Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ Γ. ΧΡΗΣΤΑΚΗΣ*
Στη δεκαετία του πενήντα, στα Συμιανά, βασίλευε η φτώχεια και η δυστυχία. Ο πόλεμος, το ολοκαύτωμα των χωριών, ο χαφιεδισμός είχαν φέρει τον τόπο στο χείλος του γκρεμού. Η δε εσωτερική μετανάστευση είχε αποψιλώσει την περιοχή από τα παραγωγικά της μέλη, που έψαχναν να βρουν καλύτερη τύχη στην πρωτεύουσα, στην οποία είχαν επίσης δημιουργήσει πολλά και ποικίλα προβλήματα. Το ίδιο συνέβαινε και στο μικρό όμορφο χωριό που ήταν σκαρφαλωμένο στα ριζά του λόφου Λεπρά, στη βορειοδυτική άκρη του κάτω τμήματος της κοιλάδας του ποταμού Σαραντάπηχου. Οι κήποι, που βρίσκονταν στην ανατολική του άκρη, εκείνη την άνοιξη και κάθε άνοιξη, έλουζαν τα ολόλευκα σπιτάκια του, τις πρωινές και τις απογευματινές ώρες κυρίως, με την άπλετη μυρωδιά των λεμονανθών και των άλλων μυροφόρων δέντρων, που βρίσκονταν στην καλή τους ώρα, την ώρα της αναγέννησης και της αναδημιουργίας της φύσης. Ετσι νόμιζε κανείς ότι βρισκόταν μέσα σ? έναν επίγειο παράδεισο, σ? έναν αληθινό εξωτικό χώρο, που έφερνε τον άνθρωπο σε έκσταση και ονειρισμό. Το ξύπνημα αυτό της φύσης από τον βαρύ χειμωνιάτικο ύπνο συνήγειρε σε συναγερμό όλη την πλάση. Ξυπνούσαν τα σερπετά. Φώλευαν τα σπουργίτια, που κάθε απόγευμα με τα τιτιβίσματά τους έψελναν τον δικό τους «εσπέριον ύμνον» στον πλάστη, ο οποίος τους έδωσε τη ζωή και την ελευθερία να πετούν από δέντρο σε δέντρο και να απολαμβάνουν «των καρπών της γης», σε «καιρόν ειρηνικόν». Μέσα σ? αυτό το ανανεωτικό πανηγυρικό κλίμα της φύσης, η εκκλησία μας κυοφορούσε μέσα της τη δική της Ανάσταση, την ανανέωση του ανθρώπινου γένους, μέσα από το θείο δράμα της σταύρωσης του Σωτήρα Χριστού πάνω στον Γολγοθά και προετοιμαζόταν για την «καινήν» πανανθρώπινη μεταβολή. Κάθε τέτοιο βράδυ οι λιγοστοί χωριανοί, ξωμάχοι, βιοπαλαιστές, μαζεύονταν κάτω από τους θόλους τ? Άι-Γιώργη ή της Αγίας Ζώνης, για να γίνουν μέτοχοι της θείας πορείας προς το «εκούσιον πάθος» του Σωτήρα Χριστού, να παρακολουθήσουν τις άγιες ιεροτελεστίες του «Κύριε των Δυνάμεων» ή του «Ακάθιστου Υμνου». Και το χωριό ερήμωνε τότε. Δεν ακουόταν φωνή. Δεν υπήρχε πνεούσα. Ηταν τελείως άδειο. Φάντασε. Κανένα δε συναντούσε κανείς στους δρόμους του, γιατί όλοι, μικροί μεγάλοι, ανέπεμπαν ύμνους και προσευχές στον Ουράνιο Πατέρα όλων. Απ? αυτή την ολόψυχη συμμετοχή όλων των χωριανών στο «υπό εξέλιξη» θείο δράμα ένας και μόνο άνθρωπος απείχε. Ενας ξένος, ένας ξενομπάτης, που είχε φτάσει τον τελευταίον καιρό στο χωριό από άγνωστο μέρος κι είχε μόνιμα εγκατασταθεί σ? αυτό. Κανείς δεν ήξερε από πού κρατούσε η σκούφια του και κανείς δε γνώριζε κάτι γι? αυτόν. Φαινόταν, ωστόσο, εργατικός και τίμιος. Δούλευε όπου εύρισκε εργασία και όλοι, που τον έπαιρναν στη δούλεψή τους, είχαν να πουν έναν καλό λόγο για την εργατικότητα και την αποδοτικότητά του. Ηταν ο Βαγγέλης, ο ξένος. Με την εκκλησία, ωστόσο, δε φαινόταν να είχε ιδιαίτερες σχέσεις. Είχε προχωρήσει η Σαρακοστή και τη μέρα εκείνη ψάλλονταν οι τελευταίοι Χαιρετισμοί. Στον Άι-Γιώργη αναπέμπονταν ύμνοι και προσευχές στη Θεομήτορα απ? όλους τους χωριανούς. Καθώς όμως ο μελωδικότατος ψάλτης τους Παπαδόπουλος, έψελνε τον τελευταίο ύμνο της μέρας «Την ωραιότητα της παρθενίας Σου και το υπέρλαμπρον το της αγνείας Σου…» ένας διάχυτος ψίθυρος αναπτυσσόταν ανάμεσα στο εκκλησίασμα σαν κύμα που υπέβοσκε σ? όλη την έκταση του Ναού και οργανωνόταν σιγά – σιγά σ? έντονο παρακιουκιούρισμα. Οταν έγινε η απόλυση στο προαύλιο του Ναού, που είχε γεμίσει από φλόγες κεριών, οι οποίες θα βοηθούσαν τους χωριανούς να πάνε στα σπίτια τους, ο ψίθυρος πήρε διαστάσεις και η είδηση έπεσε σαν βόμβα, που μετατράπηκε σε κατάρες και παρακλήσεις στη «θεία δίκη» για τιμωρία των ασεβών, που με τη συμπεριφορά τους πρόσβαλαν τις άγιες μέρες, που περνούσαν.
Η κακαρίστρα του χωριού, η Αγγελικώ η Κριτσοτοπούλα, που δεν της διέφευγε τίποτε απ? όσα γίνονταν στα κρυφά και που εκείνη πρώτη τα έβγαζε στη φόρα, έφερε την τρομερή είδηση.
?Τ? ακούσατε; Ο Βαγγέλης, εκείνος ο ξένος και η Ανθή του Χατζηγιαννογιώργη… Ναι αυτοί, την ώρα της λειτουργιάς φύγανε… Κλεφτήκανε.
Τους είδα όταν ερχόμουν αγκαλιασμένους να τρέχουν και να φεύγουν μακριά. Σούσουρο μεγάλο έγινε αμέσως και οι γυναικούλες άρχισαν τις κατάρες, τα ξόρκια και τις θείες επικλήσεις για τιμωρία, που πρόσβαλαν όλο το χωριό με την ανόσια πράξη τους.
Την επόμενη το πράγμα πήρε διαστάσεις. Βρισκόταν στο στόμα όλων των χωριανών. Στις γειτονιές και τα καντούνια, στα καφενεία και στα χωράφια τίποτε άλλο δε συζητιόταν, παρά μόνο εκείνο της εθελούσιας απαγωγής της Ροδάνθης από τον Βαγγέλη, τον ξενομπάτη, τον ξωμερίτη, εκείνο τον αχρείο.
Δεν βρήκαν οι αθεόφοβοι άλλη ώρα «να βγάλουν τα μάτια τους» μόνο την ώρα των Χαιρετισμών!
– Δεν πήραν την ευχή του πατέρα και της μάνας, μόνο έκαμαν του κεφαλιού τους! Ο πατέρας όμως και η μάνα της Ροδάνθης, αντίθετα, τηρούσαν «σιγή ιχθύος». Και γιατί να μιλούν, αφού έκαμαν γαμπρό ένα άξιο παλικάρι, μέσα μάλιστα σε μια χρονική περίοδο που τη μάστιζε η λειψανδρία;
Στη γενική, ωστόσο, κατακραυγή υπήρχαν κι εκείνοι που τάσσονταν υπέρ των εκουσίως αλληλοαπαχθέντων. Στο καφενείο ο δάσκαλος τάχθηκε φανερά υπέρ του ζευγαριού.
Στην κρίση που διέρχεται η ελληνική κοινωνία, που συνεχώς όλο και συρρικνώνεται, εμείς θα ταχθούμε κατά της «ένωσης» δύο ανθρώπων που θα δώσουν συνέχεια σ? αυτό τον κόσμο;
Παρόμοια ήταν επίσης και η στάση του πιο υπεύθυνου προσώπου του χωριού σε τέτοια θέματα. Ο παπα-Σωτήρης κατηγορηματικά τοποθετήθηκε υπέρ των δύο νέων.
Ο Χριστός ευλόγησε τον γάμο κι έκαμε το πρώτο του θαύμα σ? αυτόν. Αλλά μήπως δεν ευλόγησε και την τεκνοποιία, που είναι το φυσικό αποτέλεσμα της ανθρώπινης ένωσης; «Αυξένεσθε και πληθύνεσθε και κατακυριεύσετε την γην», διαβάζομε στην Αγία Γραφή. Αυτό έκαμαν τα παιδιά, πού είναι το κακό; Το πρόβλημα όμως σερνόταν καθ? όλη τη μετέπειτα περίοδο της Σαρακοστής, ως και την ημέρα του Πάσχα καθώς μάλιστα οι δυο νέοι είχαν γίνει άφαντοι.
Μεσάνυκτα το Μέγα Σάββατο όλοι οι χωριανοί είχαν μαζευτεί στο προαύλιο της Αγίας Ζώνης για να αναστήσουν τον Χριστό μέσα στις καρδιές τους. Τη Μεγαλοβδομάδα τα σχολιαρόπαιδα είχαν μαζέψει κλαδιά και τα είχαν στυλώσει σε σωρό στην αυλή της εκκλησίας, για να κάμουν τα φερανοίξα, να τα κάψουν τη νύκτα της Λαμπρής και μαζί μ? αυτά και τον Ιούδα που είχαν τοποθετήσει στην κορφή τους, ένα μικρό ανθρώπινο ομοίωμα φτιαγμένο από ράκη, που είχαν μπηγμένο στην κορυφή ενός κονταριού και να φέρουν το μήνυμα της Ανάστασης σ? όλα τα γύρω μέρη.
Περίμεναν, λοιπόν, με μεγάλη ανυπομονησία ν? ακούσουν από το στόμα του παπα-Σωτήρη, διαβάζοντας το αναστάσιμο Ευαγγέλιο, το ουράνιο, χαρμόσυνο και ανανεωτικό μήνυμα «Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας». Και όταν αυτό έγινε, τα παιδιά έβαλαν φωτιά στα φερανοίξα και ο κόσμος φωτίστηκε ολοτρίγυρα από τη «φουνάρα» που έλαμψε με το φως της Ανάστασης και σκόρπισε το χαρμόσυνο ουράνιο άγγελμα στους ανθρώπους, σ? όλα τα ζωντανά, ακόμη και στην άψυχη φύση.
Ο Βαγγέλης και η Ανθή έτρεχαν να προφθάσουν ν? ακούσουν κι αυτοί το αναστάσιμο άγγελμα, που τόσο είχαν ανάγκη, τώρα στη νέα τους πορεία. Είδαν από μακριά τις φλόγες και κατάλαβαν ότι είχε γίνει η Ανάσταση.
Εφτασαν την ώρα που ο παπα-Σωτήρης κτυπούσε δυνατά την πόρτα του ναού καθώς οι ενορίτες του είχαν μπει μέσα με τον ψάλτη, τηρώντας το χριστιανικό μεταφορικό έθιμο, να ανοίξει και να μπει ο αναστηθείς «Βασιλεύς της δόξης».
«Αρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της δόξης Κύριος κραταιός και δυνατός, Κύριος των Δυνάμεων…». Τη στιγμή εκείνη οι δυο νέοι έφταναν στην αυλή. Τους είδε ο παπα-Σωτήρης και η ψυχή του αναγάλλιασε. Τα παιδιά έρχονταν να πάρουν τον αγιασμό της Ανάστασης. Ποιος μπορούσε να τους τον αρνηθεί;
Με μια κλοτσιά στην πόρτα του ναού την άνοιξε και μπήκε μέσα ο αγαθός ιερέας, σέρνοντας μαζί του και το νέο ζευγάρι. Πολλοί έμειναν αποσβολωμένοι. Ηρθαν στην εκκλησία την άγια μέρα αυτοί που με τη συμπεριφορά τους πρόσβαλαν τους κοινωνικούς, αλλά και τους θείους νόμους; Αυτοί που αντί να νηστεύουν επιδόθηκαν στις σαρκικές ηδονές;
Ο παπα – Σωτήρης αντιλήφθηκε το βαρύ κλίμα, αλλά δεν ορρώδωσε. Προχώρησε έχοντας τους δυο νέους μαζί του, ως την ωραία Πύλη. Στάθηκε σ? αυτή, σιώπησε για λίγο κι ύστερα άρχισε, απευθυνόμενος στους ενορίτες του.
?Αγαπητοί αδελφοί. Σήμερα γιορτάζομε τη νίκη της ζωής κατά του θανάτου και όλοι μας είμαστε γεμάτοι χαρά και ικανοποίηση. Την ίδια χαρά αισθάνονταν και τα δυο μας παιδιά, που πριν μερικές μέρες αποφάσισαν να ενώσουν τις τύχες τους. Κι αυτό ο αναστηθείς Χριστός το ευλογεί. Υστερα ο Κύριός μας συγχωρεί τις αμαρτίες μας κι εμείς δε θα βρούμε τη δύναμη να τα συγχωρήσουμε, αν αμάρτησαν; Σας καλώ όλους να τα αγκαλιάσομε με αγάπη και να τα ευλογήσομε.
Να είστε, παιδιά μου, ευλογημένα. Και τους σταύρωσε.
Οι χωριανοί άκουσαν τον ιερέα τους με προσοχή και τα λόγια του βρήκαν πρόσφορο έδαφος στις καρδιές τους. Το έλεγε ο παπα-Σωτήρης, αυτός ξέρει. Εκπρόσωπος του Θεού είναι, δεν κάνει λάθος. Και η καρδιά τους πλημμύρισε από χαρά, ικανοποίηση και ανακούφιση. Αγκάλιασαν νοερά όλοι τους το νέο ζευγάρι και, προεξάρχοντος του παπα-Σωτήρη έψαλαν όλοι μαζί την επινίκιο ύμνο.
Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας. Και τοις εν τοις μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος.
*επιτ. σχολ. σύμβουλος