Μέ τά λόγια αὐτά παιανίζουμε τήν περίοδο αὐτή, καθώς γνωρίζουμε ὅλοι ἐκ παραδόσεως καί βιωματικῶς τόσο τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὅσο καί τήν δύναμη πού λαμβάνει ὁ κάθε πιστός γιά νά πορεύεται στή ζωή του ὡς ἀληθινός πολίτης τοῦ παραδείσου προσδοκώντας καί τήν ἐπί γῆς εἰρηνική ζωήν καί τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων γιά τήν αἰώνια κοινωνίαν μέ τόν Θεόν.
Χριστός ἀνέστη! ἀναφωνοῦμε ὅλοι τήν περίοδο αὐτή μέχρι τῆς ἀποδόσεως τῆς ἑορτῆς ἀντικαθιστώντας τόν καθημερινό χαιρετισμό, γιατί ὄντως ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα ἀπό τά πλέον θαυμαστά γεγονότα τῆς Θείας Οἰκονομίας τό ὁποῖο δέν ἔχει τέλος οὔτε καί ἀντικατάσταση ἀπό συστήματα ἀνθρώπινα ἀπατηλά καί πρόσκαιρα.
Ταυτοχρόνως ἡ λέξη Χριστός δηλώνει ὅτι ό Χριστός ὑπῆρξε πρόσωπο στήν ἱστορία τό ὁποῖο δέν ἐπεδίωξε τήν ἐπί γῆς δόξα καί τόν πλοῦτο, ἀλλά ἔδωσε ἀγάπη πολλή καί θυσία εὐάρεστη προ-σφέροντας τόν ἑαυτό του «ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καί σωτηρίας».
Διά τοῦτο λοιπόν, άδελφοί, πάντες μέ ἐμπιστοσύνη καί ὁμολογία ἀπευθύνουμε τό χαιρετισμό Χριστός ἀνέστη καί περιμένουμε τήν ἀντομολογία καί ἀπάντηση τοῦ συνανθρώπου μας Ἀληθῶς ἀνέστη, γιατί ἐλπίζουμε σ’ αὐτήν τήν Ἀνάσταση ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Χριστός τή βίωσε. Ἄν καί ἐμεῖς προσδοκοῦμε τό αἰώνιο Πάσχα Κυρίου, ἐναποθέτουμε τίς ἐλπίδες ὁλόκληρης τῆς ζωῆς μας στόν μόνο ἀληθινό Θεό καί Σωτήρα μας Κύριον Ἰησοῦν, «τόν μόνον ἀναμάρτητον», τόν μόνον πού ἔχει ἐναπομείνει προστάτης καί παρηγορητής στή ζωή μας.
Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων διαβάζουμε ὅτι κηρύττεται ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. «Χωρίς τήν πίστη στήν Ἀνάσταση, οἱ Μαθητές θά παρέμεναν συντετριμμένοι καί νικημένοι. Ἀκόμη κι ἄν συνέχιζαν νά θυμοῦνται τόν Ἰησοῦν, ὡς τόν ἀγαπημένο δάσκαλό τους, ἡ Σταύρωσή του θά εἶχε καταπνίξει μιά γιά πάντα κάθε ἐλπίδα ὅτι αὐτός ἦταν ὁ Μεσσίας. Ὁ Σταυρός θά παρέμενε τό θλιβερό καί ἐπαίσχυντο τέλος τῆς καριέρας του», μᾶς ἀναφέρει ὁ Γουίλλιαμ Λάν [William Lane Craig, ´Knowing the Truth about the Resurrection´ (1988), σελ. 116-117]. Διά τοῦτο ἡ Ἀνάσταση ἀποτελεῖ κοσμοσωτήριο γεγονός, τά εὐεργετήματα τοῦ ὁποίου ὅλοι βιώνουμε καί στόν παρόντα αἰώνα καί στόν μέλλοντα.
Μιά σύντομη ἱστορία ἀποδεικνύει ἐκφραστικά πόσο ἰσχυρή παραμένει στούς πιστούς ἡ βεβαιότητα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, παρά τούς ἀνέμους πού σηκώνονται κατά καιρούς νά τήν ἐξαφανίσουν.
Σέ μία μεγάλη πόλη κάποιος ἄθεος κάνει διάλεξη κατά τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ αἴθουσα εἶναι ἀσφυκτικά γεμάτη καί ὁ «διαφωτιστής» ρητορεύει μέ στόμφο γιά πολλή ὥρα. Κάποτε, στό τέλος, καί μέ ὕφος θριαμβευτικό καταλήγει: «Μήπως ἔχει νά πεῖ κανείς τίποτε;». «Ἐπιτρέπεται νά πῶ ἐγώ δύο λέξεις;», ἀκούγεται ἀπό κάποιο μικροκαμωμένο σεβάσμιο γέροντα, κάπου στά μεσαῖα καθίσματα τῆς αἴθουσας. Ὁ ἄθεος κοίταξε συγκαταβατικά τό γεροντάκι μέ τό βλέμμα του λές καί ψιθύριζε: «Τί θά πεῖ ὁ δύστυχος ὕστερα ἀπό τόν δικό μου χείμαρρο;». Ὅμως, ἀδιάφορα τοῦ ἀπήντησε: «Ὄχι μόνο δύο λέξεις ἀλλά ὅσες θέλετε». «Ὄχι, ὄχι. Φτάνουν δύο λέξεις», ἀποκρίθηκε τό γεροντάκι, καθώς κατευθυνόταν στό βῆμα.
Ἀνέβηκε πάνω, ἤρεμα, σταθερά καί τόνισε τίς πανίσχυρες λέ-ξεις «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ». Τότε ἔγινε κάτι πού κανείς δέν περίμενε. Ἀπό κάτω, ὅλα τά στόματα τοῦ πλήθους ἀπάντησαν «ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ». Ὁ διαφωτιστής ταραγμένος, γεμάτος ἀνησυχία, παρακολουθοῦσε τήν ἀπροσδόκητη αὐτή κατάληξη τῆς διάλεξής του. Γιά μία στιγμή σκέφτηκε νά ξαναρχίσει τήν ἀγόρευση. Ὅμως τί νά πεῖ; Δύο ὦρες εἶχε τό λόγο. Στό μεταξύ οἱ ἄνθρωποι σηκώθηκαν ἀπό τίς θέσεις τους καί ἄρχισαν νά ἀποσύρονται, ἐνῶ ἡ αἴθουσα ἀντιβούιζε ἀπό τό «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ, ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ».
Αὐτόν τόν νικητήριο παιάνα, ἀδελφοί μου, ψάλλουμε καί τραγουδοῦμε ὅταν χαιρετοῦμε καί ἀντιχαιρετοῦμε ἀνά τούς αἰῶνες αὐτήν τήν περίοδο, χωρίς καμία δύναμη νά μπορεῖ νά τόν ἀνακόψει. Καταισχύνει ὅμως τούς ἐχθρούς τοῦ παθόντος, ταφέντος καί ἀναστάντος Κυρίου μας.
Σ᾿ αὐτήν τήν βεβαιότητα τῆς Ἀναστάσεως οἰκοδομήθηκε ἡ Ἐκκλησία μας. Γι᾿ αὐτό ἄντεξε καί ἀντέχει καί δέν θά παύσει νά ἀντέχει, καί στίς πιό μεγάλες πιέσεις. Μέ τό «Χριστὸς ἀνέστη» στό στόμα κρατήθηκε τό Ἔθνος μας στίς φοβερές δοκιμασίες τῆς μακροχρόνιας σκλαβιᾶς του. Μ’ αὐτόν τό θούριο ἀναστήθηκε καί πάλι στά νεότερα χρόνια. Μέ τό Χριστὸς ἀνέστη στήν καρδιά ἀντιμετώπισαν καί ἀντιμετωπίζουν σήμερα οἱ πιστοί, καί θά ἀντιμετωπίζουμε πάντοτε, κάθε εἴδους δυσκολίες προσωπικές, οἰκογενειακές, κοινωνικές, ἐπαγγελματικές, ἐθνικές, πολεμικές, οἰκονομικούς πολέμους καί τήν προσπάθεια διαβρώσεως τῆς ἐθνικῆς μας κληρονομιᾶς.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστιανισμός ὑπάρχει ἐπειδή υπάρχει ἀληθινός Θεός, ἐπειδή ὁ Χριστός ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν. Τήν ἀλήθεια αὐτή τονίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅταν γράφει στούς Κορινθίους «εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, κενόν ἄρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή καί ἡ πίστις ἡμῶν» (Α’ Κορινθ. 15, 14). Δηλαδή, ἐάν ὁ Χριστός δέν εἶχε ἀναστηθεῖ, τότε θά ἦταν χωρίς νόημα τό κήρυγμά μας, χωρίς νόημα δέ καί ἡ πίστη μας. Συνεπῶς ἀποτελεῖ μιά πίστη πού νίκησε καί νικᾶ ἐπί εἴκοσι αἰῶνες τώρα τόν κόσμο τῆς ἀπιστίας, τῆς εἰδωλολατρίας, τῆς πλάνης καί τῆς ἁμαρτίας. Ὅλη ἡ Ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι ἡ Ἱστορία Ἑνὸς θαύματος, τοῦ θαύματος τῆς Ἀναστάσεως.
Ἀλλά ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι καί τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς θεμέλιο καί κατ’ ἐπέκταση καί τῆς ἐθνικῆς μας ὑπάρξεως. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σημαίνει τήν πιό βαθειά καί οὐσιαστική μεταμόρφωση. Πρόκειται γιά τήν πνευματική καί ἠθική ἀνάστασή μας ἀπό τά νεκρά ἔργα τῆς ἁμαρτίας, ἀπό τήν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς, ἀπό τήν κατάσταση τῆς προσωπικῆς καί τῆς κοινωνικῆς ἀπληστίας τῶν ἡμεδαπῶν καί ἀλλοδαπῶν ἁρπακτικῶν τῆς Εὐρώπης καί τῶν μνημονίων.
«Ἀναστήτω ὁ Θεός, καί διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροί αὐτοῦ, καί φυγέτωσαν ἀπό προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτόν. Ὡς ἐκλείπει καπνός, ἐκλιπέτωσαν, ὡς τήκεται κηρός ἀπό προσώπου πυρός. Οὕτως ἀπολοῦνται οἱ ἁμαρτωλοί ἀπό προσώπου τοῦ Θεοῦ, καί οἱ δίκαιοι εὐφρανθήτωσαν».
Ἄς εἶναι λοιπόν ἡ ἀλήθεια τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας ριζωμένη βαθιά στήν καρδιά μας. Ἄς τήν θέσουμε θεμέλιο τοῦ προσωπικοῦ μας βίου, ὥστε ἔτσι «ἐν καινότητι ζωῆς (νά) περιπατήσωμεν» (Ρωμ.6,4). Νά ζήσουμε, μέ ἄλλα λόγια, χριστιανικά, ἀναστάσιμα, καί τότε τίς θυσίες καί τήν ὑπομονή τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς θά τίς ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνάσταση.
Χ ρ ι σ τ ό ς ἀ ν έ σ τ η !
Μέ ἀναστάσιμες
πατρικές εὐχές
Ὁ Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου
Δαμασκηνός