» Σοφία Αυγερινού (εκδόσεις Πόλις)
Στις αρχές της χρονιάς κυκλοφόρησε η νουβέλα της Σοφίας Αυγερινού, Άγνωστες λέξεις, από τις εκδόσεις Πόλις. Η αλήθεια είναι πως δεν γνώριζα τη συγγραφική πλευρά της Αυγερινού παρά µόνο τη µεταφραστική· Μπροχ, Ντοστογιέφσκι και Μπέρνχαρντ, µεταξύ άλλων. Σκέφτοµαι πως µετά το πέρας των Χριστουγέννων, της κορύφωσης µιας περιόδου έντονης κινητικότητας στον χώρο του βιβλίου, εκεί, κάπου τον Φλεβάρη, ίσως µια έκδοση να καταφέρει να τραβήξει το βλέµµα, να µην χαθεί στις ντάνες µε τις νέες εκδόσεις, να διαβαστεί και να σχολιαστεί, και ίσως, αν το βιβλίο είναι καλό, σύντοµα να ξεφύγει από το πρώτο δίχτυ υποδοχής και να ανοιχτεί σε πιο µεγάλες θάλασσες. Βέβαια, ταυτόχρονα, µετά από τόσα χρόνια πέριξ των εκδοτικών και αναγνωστικών πραγµάτων, δυσκολεύοµαι να αποτινάξω ορθολογικά από πάνω µου τον µεταφυσικό νόµο στον οποίο η µοίρα κάθε βιβλίου µοιάζει να υπόκειται, καλά βιβλία που δεν γνωρίζουν τους αναγνώστες που τους αξίζουν, µέτρια βιβλία που θριαµβεύουν, κακά βιβλία µε τα οποία αρκετοί ασχολούνται, έστω και για να πουν ακριβώς αυτό, πως πρόκειται για κακά βιβλία.
«Εκείνο τον καιρό άρχισε να κολλάει χαρτάκια στο ψυγείο, χαρτάκια µικρά, κίτρινα, µε λέξεις λανθασµένες, όπως φώσπορος ή ανασκαλοπίζω. Έλεγε όµως διαρκώς, µου είπαν, καθώς έγραφε τα χαρτάκια του, ότι δεν ήταν αυτή η σωστή λέξη, ούτε η άλλη, δηλαδή υπονοούσε πως υπήρχε κάποια άλλη λέξη που έπρεπε να σηµειώσει, αλλά κανείς δεν ήξερε γιατί δεν τη σηµείωνε ή, τέλος πάντων, αν υποθέσουµε ότι θα την έβρισκε, τι σκόπευε να την κάνει. Γιατί, βέβαια, λέξεις κολληµένες στην πόρτα του ψυγείου, σ’ ένα σπίτι όπου οι δύο υπόλοιποι ένοικοι είναι εκ γενετής τυφλοί, δεν έχουν καµία προφανή σκοπιµότητα. Εγώ τα είδα τα χαρτάκια µια Πέµπτη που πήγα να καθαρίσω, όπως κάθε βδοµάδα —τις Πέµπτες είµαι πάντα απογευµατινή. Είχα υποσχεθεί στον θείο και τη θεία ότι θα πήγαινα απαρέγκλιτα και όχι, ας πούµε, µια Πέµπτη και µια Τετάρτη ή Παρασκευή, ή και καθόλου, επειδή κάτι απρόοπτο έτυχε ή επειδή ήµουν πολύ κουρασµένη. Πολύ κουρασµένη ήµουν, δεν το συζητώ, αλλά πήγαινα όπως τους είχα πει, κάθε Πέµπτη χωρίς εξαίρεση».
Η Αυγερινού από τις πρώτες γραµµές της αφήγησης ανοίγει τα περισσότερα από τα χαρτιά της, δίνει µέσες άκρες µια ευσύνοπτη περίληψη της ιστορίας που αναθέτει στην πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια να καταθέσει. Ο ξάδερφός της, µε τον οποίον πέρασαν αρκετά καλοκαίρια παίζοντας δίπλα στη θάλασσα, πριν τα πράγµατα αλλάξουν και ο πατέρας της εγκαταλείψει τη λογιστική για να γίνει ποιητής, ζει µε τους τυφλούς γονείς του. Μια µέρα αρχίζει να κολλάει, στην αρχή κίτρινα, µετά και άλλων χρωµάτων, χαρτάκια, πρώτα στο ψυγείο, ύστερα παντού, µε λέξεις λανθασµένες, επαναλαµβάνοντας µε εµµονή πως αυτή ή η άλλη δεν ήταν η σωστή λέξη, εκείνη που µετά µανίας έψαχνε, άγνωστο γιατί.
Εκτός από τη ραχοκοκκαλιά της υπόθεσης, εξ αρχής θέτεται και η ατµόσφαιρα, σκοτεινή και ασφυκτική, καφκική και υπερρεαλιστική, µε την οποία βρίσκεται αντιµέτωπη η αφηγήτρια που κάθε Πέµπτη, απαρέγκλιτα, επισκέπτεται, όπως είχε υποσχεθεί, το σπίτι των θείων της ώστε να καθαρίσει. Μια στενοχωρία προσµένει τον αναγνώστη, ένα πυκνό υφαντό που τον εγκλωβίζει άµεσα. Το αφηγηµατικό ύφος, το νεύρο µε το οποίο η αφηγήτρια εξιστορεί τα πράγµατα, εκκινώντας από εκείνον τον καιρό που τα χαρτάκια άρχισαν να εµφανίζονται στην πόρτα του ψυγείου, εκεί που συνήθως βρίσκονται µαγνητάκια ενθύµια από ταξίδια, φωτογραφίες, προγράµµατα δίαιτας, απλήρωτοι λογαριασµοί και σηµειώσεις, στην περίπτωση αυτή χαρτάκια µε λέξεις, απόπειρες για την εύρεση εκείνης της µίας, της σωστής.
Το παράλογο σχηµατίζεται επί ενός ρεαλιστικού πατρόν, τα υφάδια τοποθετούνται εδώ και εκεί, συστηµατικά και µε τη µέγιστη συγγραφική προσοχή, αναδεικνύοντας σελίδα τη σελίδα νέες προοπτικές, όχι απαραίτητα στην κατεύθυνση της διαλεύκανσης του «µυστηρίου» µε τα κίτρινα χαρτάκια, αυτό ποσώς µοιάζει να είναι εντός των συγγραφικών προθέσεων, όχι τουλάχιστον σ’ ένα απλοϊκό και επιφανειακό επίπεδο του τι έγινε µετά, του γιατί και του πώς. Η Αυγερινού, µοιάζει να το κάνει συνειδητά και προγραµµατισµένα, απλώνει δύο παράλληλες και διακριτές υποδόριες στρώσεις, εκείνη της γραφής, είτε ευθέως είτε µέσω της παραβολής, και εκείνη του παρελθόντος που βαραίνει και καθορίζει τα ερχόµενα. Και το κάνει αυτό όχι για να συσκοτίσει τα πράγµατα αλλά, αντίθετα, για να διανοίξει τις αναγνωστικές διεξόδους, αρνούµενη να πει απλώς µια λοξή ιστορία, αρνούµενη να υποταχθεί πλήρως στο εύρηµα µε τα χαρτάκια, που λίγα µόνο βήµατα, και αυτά άχαρα, θα της επέτρεπε να κάνει.
Όσο µικρότερη η φόρµα, τόσο σηµαντικότερη καθίσταται η πύκνωση, κάθε µία λέξη να µετράει και τίποτα να µην περισσεύει, δεν υπάρχει εδώ χώρος για το περιττό, το όµορφο πλην όµως αχρείαστο. Και η Αυγερινού καταφέρνει την πύκνωση αυτή, παρότι επιτρέπει στην αφηγήτριά της να προβεί σε παρεκβάσεις στο παρελθόν, αλλά και να προσθέσει σκέψεις και συναισθήµατα επί της εν εξελίξει ιστορίας, παρεκκλίσεις που ενισχύουν και δεν βαρυφορτώνουν την ιστορία, ακόµα και να χάσει κάποιες στιγµές τον έλεγχο και έτσι να αποκτήσει καίρια και καθοριστική συµµετοχή στα πεπραγµένα πέραν της απλής παρατήρησης, υλοποιώντας τις παραπάνω παρατηρήσεις περί διεύρυνσης ενός κατά φύση ερµητικού σκηνικού, διερευνώντας, µεταξύ άλλων, τα όρια της λογικής και της ψυχικής υγείας, θέτοντας εν αµφιβόλω την ίδια την αφηγηµατική αξιοπιστία και αφήνοντας ανοιχτό σε υποκειµενική αναγνωστική ερµηνεία και εν πολλοίς αναπάντητο το ερώτηµα για την κινητήριο δύναµη που, ας βάλω εισαγωγικά, την «αναγκάζει» ή την «ωθεί» εξ αρχής στην αφήγηση, απάντηση που θα µας επέτρεπε να διακρίνουµε καθαρά και µε σαφήνεια τις αφηγηµατικές και εν συνεχεία τις συγγραφικές προθέσεις, οδηγώντας σε µία αναπόφευκτη αποµάγευση, εκεί όπου όλα είναι φανερά και εξηγήσιµα, διόλου λογοτεχνικά, δηλαδή.
Η Αυγερινού πετυχαίνει να χαρίσει στη νουβέλα της µια αυτονοµία, χωρίς να της στερεί µέσω µιας βιασµένης συσκότισης την απόλαυση καθιστώντας την προβληµατική. Συνδυάζει δύο αρετές, σχετικά σπάνιες στην εγχώρια λογοτεχνία: το πρωτότυπο θέµα, τουλάχιστον ως σηµείο εκκίνησης, αποµακρυσµένο από τις γνώριµες πηγές άντλησης, και τη χρήση της γλώσσας. Και αν η πρωτοτυπία του θέµατος µπορεί να αναζητηθεί χωρίς ιδιαίτερες θυσίες και στη µεταφρασµένη λογοτεχνία, η χρήση της γλώσσας καθιστά τις Άγνωστες λέξεις ένα σηµαντικό ανάγνωσµα, ένα επίτευγµα για τους έχοντες µητρική γλώσσα την ελληνική.