Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024

Από τα “Γράμματα της Παναγίας” στον Χριστό

«Σε θυμούμαι, μικρό παιδάκι, τότε που με τραβούσες απ’ το φουστάνι και πηγαίναμε στο πηγάδι για νερό. Τότε που έπαιζες με τ’ άλλα γειτονόπουλα… Πώς καμάρωνα τότε! Σ’ ονειρευόμουνα νοικοκύρη, να κάνεις σπίτι, με γυναίκα, με παιδιά. Μακριά από δόξες κι από μίση. Κι όμως αυτό το όνειρο δεν κράτησε πολύ. Όχι! Δεν είχες γεννηθεί εσύ για τη μικρόψυχη Ναζαρέτ. Το ένιωθα… Θυμούμαι τις νύχτες που έμενες ξάγρυπνος και πάλευες με τον εαυτό σου. Θυμούμαι τις μαξιλαροθήκες να είναι ποτισμένες με τον ιδρώτα σου…

Συνήθισα στην ιδέα πως θα έφευγες από κοντά μου. Μόνο εγώ ξέρω πόσο πόνεσα για το φευγιό σου. Έδειχνα να είμαι περήφανη για σένα. Όλη η Ναζαρέτ μιλούσε για τον “γιο της Μαρίας”, για τον μοναχογιό μου». (Μεγάλη Δευτέρα)

«Όμως ο ξένος προχωρούσε. Μόνο που δεν φορούσε τον κατάλευκο χιτώνα ούτε τα σκονισμένα σαντάλια του! Ήταν ξυπόλυτος κι είχε μείνει σχεδόν γυμνός. Κι εγώ ήθελα να κραυγάσω, να πω πως αυτό το γυμνό κορμί είναι του γιου μου, μα δεν μπόρεσα. Τα “γιούχα” συνεχίζονταν. Οι βρισιές συνεχίζονταν. Οι υψωμένες γροθιές σπάθιζαν τον αέρα.

Τώρα άρχισαν να τον φτύνουν. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Μα δεν μπορούσα να μιλήσω· δεν μπορούσα να κουνηθώ. Ο ξένος προχωρούσε για την είσοδο του ναού. Ξυπόλυτος, σχεδόν γυμνός προχωρούσε. Γεμάτος φτυσίματα προχωρούσε. Και αντί για μαστίγιο ήταν τώρα μ’ έναν σταυρό και προχωρούσε. Ο κόσμος γύρω του ούρλιαζε κι έφτυνε κι ύψωνε τις σφιγμένες γροθιές. Κι εγώ ήμουν τώρα πια βέβαιη πως αυτός ο ξένος ήσουν, εσύ, μικρό μου αγόρι». (Μεγάλη Τρίτη).

«Τώρα, όμως, μην περιμένεις τίποτα απ’ τον λαό. Ένα να ξέρεις. Μόλις είπες την αλήθεια, έμεινες μόνος! Ολομόναχος. Πρέπει να κρυφτείς. Να κρυφτείς μέχρι να περάσει η μπόρα. Να κρυφτείς, όσο πιο γρήγορα μπορείς. Μα πού; Τα Ιεροσόλυμα έχουν γεμίσει Φαρισαίους. Τα χωριά έχουν γεμίσει με χαφιέδες. Πρέπει να κρυφτείς, μακριά απ’ τα Ιεροσόλυμα, μακριά απ’ τα χωριά, μακριά απ’ τους ανθρώπους, μακριά… Σε ποια κρυψώνα να σε κρύψω, γιε μου, να μη σε βρούνε οι κακοί; Να σχίσω το κορμί μου να σε ξαναβάλω στα σπλάχνα μου; Πες μου, ακριβέ μου! Για τον κάθε κυνηγημένο πρέπει πάντα να υπάρχει μία κρυψώνα». (Μεγάλη Τετάρτη).

«Όχι, δεν είμαι μόνο η Μαρία, η κόρη του Ιωακείμ, από τη γενιά του Δαυίδ· όχι δεν ήμουν τώρα πια εγώ! Ήμουν η μάνα όλων των γιων κι όλων των θυγατέρων του κόσμου, που σταυρώθηκαν, σταυρώνονται και θα σταυρώνονται καθημερινά στις αιχμές των δοράτων, στις μπουκιές του ψωμιού, στα κράσπεδα των συννεφιασμένων ουρανών…Τι ατελείωτη που είναι η νύχτα αυτή, άρχοντά μου! Η νύχτα αυτή, που δεν κατάλαβα πότε σε τύλιξε στα μαύρα πέπλα κι οδήγησε τα βήματα σου στον κήπο της Γεθσημανή… Έρχομαι κι εγώ κοντά σου, βλαστάρι μου!» (Μεγάλη Πέμπτη)

«Τώρα που ξεστόμισες την τρομερή λέξη “Τετέλεσται”, μοναχογιέ μου, δεν μπορώ πια να κλάψω· δεν μπορώ να κραυγάσω· δεν μπορώ να σε κοιτάξω στα μάτια· δεν μπορώ ν’ απλώσω τα χέρια μου να σ’ αγκαλιάσω! Ήταν τόσοι πολλοί οι θάνατοι που έζησα σήμερα, που δεν ξέρω ποτε στέρεψαν τα μάτια μου απ’ το τελευταίο τους δάκρυ. Ήταν τόσο μεγάλο το δάσος των καρφιών που μπήχτηκαν στην καρδιά μου, που δεν ξέρω με ποιο απ’ όλα καρφώθηκε η τελευταία μου κραυγή. Ήταν τόσο πηχτό το σκοτάδι που σκέπασε τη γη, που δεν ξέρω σε ποιο σημείο χάθηκε η τελευταία μου ματιά! Ήταν τόσα πολλά τα χέρια που σηκώθηκαν εναντίον σου, που δεν ξέρω σε ποιο απ’ όλα ξώμεινε η τελευταία άπνοη κίνησή μου, πριν να φτάσει ως εσένα, ακριοβογιέ μου!» (Μεγάλη Παρασκευή).

«Πόσο ξένο και μακρινό μου φαίνεται τώρα το μοιρολόι της Μαρίας της Μαγδαληνής που αναθυμάται πώς έπλυνε τα πόδια σου με τα μύρα και πώς τα σκούπισε με τα μαλλιά της. Αυτή δεν ξέρει. Κανένας δεν ξέρει πως, αυτήν κιόλας την ώρα, την ώρα που δύει ο ήλιος, εσύ είσαι κιόλας αναστημένος και ξεσκονίζεις, μέσα στον τάφο, από πάνω σου τα χώματα. Όπως τον γαμπρό που ξεκινώντας από το σπίτι του για τον γάμο, ισιώνει με το δεξί χέρι τα μαλλιά του, μήπως και του ξεφύγει καμιά τρίχα. Κανένας δεν ξέρει τώρα πως αύριο το πρωί που θα ‘ρθουν η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία του Ιακώβ, η Σαλώμη και οι άλλες γυναίκες από τη Γαλιλαία στον καινούργιο φτιαγμένο τάφο της Γεθσημανή, για ν’ αλείψουν το σώμα σου με αρώματα, δεν θα σε βρουν εκεί. Ένας άγγελος θα έχει αποκυλήσει, κάποια στιγμή της νύχτας που μόλις τώρα αρχίζει, τον λίθο του μνήματος, για να βγεις από τα χώματα». (Μεγάλο Σάββατο)

Για 10η φορά η “καθιερωμένη” το Σάββατο του Λαζάρου παρουσίαση των ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ, που σαν ιδέα “γεννήθηκαν” στο μυαλό μου, όταν ήμουν μαθητής της Έκτης τάξης στο Γυμνάσιο Βάμου, γράφτηκαν σε δύο φάσεις και εκδόθηκαν σε βιβλίο από τη Μητρόπολη Κισσάμου και Σελίνου το 2013 με την επιμέλεια του, εκ των πρώτων μαθητών μου στο Δημ. Σχ. Στροβλών Σελίνου Αντώνη Βακάκη. Μετά από δύο χρόνια “σιγής” λόγω κορωνοϊού… Στον Άγιο Νικόλαο Σούδας, από την Ενορία, τον Φιλανθρωπικό Σύλλογο Σούδας και την Ομάδα Λόγου και Τέχνης “Εύ- πλους”… Από καρδιάς το “ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ” μου στους συντελεστές της εκδήλωσης και σ’ όλους που την παρακολούθησαν.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα