Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

“Ασπίδα” για τα θύματα η κοινωνική στήριξη

Σοκ έχουν προκαλέσει στο πανελλήνιο οι υποθέσεις παιδοφιλίας που αποκαλύφθηκαν πρόσφατα στο Ρέθυμνο. Οι αποτρόπαιες πράξεις, αλλά και το γεγονός ότι οι δράστες λόγω επαγγέλματος βρίσκονταν καθημερινά κοντά σε παιδιά, έχουν προκαλέσει την οργή σύσσωμης της κοινωνίας.
Με αφορμή τα συγκεκριμένα περιστατικά, τα ´Χ.Ν.´ απευθύνθηκαν σε ειδικούς επιστήμονες – ψυχολόγους ζητώντας τους να φωτίσουν ορισμένες πτυχές του φαινομένου μέσα από τις απαντήσεις τους σε τρία ερωτήματα:      
1) Πώς θα περιγράφατε τον ψυχικό κόσμο ενός ενηλίκου που έλκεται από ανήλικα παιδιά;
2)Διαπιστώνουμε ότι στο σύνολο της κοινωνίας υπάρχουν εκδικητικές τάσεις και συμπεριφορές απέναντι στους θύτες. Πώς το εξηγείτε αυτό;
3) Πώς στηρίζεται ψυχολογικά μια οικογένεια και το παιδί – θύμα σε τέτοιες περιπτώσεις;
Μεταξύ άλλων επισημαίνουν ότι «το γεγονός, ότι ο παιδόφιλος – παιδεραστής δεν πάσχει από ψύχωση, άρα έχει πλήρη επίγνωση των πράξεων του, δεν αφήνει περιθώρια στην κοινή γνώμη για δικαιολόγηση, ελάφρυνση ή συγχώρεση του θύτη» και ότι «σε πολλές περιπτώσεις αυτό που απαιτείται είναι η αλλαγή πλαισίου – τόπου διαμονής της οικογένειας, ώστε να προστατευτεί το παιδί από την κοινή γνώμη και να μπορέσει η οικογένεια να ξανασταθεί κοινωνικά με λιγότερα βάρη».

Μαρία Αθητάκη, ψυχολόγος
1) Πρόκειται για μία ψυχική οργάνωση διαστροφικού τύπου, ένα άτομο δηλαδή που πάσχει από μια σεξουαλική διαταραχή, την παιδοφιλία, το οποίο συχνά είτε δεν αναγνωρίζει ότι πάσχει είτε κρύβεται επιμελώς.
Χαρακτηριστικό της διαστροφής της παιδοφιλίας είναι ο έντονος και επιτακτικός χαρακτήρας των ερωτικών φαντασιώσεων με ανήλικα άτομα, οι οποίες φαντασιώσεις ορίζουν τον μεγαλύτερο χώρο στη ζωή και τη δραστηριότητα του ατόμου. Το παιδί που γίνεται αντικείμενο της διαστροφής μπορεί να είναι μέσα από το οικογενειακό περιβάλλον ή ξένο, το ίδιο φύλο με τον ενήλικο ή αντίθετο με αυτό. Η σχέση με το παιδί μπορεί να περιοριστεί μόνο σε οπτική επαφή που να συνοδεύεται με αυνανισμό ή να συνδυαστεί με βία, βιασμό ή και φόνο.
Όπως και σε όλες τις διαστροφές υπάρχουν ειδικοί ψυχικοί μηχανισμοί που εμπλέκονται, με κυρίαρχο την ταύτιση. Δηλαδή ο ενήλικος ταυτίζεται ψυχικά με το παιδί που γίνεται αντικείμενο της διαστροφής του. Τις περισσότερες φορές φαίνεται να αναζητά την αίσθηση ότι είναι κυρίαρχος πάνω σε ένα άλλο άτομο, ότι το ορίζει και το καταδυναστεύει. Το φύλο ή και η ηλικία του παιδιού που διαλέγει ο παιδόφιλος δεν είναι τυχαία, συχνά σχετίζονται με εμπειρίες που έρχονται από τη δική του ψυχοσεξουαλική εξέλιξη, σε μία ακόμα προσπάθεια ταύτισης, δηλαδή συχνά συναντάμε παιδόφιλους που έχουν εμπειρίες σεξουαλικής κακοποίησης από τα παιδικά τους χρόνια.
Το να μπορέσει κανείς να αναγνωρίσει έναν παιδόφιλο είναι εξαιρετικά δύσκολο, είναι άτομα που έχουν μάθει πολύ καλά να κρύβουν τη διαστροφή τους και τις περισσότερες φορές αποκαλύπτονται όταν θα έχουν φτάσει σε φόνο ή από μαρτυρίες των θυμάτων τους. Αναπτύσσουν πολύπλοκους μηχανισμούς σκέψης για το πώς θα προσεγγίσουν ένα παιδί, τις περισσότερες φορές φροντίζουν να έχουν κερδίσει την εμπιστοσύνη του με τακτικές ψυχικής φροντίδας πριν το κακοποιήσουν (δηλαδή δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για τη ζωή του και είναι πρόθυμοι να το βοηθήσουν και να το ακούσουν), και έπειτα προχωρούν σε τακτικές απειλής και εκφοβισμού. ώστε να το αποτρέψουν από το να μιλήσει. Αν εξαιρέσει κανείς τις περιπτώσεις που ο παιδόφιλος προσεγγίζει τα θύματά του από το Διαδίκτυο, τις περισσότερες φορές πρόκειται για άτομα από το άμεσο περιβάλλον του παιδιού. Μπορεί να φανταζόμαστε το προφιλ του παιδόφιλου ως ένα απομονωμένο ή αποτυχημένο άτομο όμως δεν είναι έτσι. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για άτομα με καλή κοινωνική και επαγγελματική κατάσταση όπου έχουν φροντίσει να στήσουν ένα μυστικό κόσμο στη ζωή τους για να ικανοποιούν τη διαστροφή τους.

2) Η παιδοφιλία έχει ένα κυρίαρχο στοιχείο, τη βία. Το παιδί γίνεται αντικείμενο σωματικής ή και ψυχικής βίας και είναι ανίκανο να υπερασπιστεί την ύπαρξή του. Ο παιδόφιλος αντλεί ηδονή από αυτό. Είναι ένα φαινόμενο για τον κόσμο που δεν έχει νόημα, δεν μπορεί να το εξηγήσει και η μόνη λύση που μπορεί να δώσει είναι η εκδίκηση. Η βία σε όλες τις μορφές της γεννά βία γιατί εγείρει το μίσος και την οργή. Και έπειτα υπάρχει ο μηχανισμός ταύτισης και στην πλευρά της κοινωνίας, ταυτιζόμαστε με το παιδί – θύμα γιατί είτε έχουμε δικά μας παιδιά είτε θυμόμαστε όλοι το παιδί που έχουμε υπάρξει και δεν μπορούμε να ανεχτούμε ψυχικά την ύπαρξη ενός ατόμου που μπορεί να προβεί σε σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων. Ο κόσμος αισθάνεται ότι ο παιδόφιλος έχει χάσει οριστικά το δικαίωμα στη ζωή γιατί κακοποιώντας ένα παιδί κακοποίησε την ζωή την ίδια.

