(του Ευαγγελίου)
Λυσσομανούσε γύρω της το πλήθος
κι αυτή γονατισμένη καρτερούσε
το θάνατο, αφού πρόσβελνε το ´ήθος´
και την τιμή της κοινωνίας που ζούσε.
Στης αμαρτίας κυλιότανε το βύθος,
μα ωστόσο ο κάθε αγροίκος ξεδιψούσε
στ? ωραίο κορμί της κι έβρισκε στο ψύχος
της μοναξιάς, στοργή που αποζητούσε.
Κι ενώ τριγύρω της όλα τα χέρια
κρατώντας πέτρες είχαν υψωθεί
δυό μάτια μπρος της ξάφνου σαν αστέρια
Τη δόλια της χαϊδέψανε ψυχή?
«Όποιος είν? αναμάρτητος, λίθον βαλέτω!»
Και στην οργή του πλήθους μπήκε ευθύς λουκέτο.
Νίκος Μαραγκουδάκης
φιλόλογος, συγγραφέας
ακαδημαϊκός