Γράφει ο ΜΙΝΩΣ ΣΟΦΟΥΛΗΣ
10 Απριλίου 1821 -ανήμερα του Πάσχα- κρέμασαν οι Τούρκοι τον οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο Ε, στην πόρτα του Πατριαρχείου.
Με τον θάνατό του (που ακολούθησαν και αρκετές ηγετικές προσωπικότητες, φαναριώτες και αρχιερείς) πίστευε ο Σουλτάνος, πως θα σταματούσε τον ξεσηκωμό των σκλαβωμένων Ελλήνων.
Ομως ας γυρίσουμε πίσω, στην 24η Φεβρουαρίου 1821.
Τότε ο Αλ. Υψηλάντης (αξιωματικός του τσάρου) κήρυξε την επανάσταση στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, σίγουρος ότι θα έχει πίσω του την Ορθόδοξη Ρωσία. Αποτεινόμενος, λοιπόν, στους σκλαβωμένους Ελληνες τους καλεί σε επανάσταση.
«Η ώρα ήλθεν ώ άνδρες Ελληνες… Κινηθείτε και θέλετε ιδεί μίαν κραταιάν δύναμιν, να υπερασπισθεί τα δίκαιά μας…
Να κρημνίσομεν την ημισέληνον, διά να υψώσομεν το σημείον δι’ ου πάντοτε νικώμεν, τον Σταυρόν…».
Ομως δύο αστροπελέκια πέφτουν πάνω του. Οι Μεγάλες Δυνάμεις -συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας- καταδικάζουν το κίνημα και ο ίδιος διαγράφεται, από την επετηρίδα των Ρώσων αξιωματικών.
Το δεύτερο και χειρότερο, ότι ο Πατριάρχης αφορίζει και αυτόν και την επανάστασιν!…
Ο Πατριάρχης προδότης του αγώνα!…
Ομως ας μη βιαστούμε να βγάλουμε συμπεράσματα.
Παρά τη στήριξη των Μ. Δυνάμεων ο Σουλτάνος ανησυχεί και ζητά από τον θρησκευτικό ηγέτη των Οθωμανών, να κηρύξει ιερό πόλεμο, εναντίον των Ελλήνων χριστιανών.
Τελικά επικρατεί η λύση, να γλυτώσουν τη σφαγή οι Ρωμιοί, εάν ο Πατριάρχης αφορίσει τους πρωταίτιους της επανάστασης (ήδη είχαν αρχίσει τα πρώτα σκιρτήματα στον Μωριά).
Το φιρμάνι για την αμνηστία των Ρωμιών, δόθηκε στον Πατριάρχη, στις 20 Μαρτίου και αυτός έπρεπε να κάνει το δεύτερο βήμα, τον αφορισμό.
Μπροστά του τώρα ανοιγόταν δύο δρόμοι. Να φύγει για τον Μωριά και να ηγηθεί της επανάστασης, θέτοντας σε κίνδυνο ολικής σφαγής των Ελλήνων Χριστιανών της Τουρκίας ή να μείνει στην πόλη και ν’ ανέβει τον Γολγοθά του, κάνοντας τον αφορισμό;
Αποφασίζει για τον δεύτερο και αποτείνεται στην ιεραρχία, με τα ακόλουθα λόγια: «Και εγώ ως κεφαλή του έθνους και υμείς, η Σύνοδος, οφείλομεν να αποθάνομεν, διά την κοινήν σωτηρίαν.
Ο θάνατος ημών, θα σώσει χιλιάδας ομοεθνών και θα δώσει δικαίωμα εις την Χριστιανοσύνην, να υπερασπίσει το έθνος, εναντίον του τυράννου…».
Στις 23 Μαρτίου 1821, υπογράφτηκε πάνω στην Αγία Τράπεζα, ο συνοδικός αφορισμός και ύστερα διαβάστηκε «Φρικιώντων των ακροατών και αυτών των υπογραψάντων πατριαρχών και αρχιερέων» και κυκλοφόρησε αμέσως, στους σκλαβωμένους Ελληνες.
Είχε όμως ο αφορισμός αυτός, τα αποτελέσματα που προσδοκούσε ο Σουλτάνος; Επηρεάστηκαν μήπως καπετάνιοι Κοτζαμπάσηδες Ναυτικοί να μη σηκώσουν τα όπλα;
Υπήρξαν μήπως ιερωμένοι (που ήταν φυσικό να είναι πιο υπάκουοι στο Φανάρι) που έκλεισαν τις πόρτες των Μοναστηριών -τα στηρίγματα αυτά του ένοπλου αγώνα- στους επαναστάτες που αρνήθηκαν να ευλογήσουν τις σημαίες τους;
Οχι βέβαια!… Αφού όλοι καταλάβαιναν τη σκοπιμότητα του αφορισμού, αφού ήταν παράδοση μακρά της εκκλησίας, να πολιτεύεται, στο βάρβαρο και απάνθρωπο καθεστώς της δουλείας, με τέτοιους τρόπους, ώστε να εξασφαλίζει την επιβίωση του έθνους. Ακόμα και πριν την έναρξη της επανάστασης, στις 29 Ιανουαρίου 1821, ο Υψηλάντης, που προέβλεπε τι θα γινόταν, έγραψε στον Κολοκοτρώνη:
«…Ο μεν Πατριάρχης βιαζόμενος παρά της Πόρτας, θα σας στέλλει αφοριστικά… εσείς όμως να τα θεωρείται ως άκυρα, καθότι θα γίνονται με βίαν και δυναστείαν, άνευ θελήσεώς του…».
Ο αφορισμός, λοιπόν, δεν σταμάτησε την επανάσταση και ο Σουλτάνος εξαγριωμένος, ξεθύμανε πάνω στην κεφαλή της Ορθοδοξίας, αγνοώντας ότι με την πράξη του αυτή, θα φανάτιζε περισσότερο τους σκλαβωμένους Ελληνες.
Αυτό μας το λέει και ο ποιητής Αρ. Βαλαωρίτης, αποτεινόμενος στον Πατριάρχη (στα αποκαλυπτήρια του αγάλματός του) με τα ακόλουθα λόγια: «… Από ένα τέτοιο κρίμα, εφύτρωσε άσβεστη φωτιά και με την δύναμή σου, εθέριεψε, εζωντάνεψε, το άτιμο σχοινί σου και έγινε φίδι φτερωτό, στο κόρφο του φονιά σου…».
Είναι πάντα μεγάλη η προσφορά του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο έθνος και μάλιστα αν σκεφτούμε, κάτω από ποιες συνθήκες γινόταν, αλλά και γίνεται, ακόμα και σήμερα!…
Ναι, να απλώνουμε το χέρι, ακόμα και στους εχθρούς μας, όπως επιτάσσει ο Ναζωραίος, αλλά μην ξεχνάμε!
«Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη».
Οπως μας υπενθυμίζει και ο φλογερός ποιητής.