3) Η ψυχολογική υποστήριξη από ειδικούς για το παιδί και την οικογένεια του είναι απαραίτητη γιατί η σεξουαλική κακοποίηση οδηγεί σε ψυχικό τραυματισμό του οποίου οι συνέπειες μπορεί να είναι σοβαρές για τον ψυχισμό του παιδιού. Η οικογένεια πρέπει να έχει την ψυχική δύναμη να στηρίξει το παιδί σε αυτές τις περιπτώσεις γι’ αυτό χρειάζεται να ξεπεράσει το σοκ που προκαλεί η αποκάλυψη ενός τέτοιου γεγονότος. Το παιδί μπορεί να πάσχει από ενοχές και ντροπή, από χαμηλό επίπεδο αυτοεκτίμησης, να οδηγηθεί σε απομόνωση (κυρίως αν στιγματιστεί κοινωνικά μετά την αποκάλυψη), από κατάθλιψη, επιθετικότητα, έλλειψη εμπιστοσύνης στους άλλους, φοβίες, εφιάλτες, τάσεις φυγής, παραβατικότητας και πολλά άλλα συμπτώματα. Συχνά κατακλύζεται από ερωτήσεις από το περιβάλλον του που ξεκινούν πάντα από ένα «γιατί», με κυρίαρχη την ερώτηση «γιατί δεν το είπες;». Τα παιδιά συχνά το κρύβουν από την οικογένεια, γιατί ντρέπονται, φοβούνται ότι θα τα θεωρήσουν υπεύθυνα, γιατί ίσως έχουν δεχτεί δώρα από τον παιδόφιλο ή είχαν μυστικές συναντήσεις μαζί του πριν τα κακοποιήσει. Η οικογένεια με τη σειρά της ντρέπεται, κρύβεται γιατί νιώθει ότι όλοι θα σκεφτούν ότι δεν ήταν καλοί γονείς, ότι ήταν απόντες, σκέψεις που έρχονται από την προσωπική τους οδύνη γι’ αυτό που συνέβη στο παιδί τους. Τα πράγματα δεν είναι έτσι, όμως, γι’ αυτό κάθε ψυχολογική στήριξη σε αυτές τις περιπτώσει ξεκινά από την αναγκαιότητα να καταλάβει το παιδί και η οικογένεια ότι δεν φταίνε γι’ αυτό που συνέβη.

Νικολέτα Μπουλταδάκη, ψυχολόγος
1) Ο ενήλικος που έλκεται από παιδιά πάσχει από σεξουαλική διαταραχή και συγκεκριμένα από τη σεξουαλική παρέκκλιση (διαστροφή) που ονομάζουμε στην Ψυχιατρική παιδοφιλία. Όταν οι φαντασιώσεις γίνονται πράξεις, τότε μιλάμε για παιδεραστία.
Ο παιδόφιλος συχνά υπολείπεται σε φυσική δύναμη και έχει χαμηλή αυτοπεποίθηση άρα νιώθει ασφάλεια μόνο με παιδιά καθώς μόνο σε αυτά μπορεί να επιβληθεί και επομένως να τα δει ως αντικείμενα σεξουαλικού πόθου. Χαρακτηρίζεται από συναισθηματική ανωριμότητα και καταφεύγει σε παιδιά καθώς η σχέση με αυτά βιώνεται ως ελάχιστα απειλητική συγκριτικά με αυτές με τους ενηλίκους. Γενικά, οι παιδεραστές χαρακτηρίζονται ως εσωστρεφείς, ντροπαλοί, ευαίσθητοι, μοναχικοί, χωρίς ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ και συχνά εκδηλώνουν συμπτώματα κατάθλιψης. Συνήθως έχουν παρανοϊκές σκέψεις, όπως το ότι η έλλειψη αντίστασης από την πλευρά των παιδιών είναι δείγμα συναίνεσης κι ότι η σεξουαλική επαφή είναι μία εκπαιδευτική εμπειρία για το παιδί.
Ιδιαίτερα παράδοξο είναι πως σε ποσοστό 67% οι παιδεραστές υπήρξαν και οι ίδιοι θύματα σεξουαλικής κακοποίησης σε μικρή ηλικία, γι’ αυτό και δεν μπόρεσαν ποτέ να σχηματίσουν υγιείς σεξουαλικές σχέσεις.

