απέναντι από το καφενείο του ο Φραγκιός είχε φτιάξει μία καλύβα με καλάμια, όπου εκεί πήγαινα ως νέος και κουβέντιαζα με τον ίδιο και μου έλεγε τις ατέλειωτες ιστορίες του για τη φυλάκισή του στην Ακροναυπλία και με συγκρατούμενο τον Δημήτρη Γληνό. Όλα αυτά που δεν μπορούσα τότε να αξιολογήσω, έμειναν ως μνήμες. Εκεί στην καλύβα οι ψαράδες τα καλοκαίρια μπάλωναν τα δίχτυα τους κι έφτιαχναν τα παραγάδια τους και τους χειμώνες στο καφενείο μεταξύ καφέ, τσικουδιάς και ούζου ο καθένας έλεγε τις δικές του ιστορίες. Όλα αυτά είναι μνήμες που έχουν χαραχτεί μέσα μου. Μάλιστα ως σπουδαστής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας σε μια λαογραφική εργασία μου για τα σημάδια των καιρών, πηγή μου ήταν οι αφηγήσεις των ψαράδων της Νέας Χώρας, οι οποίοι απλόχερα μου χάρισαν όλη τη λαϊκή σοφία που κατείχαν για να την καταγράψω.

Τα υπόλοιπα μαγαζιά της παραλίας ήταν εποχιακά, δηλαδή άνοιγαν μόνο καλοκαίρι, π.χ. ο Μουσκουντής που είχε φτιάξει μια ξύλινη εξέδρα στην άμμο και σέρβιρε εκεί μόνο τα καλοκαίρια, ήταν επίσης η “Χαβάη” ανάμεσα στ’ αλμυρίκια, η “Αφρικάνα” του Σκουτέλη και παραπέρα η καλύβα του Πολύρη. Μετά τη διαμόρφωση του δρόμου ανοιχτήκανε και τ’ άλλα μαγαζιά, όπως ο “Ερωτόκριτος”. Το καλοκαίρι του ’72 δούλεψα γκαρσόνι στην “Αφρικάνα”.

Δεν είχε πολλή δουλειά. Μια μέρα από το πρωί η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Η κ. Μαρία η Σκουτέλενα εκνευρισμένη, συνεχώς μουρμούριζε ακατάληπτα. Τα πρωινά δεν είχαν πάει καλά. Γύρω στο μεσημέρι έρχεται μια παρέα οκτώ τουριστών. Μου παραγγέλνουν από μια σαλάτα ο καθένας. “Τα πιάσαμε τα λεφτά μας” σκέφτηκα. Πήγα την παραγγελία στην κουζίνα και την ανάγγειλα στην κ. Μαρία. Ποιος είδε το Θεό και δεν τον εφοβήθηκε! Άρχισε να χειρονομεί και να φωνάζει. Αρπάζει τη σκούπα και λέει:

– Τώρα θα δεις τι θα πάθουν!
Τη βλέπει ο άντρας της, σκέφτεται “αυτή θα μου διαλύσει το μαγαζί” και της λέει όσο πιο γλυκά μπορεί:
– Έλα μωρέ Μαρίκα, ηρέμησε.
Αυτή, όμως, ανυποχώρητη και ξαναμμένη του απαντά:
– Φύγε από μπρος μου γιατί εσύ θα την πληρώσεις!
Βγαίνει έξω ανεμίζοντας το σκουπόξυλο κι ουρλιάζοντας “τουρίστ άουτ”. Οι τουρίστες βλέποντας την έξαλλη, φοβήθηκαν. Μάζεψαν όπως-όπως τα πράγματά τους κι έφυγαν τρέχοντας. Όλο το προσωπικό κρατούσε την κοιλιά του από τα γέλια.
Στις τακτικές επισκέψεις με την παρέα μας στο λιμάνι μετά την βόλτα συνήθως καθόμαστε στα καφέ και στα ουζερί ώσπου να νυχτώσει και να ’ρθει η ώρα να πάμε στα σπίτια μας. Μια βραδιά, ένας από την παρέα ρίχνει την ιδέα να γευματίσουμε στου Ζέπου. Τον λοξοκοιτάξαμε και τον περάσαμε για παλαβό. Πριν προλάβουμε να του εκφράσουμε την απορία μας, αυτός έσκασε ένα χαμόγελο και ανθυπομειδιώντας, λέει:
– Μα δεν θα πληρώσουμε. Θα παραγγείλουμε, θα φάμε, θα πιούμε κι όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή θ’ αρχίσουμε αραιά ένας-ένας να την κοπανάμε στα στενά της Παλιάς Πόλης με κατεύθυνση προς την πλατεία Νέων Καταστημάτων. Εγώ θα μείνω τελευταίος.
Το σχέδιό του μας άρεσε γιατί δεν είχαμε τόσα λεφτά για ένα τέτοιο γεύμα. Συμφωνήσαμε. Αρχίσαμε και τρώγαμε με βουλιμία τις λιχουδιές. Όταν δόθηκε το σύνθημα αρχίσαμε ν’ αραιώνουμε. Ύστερα από ένα μισάωρο μετρηθήκαμε στην πλατεία και ξεκινήσαμε για τη γειτονιά μας. Για πάνω από δυο μήνες κάναμε να περάσουμε έξω από το εστιατόριο του Ζέπου μην τυχόν μας δει και μας αναγνωρίσει.
Στους δρόμους, στις αλάνες και στην αμμούτσα που παίζαμε παιδιά κοιμούνται κάποιες μνήμες να μας θυμίζουν πως μέσα μας κατοικούν, οι παιδικές μας αναμνήσεις. Να μας θυμίζουν πως ήταν σημείο αναφοράς της γειτονιάς ΜΑΣ. Σημείο συνάντησης, συγκέντρωσης, παιχνιδιού, «συσκέψεων», λήψης αποφάσεων, αυτοσχέδιων εκδηλώσεων, τέλεσης μυστηρίων… Σαν παιδιά, μαλώναμε και φιλιώναμε στο λεπτό… Τα χρόνια εκείνα ήταν πολύ πιο όμορφα, αθώα κι απονήρευτα! Χρόνια γλυκά… Ήμασταν τυχερά παιδιά γιατί ζήσαμε την «αθωότητά» μας όπως της άρμοζε!
Σήμερα άλλαξαν οι γειτονιές… Άλλαξαν οι άνθρωποι και ο τρόπος που βλέπουν τα μάτια τους, την ομορφιά… Κι είναι κι αυτές οι μνήμες που ξεπηδούν μέσα απ’ τα χαλάσματα, όσα έχουν απομείνει, και κάθε φορά που περνάω από κει, μου φέρνουν «σκουπιδάκια» στα μάτια! Αφιερωμένο σε όλα εκείνα τα παιδιά που παίξαν και συμπαίξαμε εκεί!

(από τη σειρά Νεοχωρίτικα διηγήματα και ιστορίες)

* Ο Γιώργος Πιτσιτάκης είναι δάσκαλος, ιστορικός ερευνητής

1 Ζάρπα είναι ένας ενδημικός χανιώτικος τρόπος αποδοκιμασίας, κραξίματος και γιούχας και η οποία επιτυγχάνεται με τον κατάλληλο πλαταγισμό των χειλιών στο ψαχνό του βραχίονα, ώστε να προκύψει ο χαρακτηριστικός ήχος από τον εκπνεόμενο αέρα. Αποτελεί ελαφράς ή βαριάς μορφής δημόσια διαπόμπευση και είναι εξαιρετικά δημοφιλής τους νέους, ενώ σε μεγαλύτερες ηλικίες και δημοσίως είναι αρκετά βαριά προσβολή – π.χ. προς πολιτικά πρόσωπα. Η ζάρπα συνοδεύεται από την ιαχή «ιντά ναι αι αι αι…» και το όνομα του ξεφωνιζόμενου. (πηγή: https://www.slang.gr/definition /7494-zarpa). Ο φιλόλογος Αντώνιος Ξανθινάκης στο Λεξικό Ερμηνευτικό και Ετυμολογικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,Ηράκλειο 2001, γράφει για τη ζάρπα: «Ηχητικό ξεφύσιμα με το στόμα για αποδοκιμασία. “Εχουβίσανέ ντονε κι επαίξανέ ντου και πολλές ζάρπες”. Τουρκ. zarp».


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα