«Πρέπει να υπάρξει προγραµµατικός ουσιαστικός διάλογος για το πώς βλέπουµε να προχωράει η χώρα τα επόµενα χρόνια σε έναν δρόµο που δεν θα είναι ο µονόδροµος της κυβέρνησης της λεηλασίας και της καταστροφής, της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Να υπάρξει ένας σοβαρός διάλογος µε πολιτικούς όρους», επισηµαίνει, µεταξύ άλλων, ο πρόεδρος της Νέας Αριστεράς και βουλευτής Αλέξης Χαρίτσης, σε συνέντευξη που παραχώρησε στα “Χ.ν.”. Παράλληλα, στη “σκιά” των νέων πολεµικών συρράξεων στη Μέση Ανατολή ασκεί σκληρή κριτική στην εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης χαρακτηρίζοντάς την «επικίνδυνη για τα ίδια τα συµφέροντα της χώρας µας».
– Πώς βλέπετε τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και την επίθεση που εξαπέλυσε το Ισραήλ στο Ιράν;
Καταρχάς έχουµε µια ακόµα πολεµική εστία κι αυτό επιβεβαιώνει ότι έχουµε περάσει σε µια φάση κατά την οποία δεν υπάρχει καµία λογική διεθνούς δικαίου, διεθνών οργανισµών και συµβάσεων που καθορίζουν τις διεθνείς σχέσεις. Αυτό που έχει επιβληθεί πλέον -και το Ισραήλ είναι κατεξοχήν ένα κράτος που εφαρµόζει αυτή τη λογική, πάντα µε την υποστήριξη των ΗΠΑ- είναι το δίκαιο του ισχυρού. Η διπλωµατία έχει πάει περίπατο. Στόχος του Νετανιάχου είναι να γενικευτεί ο πόλεµος σε όλη τη Μέση Ανατολή. Αυτή η εξέλιξη µας φέρνει κι εµάς σε πάρα πολύ δύσκολη θέση αφού είναι µία ακόµα εστία πολέµου στη γειτονιά µας.
– Η ελληνική κυβέρνηση έχει πάρει ξεκάθαρη θέση υπέρ του Ισραήλ τόσο ως προς την Παλαιστίνη όσο και απέναντι στο Ιράν, παρότι επικαλείται την ανάγκη να υπάρξει µια διπλωµατική λύση. Θεωρείτε ότι αυτή η στάση εξυπηρετεί τα συµφέροντα της Ελλάδας;
Θεωρώ ότι είναι µια στάση που αντίκειται πλήρως στο διεθνές δίκαιο, ξεφεύγει από κάθε έννοια σεβασµού των ανθρωπίνων αξιών και βρίσκεται στον αντίποδα των συµφερόντων της χώρας µας. Ο κ. Μητσοτάκης επέλεξε -όπως έκανε και στο ουκρανικό- να µετατρέψει τη χώρα µας από έναν παράγοντα ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή, στο “µακρύ χέρι” των συµφερόντων των ΗΠΑ κι άρα σε µέρος της πολεµικής σύρραξης. Κι αυτό έγινε και µε τη στρατιωτική υποστήριξη της Ουκρανίας, που σηµατοδότησε τη διακοπή των ιστορικών δεσµών της χώρας µε τη Ρωσία, και µε την πλήρη αποδοχή της γενοκτονίας των Παλαιστινίων από το Ισραήλ, αλλά και τώρα µε την εντελώς µονοµερή υποστήριξη του Ισραήλ έναντι του Ιράν. Είναι, µε άλλα λόγια, µια κυβέρνηση που δείχνει ότι είναι επικίνδυνη για τα ίδια τα συµφέροντα της χώρας µας, αφού βάζει πάνω από όλα τη σχέση του Μητσοτάκη µε τις ΗΠΑ και στερεί από τη χώρα µας τον εξισορροπητικό ρόλο που έπαιζε ιστορικά στην περιοχή διατηρώντας ισχυρούς διπλωµατικούς, ιστορικούς, πολιτικούς και πολιτισµικούς δεσµούς µε όλες τις χώρες.
– Το Ιράν ανέφερε ότι θα στραφεί ενάντια σε αµερικανικές βάσεις αν υπάρξει εµπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεµο. Αυτό σηµαίνει ότι η αµερικανο-νατοϊκή βάση στα Χανιά στοχοποιεί και την περιοχή µας. Η δική σας θέση ποια είναι για την παρουσία των ξένων βάσεων στα Χανιά;
Βρισκόµαστε σε µία φάση που η αρχιτεκτονική των διεθνών σχέσεων όπως τη γνωρίζαµε έχει καταρρεύσει και θα πρέπει να επανεκτιµήσουµε, επαναξιολογήσουµε και επανασχεδιάσουµε τη δική µας εξωτερική πολιτική, µε ένα διαφορετικό στρατηγικό βάθος. Υπό αυτή την έννοια, πρέπει να επαναξιολογηθεί και η στάση µας απέναντι σε ζητήµατα που έχουν να κάνουν µε τις ΗΠΑ και τις βάσεις. Σε κάθε περίπτωση, µε την επικίνδυνα µονοµερή πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη και την πειθήνια υποστήριξή της στους σχεδιασµούς των ΗΠΑ και Ισραήλ, µετατρέπει την Ελλάδα σε µέρος της πολεµικής σύρραξης και µας βάζει στο µάτι του κυκλώνα. Για τα Χανιά ένα παραπάνω λόγω και της παρουσίας της αµερικανικής βάσης.
– Στην ελληνική πολιτική σκηνή βλέπουµε όλο αυτό το διάστηµα να καταγράφεται µια δηµοσκοπική φθορά της κυβέρνησης χωρίς όµως να ισχυροποιείται σηµαντικά κάποιος αντιπολιτευτικός πόλος. Πώς το ερµηνεύετε;
Πράγµατι υπάρχει υπάρχει µια ουσιαστική φθορά της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η οποία σε πάρα πολλά πεδία, από την οικονοµία µέχρι τη δικαιοσύνη και τους θεσµούς, λειτουργεί µε όρους καθεστωτικούς κι αυτό τη φέρνει σε αντιπαράθεση µε ευρύτερα στρώµατα της κοινωνίας. Το είδαµε πρόσφατα αυτό και στα µαζικότατα συλλαλητήρια για τα Τέµπη. Παράλληλα, είναι αλήθεια ότι αυτή η δυσαρέσκεια δεν µετατρέπεται σε αλλαγή των πολιτικών συσχετισµών. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη παραµένει πολιτικά κυρίαρχη κι αυτό έχει να κάνει και µε τη στάση της αντιπολίτευσης. Θεωρώ ότι προοδευτική – αριστερή αντιπολίτευση είναι -και είµαστε αν θέλετε- αναντίστοιχοι των περιστάσεων. Υπάρχουν ηγεσίες οι οποίες προτάσσουν τις προσωπικές φιλοδοξίες και το µικροκοµµατικό συµφέρον και όχι µια σοβαρή προσπάθεια για να υπάρξει πολιτική αλλαγή. Αυτός ο κατακερµατισµός και η εµµονή στον κοµµατικό πατριωτισµό και όχι σε µια λογική συζήτησης που θα µπορούσε να οδηγήσει σε συνεργασίες, µάς έχει φέρει στη σηµερινή κατάσταση. Αυτό επηρεάζει και τη Νέα Αριστερά, η οποία ως µια νέα πολιτική δύναµη είναι µέρος αυτής της απαξίωσης συνολικά της αριστερής αντιπολίτευσης στη χώρα µας, κάτι που αντανακλάται και στις δηµοσκοπήσεις.
– Μιλάτε για συνεργασίες, η Νέα Αριστερά µε ποιο τρόπο έχει κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση;
Από τη µεριά µας έχουµε προσπαθήσει να το κάνουµε πράξη όταν µιλήσαµε για το λαϊκό µέτωπο, όταν πήραµε πρωτοβουλία για συντονισµό των δυνάµεων της αντιπολίτευσης για το παλαιστιανιακό ώστε να καταθέσουµε από κοινού αίτηµα για να υλοποιηθεί η απόφαση της Βουλής του ∆εκεµβρίου του 2015 για αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους, όταν απευθύναµε πρόταση για την προεδρία της Βουλής στα κόµµατα της προοδευτικής αντιπολίτευσης για τον Χ. Ράµµο, όταν πήραµε πρωτοβουλίες ενάντια στα ιδιωτικά πανεπιστήµια και για το θέµα των υποκλοπών, όταν στηρίξαµε µαζί µε τα άλλα κόµµατα την πρόταση δυσπιστίας για τα Τέµπη κ.ά. Εµείς επιµένουµε ότι πρέπει να υπάρξει προγραµµατικός ουσιαστικός διάλογος για το πως βλέπουµε να προχωράει η χώρα τα επόµενα χρόνια σε έναν δρόµο που δεν θα είναι ο µονόδροµος της κυβέρνησης της λεηλασίας και της καταστροφής, της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Να υπάρξει ένας σοβαρός διάλογος µε πολιτικούς όρους κι όχι απλώς µε µια λογική συνεννοήσεων κορυφής. Ωστόσο, δυστυχώς, δεν έχει υπάρξει ακόµα ανταπόκριση σε αυτή την προσπάθειά µας. Πιστεύω, όµως, ότι τελικά η ίδια η πίεση από την κοινωνία θα διαµορφώσει τις συνθήκες για να υπάρξει σύγκλιση.
– Την κινητικότητα του Αλέξη Τσίπρα και την πιθανολογούµενη δηµιουργία ενός νέου πολιτικού φορέα πώς τη βλέπετε;
Για το τι θα κάνει ο Αλέξης Τσίπρας δεν είµαι αρµόδιος να απαντήσω εγώ, πρέπει να απαντήσει ο ίδιος. Νοµίζω όµως ότι είµαστε σε µια φάση που δεν εξυπηρετεί τον σκοπό της διαµόρφωσης ενός µετώπου απέναντι στη ∆εξιά και την κυβέρνηση Μητσοτάκη, η καλλιέργεια µιας παραφιλολογίας για το τι θα κάνει ο Τσίπρας ή αν θα υπάρξει κάποιο νέο κόµµα. ∆εν είναι το ζητούµενο αυτό, το ζητούµενο είναι αν θα µπορέσει να υπάρξει µια πειστική πολιτική πρόταση για την ύπαρξη ενός άλλου δρόµου, µιας άλλης προοπτικής. Αυτό που χρειάζεται είναι ένα όραµα για το µέλλον αυτής της κοινωνίας: πώς θα απαντήσουµε στα ζητήµατα της κοινωνίας µετά την επέλαση του τραµπισµού, πώς θα απαντήσουµε στα ζητήµατα των οικονοµικών ανισοτήτων, πώς θα απαντήσουµε στα ζητήµατα της περιβαλλοντικής κρίσης κ.ά. Σε αυτή τη συζήτηση όποιος έχει να συνεισφέρει µε πραγµατικούς προγραµµατικούς όρους προφανώς είναι κάποιος µε τον οποίο θα συζητήσεις.
– Ένα από τα θέµατα που απασχολούν την τοπική κοινωνία είναι η εγκατάσταση πυλώνων υπερυψηλής τάσης µε την οποία διαφωνούν φορείς, κινήµατα κ.ά. Η δική σας θέση;
Οι πυλώνες είναι ένα ζήτηµα που έχει να κάνει εκτός των άλλων και µε τη δηµοκρατία, αφού µιλάµε για αποφάσεις που λαµβάνονται ερήµην της κοινωνίας. Μιλάµε για έργα που επηρεάζουν οικοσυστήµατα και την τοπική οικονοµία της περιοχής, κι όµως υπάρχει ένα πέπλο σκοταδιού γύρω από αυτά ως προς τον σχεδιασµό τους. Το ζήτηµα λοιπόν είναι κατεξοχήν πολιτικό, αφού εναλλακτικές τεχνικές λύσεις µπορούν να βρεθούν.