Ο άνθρωπος πάνω στη γη
ψάχνει δικαιοσύνη
μα για τσοι ευεργέτες του
νιώθει αγνωμοσύνη.
Πάνω στον Γολγοθά Χριστέ
άφησες την πνοή σου
για να σωθεί ο άνθρωπος
χάρισες τη ζωή σου.
Εδωκες τη συγχώρεση
σ´ ούλα τα πλάσματά σου
και άνοιξες πάλι ξανά
εσύ την αγκαλιά σου.
Με τον σταυρό στην πλάτη σου
με μάθια δακρυσμένα
που τρέχανε και πότιζαν
λουλούδια ανθισμένα.
Σ´ ανέβασαν εκεί ψηλά
Χριστέ π´ αχαριστία
και κάρφωσαν το κορμάκι σου
με τόση να μανία.
Ο ουρανός εδάκρυσε,
απλώθηκε σκοτάδι,
η μέρα νύχτα εγίνηκε
στη γη μα και στον Αδη.
Μυρολογούσαν τα πουλιά
για τα μαρτυριά σου
και έπαψαν να τραγουδούν
απ´ τα παθήματά σου.
Χριστέ μου είσαι γιος Θεού
μα λύγισες στον πόνο
σαν ζήτηξες και το νερό
σου ’δωσαν ξίδι μόνο.
Μ´ αγκάθια σε στεφάνωσαν
πλήγιασαν το κορμί σου
κι αυτοί που σε προδώσανε
ήτονε οι δικοί σου.
Σταλιά – σταλιά το αίμα σου
εσκόρπησε ειρήνη
που φέρνει την ανάσταση
εις των καιρώ τη δίνη.
Μαρία Νικ. Γρυφάκη