Γράφει ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΤΥΡΑΪΔΗΣ
Γεννήθηκε διανοητικά καθυστερημένος, σε κάποιο μικρό και απόμερο χωριό, στην καρδιά της Ρούμελης, λίγα χρόνια πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και όλοι οι χωριανοί ´τρελο-Θύμιο´ τον ανέβαζαν, ´τρελο-Θύμιο´ τον κατέβαζαν.
Τον πατέρα του τον σκότωσαν οι βάρβαροι κατακτητές της πατρίδας μας, όπως χιλιάδες άλλους Έλληνες, γυναίκες και άντρες, νέους και γέρους, ως και νήπια ακόμα μέσα στην κούνια τους, αναίτια -κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ ως Έλληνες- πολλές φορές με απάνθρωπο τρόπο. Ξυπόλητος, πεινασμένος κι άπλυτος, με μακριά μαλλιά και γένια, έχοντας μόνιμη παρέα του έναν γάιδαρο, γυρνούσε ολημερίς καβάλα του στις γειτονιές του χωριού και έξω στους αγρούς. Ζούσε και κοιμόταν με την άτυχη μητέρα του, κάτω από τη μισογκρεμισμένη στέγη ενός ερειπωμένου σπιτιού, έργο της άμετρης θηριωδίας του παραπάνω κατακτητή, δίχως παράθυρα και πόρτες, έχοντας κρεμασμένη στην είσοδό του μία χιλιοξεσκισμένη κουρελού.
Η δύστυχη μητέρα του τον φρόντιζε βέβαια, όσο μπορούσε, προσπαθώντας να εξασφαλίσει τα προς το ζειν, δουλεύοντας σε διάφορες γεωργικές εργασίες των ευπόρων χωριανών, δίνοντάς της για την εργασία της – εκτός από ελάχιστα χρήματα – και λίγο σιτάρι ή λίγη βρώμη, ακαθάριστα σχεδόν σαν σκύβαλα κι έτσι εξοικονομούσαν τουλάχιστον το ψωμί τους. Πάμφτωχοι όπως ήταν, ο δόλιος ο Θύμιος παπούτσια δεν φόρεσε ποτέ, αλλά δεν τον ένοιαζε αυτό. Είχαν σκληρύνει οι πατούσες των ποδιών του τόσο πολύ, που κι αν πατούσε πάνω σε σκληρά αντικείμενα – πέτρες, αγκάθια κλπ. – δεν ματώνανε ποτέ. Συχνά – πυκνά δε, καβαλίκευε τον γάιδαρό του και τον πήγαινε να τον βοσκήσει, σιγοτραγουδώντας έξω στους αγρούς, όμως δεν τον εμπόδιζε ποτέ. Όπου ήθελε τρύπωνε ο γάιδαρός του, προκαλώντας καταστροφές στ’ αμπέλια, στους κήπους, στα σπαρτά κλπ., μερικές φορές ανεπανόρθωτες.
Μερικοί χωριανοί τον έβριζαν και πολλές φορές χειροδικούσαν επάνω του, άλλοι όμως δεν έδιναν καμιά σημασία στις ζημιές που τους προκαλούσε, γνωρίζοντας ότι δεν θα έφερναν κανένα αποτέλεσμα, μήτε οι συμβουλές τους μήτε οι φοβέρες τους.
Έτσι περνούσε τις μέρες του ο δυστυχισμένος Θύμιος, παραγκωνισμένος από πολλούς συγχωριανούς του, δίχως αδέλφια ή άλλους συγγενείς, ορφανός και απροστάτευτος.
Σα να μην έφταναν τα όσα μαρτύρια περνούσε ο ταλαίπωρος, κάποια μέρα στο πάτημα των σταφυλιών ενός πλούσιου χωριανού, οι παρευρισκόμενοι στο πατητήρι για να γελάσουν, περνώντας ο Θύμιος από κοντά τους, τον κάλεσαν στην παρέα τους – οι αθεόφοβοι – κι εφόσον τον τάισαν καλά, του έδωσαν και αρκετό μούστο να πιει. Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο πια. Ο άτυχος Θύμιος, στο τρίτο – τέταρτο ποτήρι άρχισε να παραπατάει, να τραγουδάει, να γελάει, να πέφτει κάτω, να κυλιέται στο χώμα, κάνοντας τους υπόλοιπους να ξεκαρδιστούν στα γέλια. Δεν αρκέστηκαν όμως, σ’ αυτό οι
-πώς να τους κατονομάσει κανείς- πότισαν και τον γάιδαρο μούστο. Μέθυσε κι ο γάιδαρος κι άρχισε να κλωτσάει, να γκαρίζει, να κυλιέται κι εκείνος μαζί με το αφεντικό του καταγής, κάνοντας τους άλλους να γελάνε ακόμα περισσότερο με το απροσδόκητο και ασυνήθιστο θέαμα που αντίκριζαν. Ο δάσκαλος του χωριού, ακούγοντας την όλη φασαρία, βγήκε έξω από το σπίτι του και κατευθύνθηκε προς το μέρος απ’ όπου έρχονταν τα γέλια, κάπως παραξενεμένος.
Όταν δε, αντίκρισε τον Θύμιο κάτω στο χώμα μαζί με τον γάιδαρό του, αντιλαμβανόμενος τι είχε προηγηθεί, έβαλε τις φωνές οργισμένος, κατακόκκινος σαν πιπεριά από το θυμό του, ξεστομίζοντας συγχρόνως λόγια που ποτέ άλλη φορά δεν είχαν βγει από το στόμα του. Στη συνέχεια, είπε σε έναν χωριανό να πάρει το Θύμιο και τον γάιδαρό του, να τον πάει στο σπίτι του, προσπαθώντας αμέσως μετά με πολλή σοβαρότητα να κάνει τους άλλους να καταλάβουν ότι αυτό που έκαναν δεν ήταν καθόλου ανθρώπινο. Φεύγοντας, τους παρήγγειλε ότι αν τον ξαναπειράξουν, θα ανοίξουν λογαριασμό μαζί του και το τίμημα που θα πληρώσουν θα ήταν πολύ τσουχτερό.
Άλλη μια μέρα, ο «Σημαδεμένος» του χωριού, έτσι τον έλεγαν έναν άλλον χωριανό, γιατί παρόλο που γεννήθηκε υγιέστατος, όταν ήταν ακόμη μωρό στην κούνια -ο Θεός να την κάνει κούνια, ένα πράγμα σαν σκαφίδι ήταν- εκεί τον κοίμιζε η μητέρα του, μια βραδιά του έφαγε το μισό σχεδόν αυτί ένας ποντικός.
Και σα να μην έφτανε αυτό, από τον πολύ πυρετό που του προκάλεσε η μόλυνση από το δάγκωμα του ποντικού, αλληθώρισε κιόλας, έτσι έλεγαν. Τέλος πάντων…
Έπειτα από πολύν καιρό θεραπεία με φάρμακα εκείνης της εποχής και με διάφορα βότανα που του έδιναν, γλίτωσε το θάνατο, αλλά έμεινε «Σημαδεμένος». Κι έτσι τον φώναζαν από τότε στο χωριό.
Βλέποντας λοιπόν, το Θύμιο ο Σημαδεμένος να περνάει καβαλάρης από την κεντρική πλατεία του μικρού χωριού, ο γάιδαρος έκανε κακά του μπροστά στον κόσμο κείνη ακριβώς τη στιγμή. Άρπαξε την ευκαιρία και του λέει: «Δεν ντρέπεσαι λίγο, βρε Θύμιο; Τέτοιους τρόπους μαθαίνεις στο γάιδαρό σου;». Και συνέχισε: «Δεν τον βλέπεις να τον μαλώσεις λίγο; Επιτρέπεται να κάνει κακά του μπροστά στους ανθρώπους;». Ο δόλιος ο Θύμιος κατεβαίνει αμέσως κάτω από τον γάιδαρό του κι αρχίζει να του λέει: «Δεν ντέπεσαι λίγο, βε;». (Ήταν και λίγο τραυλός ο κακόμοιρος). «Να κάνεις κακά σου μποστά στους ανθώπους; Άει παλιο-γάιδαε, μ’ έκανες εζίλι! Άει να χαθείς!». Και με σκυμμένο το κεφάλι, απομακρύνθηκε, μουρμουρίζοντας και σκουπίζοντας συγχρόνως τα δάκρυα ντροπής που έτρεχαν από τα πάντοτε τσιμπλιασμένα μάτια του.
Ο Σημαδεμένος κι οι υπόλοιποι, φοβούμενοι μην προβάλλει ο δάσκαλος από καμιά γωνιά κι αλίμονό τους αν τους άκουγε να τον κοροϊδεύουν, γέλασαν λίγο κι έληξε εκεί το όλο συμβάν.
Όμως εκεί που κρυφογέλαγαν, εμφανίστηκε η μητέρα του Θύμιου και χειρονομώντας στον Σημαδεμένο -προφανώς είχε ακούσει τι είχε πει στον Θύμιο της- του είπε, βάζοντας τα σκελετωμένα χέρια στη μέση της:
«Τι να σου πω, βρε… Τούτο μονάχα θα σου πω: Είδε ο Θεός ποιος είσαι και σε σημάδεψε, κακόμοιρε, για να σε βλέπει ο κόσμος να φυλάγεται από σένα». Και φεύγοντας, κλαίγοντας, είπε: «Α, να χαθείς, παλιάνθρωπε!…».
Έτσι περνούσαν εκείνα τα μαύρα χρόνια της κατοχής για τον ήρωά μας, δίχως ουσιαστικά ν’ αλλάξει τίποτα στη ζωή του, ώσπου ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο πρωινό, βρήκαν οι χωριανοί το ισχνό από την ασιτία σωματάκι του, διαμελισμένο κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή.
Να φανταστείτε ότι τον μετέφεραν στο χωριό τυλιγμένο σε μια κουβέρτα, αγαπητοί μου φίλοι. Είχε πέσει πάνω σε μια νάρκη, ο δύσμοιρος, όπως πάρα πολλοί άλλοι Έλληνες και Ελληνίδες κι έχασαν τη ζωή τους με αυτόν το φρικτό τρόπο από τούτο το φονικό και ύπουλο όπλο που το είχαν τοποθετήσει για δικό τους συμφέρον οι τότε κατακτητές και σημερινοί μας «φίλοι», αιμοχαρείς Γερμανοί, σε καίρια σημεία κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής, για την ομαλή μεταφορά των άλλων φονικών όπλων τους. Ένας δε, ασπρομάλλης γέρος, πάνω από ογδόντα χρονών, όταν τον πήγαν στο σπίτι του το δόλιο Θύμιο, είπε τα πιο κάτω λόγια: «Άει, καλό σου ταξίδι, Θύμιο… Σε λυπήθηκε ο Θεός και σε γλίτωσε από τα χειρότερα…».
Και τελειώνοντας τη σημερινή μου αυτή πικρή ιστορία, ήθελα να ρωτήσω εσάς, αγαπητοί μου φίλοι: Εγώ λέω ότι ο γέρος είχε δίκιο, που του είπε τα λόγια εκείνα. Εσείς τι γνώμη έχετε; Αν θέλετε, απαντήστε μου στο ερώτημά μου αυτό. Αν…
*Συγγραφέας – Ποιητής