22.6 C
Chania
Δευτέρα, 10 Νοεμβρίου, 2025

Αληθινές ιστορίες: Η ψυχή της Φωφώς

Ένα απόβραδο είχα επισκεφθεί τον φίλο µου τον Κώστα, γέρο πια, και εκεί που κουβεντιάζαµε, µου λέει: «Θα σου πω µια ιστορία, που ήταν γνωστή την Κατοχή, για τον καρδιακό µου φίλο τον Σταµάτη, συνοµήλικο, που η µάνα του τον εφώναζε Σταµατούλη, που έγινε µαραγκός κι είχε ένα µεγάλο προτέρηµα: Μπορούσε να συµφιλιώσει δύο µεγάλους εχθρούς σε λίγη ώρα· εγώ τον εθαύµαζα για αυτό. Λοιπόν µια βραδιά πήγαµε, Κατοχή τότε µε τον Σταµατούλη στη γιαγιά Ανετάκη – γηγενή – µα θα ’τανε ογδόντα ετών, να µας πει ιστορίες. Άλλο που δεν ήθελε!.

“Στο χωριό Γαλατάς, ένας πλούσιος γαιοκτήµονας µε στάβλους και υποτακτικούς ήτανε άτυχος: το πρώτο του παιδί, ένα κοριτσάκι που στο αριστερό γόνατο είχε κάτι παράξενα σηµάδια σε σκούρο καφέ χρώµα, που µεγαλώνανε όσο µεγάλωνε. Από κει και πέρα αρχίζει το δράµα. Στα επόµενα παιδιά, κάθε φορά που γεννιόταν ένα, µέσα δύο µήνες, το παιδί πέθαινε το βράδυ. Ένα µεγάλο µαυροπούλι µε µια τροµακτική φωνή εφώλιαζε στα κεραµίδια του σπιτιού του. Ύστερα από πολλές προσπάθειες ένα παιδί έζησε αλλά δεν ήταν στα καλά του.”
Μια άλλη φορά η γιαγιά Ανετάκη µάσε µίλησε για την ψυχή του ανθρώπου, και µας είπε άµα πεθαίνει ο άνθρωπος η ψυχή του κυκλοφορεί για σαράντα µέρες στον τόπο που έζησε.
Σε µια άλλη επίσκεψή µου στον φίλο µου, Κώστα µου είπε και να το γράψεις: “είµαστε ακόµα στο παλιό µου σπίτι, στην πίσω αυλή που γεννήθηκα. Παντρεµένος. πια. Ήταν χαράµατα και ήµουνα καθιστός στο κρεβάτι. Ξαφνικά µισανοίγει η πόρτα και βάζει το κεφάλι της η µάνα µου, Θεός σχωρέσει την, και άρχισε και µού ’λεγε και µου λεγε αφηνιασµένη. Εγώ της έλεγα, καλά µάνα, καλά µένα στο καλό, στο καλό. Το πρωί προτού πάω στο µαγαζί επέρασα από τον τάφο. Είχαν τοποθετήσει µια πλάκα µε κάποιο άλλο όνοµα και την έβγαλα”.
Μια άλλη φορά, ο φίλος µου ο Κώστας µου εξιστορεί για τον γείτονά µας, τον Μιχάλη. Τη βραδιά µετά την κηδεία, τα ξηµερώµατα ξυπνώ από δυνατούς χτύπους στην πόρτα της κουζίνας που βγάζει στην αυλή κάτω από το παράθυρο του υπνοδωµατίου και τότε λέγω, στο καλό Μιχάλη, στο καλό, δυο τρεις φορές και εσταµάτησαν οι χτύποι Λίγο αργότερα µεταφερθήκαµε στο καινούργιο σπίτι.
***
Όταν ύστερα από πολύ καιρό γύρισα στα Χανιά και είδα το φίλο µου τον Κώστα µού µίλησε για τα γεγονότα που συνέβησαν στη γειτονιά µας το …21. Μου διηγείται:
“Ήταν απογευµατάκι· το πρωί είχαµε θάψει τη Φωφώ, τη γειτόνισσα µας, και ήµουνα ξαπλωµένος στην πίσω βεράντα του τρίτου ορόφου. Ξαφνικά βλέπω ένα πουλί, ένα γεράκι ας πούµε, στα κεραµίδια της διπλανής Σχολής να χορεύει σαν µπαλαρίνα για να µου αποσπάσει την προσοχή, και µια στιγµή µε ένα φτερούγισµα ανέβαινε στον ιστό. Όταν µε έπιασε ο ήλιος και ετοιµάστηκα να φύγω, το πουλί εφτερούγισε, και ώσπου να πάω στη βεράντα του δρόµου είχε εγκατασταθεί στην κορυφή του ξύλινου στύλου της ∆ΕΗ και µόλις µε είδε άρχισε να χαριεντίζεται, ζωηρό ζωηρό. Η απόσταση που µε χώριζε είναι τέσσερα-πέντε µέτρα.
Τις επόµενες µέρες συνεχίστηκε και άρχισα να βγάζω φωτογραφίες µε το πουλί που ήταν πάνω στο στύλο Είχα ανησυχήσει θυµούµενος το πουλί της ιστορίας της γιαγιάς Ανετάκη. Μια µέρα, θα είχαν περάσει δέκα ηµέρες, αποφάσισα να µην ανοίξω στην βεράντα το απόγευµα. Όταν εβράδιασε ανοίγω και το πουλί µε επερίµενε καθισµένο στο καλώδιο της ∆ΕΗ απέναντι. Μόλις άνοιξα, µετακινήθηκε σαν κυρία χωρίς να βιάζεται κι εκάθισε στην κορυφή του στύλου. Εγώ πάντως του µιλούσα, όπως: “Καλό µου πουλάκι, τι είσαι;” Σε κάθε λέξη που του απηύθυνα, έκανε κάποια κίνηση σαν να µου απαντούσε. Όσο περνούσαν οι µέρες φαινόταν κουρασµένο, αλλά και στις φωτογραφίες φαινόταν. Υπολογίζω ότι την 27η µέρα δεν εκάθισε στην κορυφή του στύλου αλλά στο καλώδιο της ∆ΕΗ που τραβούσε ανατολικά. Εγώ πάντα του µιλούσα και µε κάθε µου λέξη αποµακρυνόταν από τον στύλο και µια στιγµή εκνευρίστηκα και του λέω: “µην είσαι κόρακας!”. Τότε δίνει ένα φτερούγισµα κι εχάθηκε.
Τις επόµενες µέρες δεν εφάνηκε. Θυµάµαι, γιατί το λογάριασα, παρά µόνο τη 37η µέρα από εµφανίσεως. Ήµουνα ξαπλωµένος στην πίσω βεράντα όταν παρατήρησα στα κεραµίδια της Σχολής κάτι σαν τις σφουγγαρίστρες που έχουµε στα σπίτια. Και σκέπτοµαι τι ζητά η σφουγγαρίστρα στα κεραµίδια; Ξαφνικά άρχισε να σαλεύει και να ζωντανεύει. Μ’ ένα φτερούγισµα ανεβαίνει στον κορφιάτη και µετά την έκπληξή µου του λέγω: “Φωφώ, να το πω στα παιδιά σου;”. Τότε έδωσε ένα µεγάλο πήδο 40 µε 50 εκατοστά και ξανακαθίζει. Περίµενε µερικά δευτερόλεπτα και µετά βουτά από τη βόρεια ράχη του Σχολείου και χάθηκε”.
(Παραθέτω φωτογραφίες που παρακολουθούν τη φθορά).
Ένα απόβραδο χτυπά το τηλέφωνο, ήτανε ο φίλος µου ο Κώστας, έλα, µου λέγει, έχω καλό µεζέ. Πράγµατι µε το µεζέ ήπιαµε τα ουζάκια µας. Η κουβέντα κύλησε στα παλιά. Μια στιγµή µου λέγει: “Το ξέρεις πως έκανα την εποχή του ’60 τον ψαρά κάνα δυο χρόνια; Τα αδέρφια της φιλιότσας της µάνας µου στα Ταµπακαριά έκαναν και τους ψαράδες. Πότε πότε µε παίρνανε για ψάρεµα. Πηγαίναµε στου Σουλάκου τα Κοµµάτια, κοντά στο Ακρωτήρι ή στο Μαυροµούρι, εκεί να δεις ψάρια εκείνα τα χρόνια ! Εγεµίζαµε τη βάρκα χύµα, χοντρά ψάρια, έµενα έκπληκτος και αποφάσισα να πάρω βάρκα. Το λέγω στον κουµπάρο µου τον Γιώργο Γεωργ…, µεγάλο ψαρά, γνωστός επιπλοποιός ήτανε, και µου πούλησε ένα βαρκάκι. Ήτανε δύο µέτρα και ζύγιζε εβδοµήντα κιλά. Καρυδότσουφλο! Του βάζω καρίνα και µια λάµα δέκα κιλά και το σταθεροποιώ σιγά σιγά.
Μια Κυριακή πρωί µε µπάνγκα µπονάτσα (δεν κουνούσε καθόλου η θάλασσα) αποφασίζω να πάω στην Απόξω Πλάκα, πέντε χιλιόµετρα από τα Θοδωρού. Και τσουπ, τσουπ είµαι στα σκιάδια, το καµπαναριό της Αγίας Μαρίνας και το σπίτι ανατολικότερα. Κατεβάζω την πετονιά, αλλά ούτε φωνή ούτε ακρόαση που λένε. Προχωρούσε η µέρα µε απογοήτευση. Κατά το µεσηµέρι βλέπω µαύρα αγριεµένα σύννεφα στη δύση. Τότε αρχίσανε τα ψάρια να τσιµπάνε κι ανεβοκατέβαινα την πετονιά φορτωµένη και ξαφνικά επλάκωσε το µπουρίνι. Η βάρκα εχόρευε. Καθιστός βάζω τη µηχανή και ξεκινώ. Αίφνης απ΄ το πουθενά µε ζώνουνε πέντε ρινοδέλφινα, ένα στην πλώρη, ένα σε κάθε πλάι και δύο πίσω, ήταν ο άγγελός µου. Με φέρανε ως το Φανάρι κι αµέσως έκαναν στροφή και χάθηκαν στο πέλαγος. Εκείνη τη στιγµή µου σβήνει και το µηχανάκι και ένας φίλος µε πήγε στο µουράγιο. Κάθε φορά που διηγούµαι αυτή την ιστορία µε πιάνουν τα κλάµατα. Όποιος σκοτώνει ∆ελφίνι είναι σαν να σκοτώνει έναν Άνθρωπο”. Μετά από αυτό ο Κώστας ήταν τόσο συγκινηµένος, που είπαµε ένα “καληνύχτα”, έφυγα.

Σηµείωση: Όσα µου είπε στις συναντήσεις µας, σας το µετέφερα µε νι και µε το σίγµα.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα