∆εν έφταναν οι δύο πόλεµοι στη γειτονιά µας, έχουµε τώρα και τον κίνδυνο πυρηνικών φόβων εξ ανατολών. Μέρος των πολιτικών στελεχών του SPD που συγκυβερνά στη Γερµανία δηµοσιοποίησε ένα «Μανιφέστο για την ειρήνη» µε στόχο να σταµατήσουν οι εξοπλισµοί και να θεραπεύσουν τη φτώχεια στη Γερµανία και γενικότερα στην ΕΕ.
Πρόκειται για ένα νέο πλήγµα στις ορέξεις της προέδρου της Κοµισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάϊεν, που έχει ενδυθεί το µανδύα της Σταυροφόρου για τη σύγχρονη διάσωση των πεδιάδων, των κοιλάδων και των ορέων της Ευρώπης!
To «Μανιφέστο για την ειρήνη» είναι ένα κείµενο µερίδας του συγκυβερνώντος κόµµατος (SPD) που προτείνει την ανατροπή τής µέχρι σήµερα στρατιωτικής κατεύθυνσης της Γερµανίας. Αντί για νέους εξοπλισµούς επιδιώκουν:
Πυρηνικό και συµβατικό αφοπλισµό, µε στόχο τη λεγόµενη «Εκ νέου προσαρµογή και διαπραγµατεύσεις µε τη Ρωσία»
Αποτροπή περαιτέρω στρατιωτικοποίησης που σηµαίνει άµεσο πάγωµα, περαιτέρω στρατιωτικοποίησης που κλιµακώνει την ένταση .
Ειρηνευτική πολιτική κοινής ασφάλειας µέσω επανέναρξης διπλωµατικού διαλόγου µε τη Ρωσία «µετά τη σιγή των όπλων στην Ουκρανία», προώθηση αποκλιµάκωσης και συνεργασία βασιζόµενη σε ένα νέο Ευρωπαϊκό ασφαλές πλαίσιο.
Κατεύθυνση πόρων σε κοινωνική πρόοδο, δηλαδή όχι στους εξοπλισµούς, αλλά στροφή των πόρων στην αντιµετώπιση της φτώχειας, την καταπολέµηση της κλιµατικής κρίσης κ.ά.
Το «Μανιφέστο» συνιστά υπόδειγµα πολιτικής ειρήνης και έρχεται λίγο πριν από το συνέδριο του SPD, το οποίο θα διεξαχθεί από τις 26 έως τις 29 Ιουνίου, και θα είναι κρίσιµο για την νέα ηγεσία του κόµµατος, που είναι στη θέση αυτή εδώ και τέσσερις µήνες. Ο νέος ηγέτης του SPD, Κλίνγκµπαϊλ, δεν έχει δώσει ιδιαίτερη θέση στη νέα του δοµή για τους ειρηνιστές, αλλά πάντως η φωνή τους ακούγεται. Η ιστορία του µανιφέστου και των ειρηνιστών του SPD δεν είναι νέα, αλλά ανάγεται ακόµη και πριν την Ostpolitik του Willy Brandt του 1970. Σε κάθε περίπτωση όταν ο Helmut Kohl (CDU) έγινα καγκελάριος και µάλιστα επανένωσε τις δυο Γερµανίες µε τη βοήθεια του Γάλλου προέδρου Φρανσουά Μιττεράν, είχε συµφωνήσει στην συνέχεια αυτής της πολιτικής. Είναι επίσης γνωστό ότι ο πρώην καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέιντερ (SPD 1998-2005) είχε αναλάβει ρόλο ειδικού συµβούλου για την ρωσική εταιρεία Gazprom, ως επιβράβευση της δέσµευσής του για τους αγωγούς µέσω της Βαλτικής Θάλασσας (Nord Stream 1 και 2).
Το «Μανιφέστο» δεν έτυχε πλήρους αποδοχής από το SPD που συγκυβερνά. Η ευρωπαϊκή βιοµηχανία άµυνας αγωνίζεται, σθεναρά για τα συµφέροντά της.
Οι ασκούντες κριτική στο µανιφέστο αναφέρουν ότι δεν καταλογίζονται ευθύνες στους Ρώσους, απεναντίας διατηρούν µια φρασεολογία ειρηνιστική και διεθνοποιηµένη βασισµένη γύρω από τη διάσκεψη για την ασφάλεια και την ειρήνη στην Ευρώπη (CSCE) του 1975 στο Ελσίνκι. Υπενθυµίζουµε ότι η ∆ιάσκεψη CSCE αποτέλεσε ιστορική συνάντηση Ανατολής-∆ύσης. Υιοθετήθηκε η Τελική Πράξη του Ελσίνκι, που προώθησε την ειρηνική συνύπαρξη, τα ανθρώπινα δικαιώµατα και τη συνεργασία µεταξύ των 35 συµµετεχόντων κρατών.
Έτσι, το «Μανιφέστο», επιδιώκει την απόρριψη των προγραµµατισµένων αυξήσεων του προϋπολογισµού άµυνας, αλλά και τη διασφάλιση της ειρήνης στην Ευρώπη µέσω της αµυντικής ικανότητας, του ελέγχου των εξοπλισµών και της επικοινωνίας, 80 χρόνια µετά την ολοκλήρωση της καταστροφής που επέφερε ο ∆εύτερος Παγκόσµιος Πόλεµος.
Παρατηρούµε όµως ότι στη Γερµανία και στις περισσότερες χώρες της ηπείρου έχουν επιβληθεί δυνάµεις που επιδιώκουν πριν απ’ όλα το µέλλον σε στρατηγική στρατιωτικής αντιπαράθεσης και σε εκατοντάδες δισεκατοµµύρια για την εξοπλιστική προετοιµασία. Η ειρήνη και η ασφάλεια δεν θα είναι πλέον εφικτές µε τη Ρωσία, αλλά θα πρέπει, κατά τη γνώµη τους, να επιβληθούν εναντίον της Ρωσίας.
Η ανάλυση που αναπτύσσεται εδώ σχετικά µε τη νίκη ενός «κόµµατος του πολέµου» από την άφιξη του Μερτς στη καγκελαρία δεν φαίνεται να ευσταθεί και παρά τις δηλώσεις στήριξης στο Κίεβο, οι πύραυλοι µακρού βεληνεκούς Taurus δεν έχουν παραδοθεί ακόµα στην Ουκρανία. Πράγµα που το ερµηνεύουµε ως στήριξη των συντακτών του «Μανιφέστου».
Η άποψή µας από την αρχή της σύγκρουσης, ήταν ότι η διπλωµατία έπρεπε να έχει πράξει τα δέοντα, αντί να σηκώσει ψηλά τα χέρια. Τονίζουµε ότι αυτή τη στιγµή έχει ωριµάσει ακόµη περισσότερο η ευρωπαϊκή παρέµβαση στις ιδέες και αντιλήψεις του Ντ. Τραµπ που ποντάρει στη σύγκρουση, ιδίως µε την Κίνα. Να προσθέσουµε και το παράδειγµα της κρίσης στη Μέση Ανατολή, ο κίνδυνος ενίσχυσης της στρατιωτικοποίησης των διεθνών σχέσεων έχει αυξηθεί σηµαντικά.
Η Ευρώπη πρέπει να αντιτάξει σε αυτό µια αυτόνοµη και ειρηνική πολιτική ασφάλειας; πρέπει να συµµετάσχει ενεργά στην επιστροφή σε µια συνεργατική τάξη ασφάλειας, µεταξύ των οποίων να σταµατήσει και η κούρσα των εξοπλισµών. Αυτό δίδει αυτόµατα απάντηση και στην ελληνο-κυπριακή εξίσωση για να αποµακρυνθεί η γερµανική επιµονή συµµετοχής και της Τουρκίας στα εξοπλιστικά και µάλιστα µε λεφτά των φορολογουµένων. Μιλούµε για τα 650 δις € που έχουν προγραµµατισθεί και για τα οποία θα επανέλθουµε όταν έχουµε νεώτερα στοιχεία. Υπενθυµίζουµε ότι τα δανειακά κεφάλαια των 150 δις € που έχου6ν ήδη θεσµικό πλαίσιο επιτρέπουν στην Τουρκία µέσω επιχειρήσεων που έχουν συνάψει εταιρικές σχέσεις µε επιχειρήσεις της ΕΕ και προϋπήρχαν της νέας φάσης του προγράµµατος SAVE να µπορεί να συµµετάσχει στην απόληψη δανειακών πόρων.