2) Πράγματι η πλειοψηφία του κοινωνικού συνόλου κρατά πολύ αυστηρή στάση απέναντι στους παιδεραστές. Πολύ συχνά ακούμε ότι η μόνη τιμωρία για τις πράξεις τους είναι ο θάνατος. Βλέποντας το πιο πρόσφατο περιστατικό στο Ρέθυμνο και θυμούμενοι την περίπτωση Δουρή, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο η αποκάλυψη της παιδεραστίας πολλές φορές καταλήγει εκεί. Μελετώντας ένα περιστατικό σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκου διαπιστώνουμε ότι το τραύμα που επιφέρεται τόσο στη σεξουαλική όσο και στη γενικότερη ψυχολογική υγεία του παιδιού συχνά είναι μη αναστρέψιμο. Ο απλός άνθρωπος εύκολα μπορεί να το διακρίνει και δεν το ανέχεται… Πέρα απ’ αυτό κι η καθ’ εαυτή σωματική κακοποίηση από μόνη της προκαλεί οργή. Έχω την αίσθηση ότι κάθε γονιός στο πρόσωπο του παιδιού – θύματος υπερασπίζεται τη δική του οικογένεια και τη δική του αξιοπρέπεια. Το γεγονός, άλλωστε, ότι ο παιδόφιλος – παιδεραστής δεν πάσχει από ψύχωση, άρα έχει πλήρη επίγνωση των πράξεων του, δεν αφήνει περιθώρια στην κοινή γνώμη για δικαιολόγηση, ελάφρυνση ή συγχώρεση του θύτη. Έπιπλέον, πολλοί από εμάς έχουμε ακούσει περιπτώσεις παιδοφιλίας από γνωστούς πολίτες, οι οποίες δεν ήρθαν στο φως της δημοσιότητας, καθώς οι δράστες είχαν τη ´δύναμη´ να τις αποσιωπήσουν ή να τις καλύψουν. Αυτό εξοργίζει ακόμα περισσότερο τον κόσμο, ο οποίος νιώθει ότι θέλει να πάρει τη δικαιοσύνη στα χέρια του.

3) Η προσέγγιση του θέματος της σεξουαλικής κακοποίησης στα παιδιά και στις οικογένειές τους δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Απαιτούνται προσεγμένοι και εξειδικευμένοι χειρισμοί που θα στοχεύουν να απομακρύνουν την ενοχοποίηση του θύματος, να θεραπευτούν οι πληγές και βαθμιαία να ανακτηθεί η αυτοεκτίμηση και η λειτουργικότητα. Συχνά τα θύματα κατακλύζονται από συγκρουόμενα συναισθήματα ενοχής, ντροπής, αυτομομφής και θυμού, ενώ κάποιες φορές υπάρχουν ιδέες αυτοκτονίας.
Πέρα από μακροχρόνια ατομική και οικογενειακή ψυχοθεραπεία, συνιστάται και η ομαδική με ομοιοπαθούντες πληθυσμούς, που τα αποτελέσματα δείχνουν να είναι ενθαρρυντικά. Παρ’ όλα αυτά, κατά τη γνώμη μου, σε πολλές περιπτώσεις αυτό που απαιτείται είναι η αλλαγή πλαισίου – τόπου διαμονής της οικογένειας, ώστε να προστατευτεί το παιδί από την κοινή γνώμη και να μπορέσει η οικογένεια να ξανασταθεί κοινωνικά με λιγότερα βάρη.

Μαρία Γιατρουδάκη, ψυχολόγος
1) Οι παιδόφιλοι (δηλαδή ενήλικοι ή έφηβοι δράστες που εξαναγκάζουν ή πείθουν παιδιά να συμμετέχουν σε σεξουαλικές δραστηριότητες μαζί τους) κατά κανόνα γνωρίζουν ότι οι πράξεις τους προκαλούν μεγάλη βλάβη στα θύματά τους. Παρ’ όλα αυτά πείθουν τον εαυτό τους ότι η σεξουαλική κακοποίηση δεν θα βλάψει τα παιδιά επειδή δήθεν είναι ένα παιχνίδι, επειδή δήθεν τα παιδιά το ευχαριστιούνται, επειδή δήθεν δεν μπορούν να ελέγξουν τις παρορμήσεις τους.
Τις περισσότερες φορές οι δράστες είναι γνωστοί ή και φιλικά πρόσωπα των παιδιών. Μπορεί να είναι συγγενείς τους, γείτονες, δάσκαλοι ή καθηγητές, προπονητές, μπέιμπι σίτερ, ιερείς. Υπολογίζεται ότι πάνω από το 50% είναι παντρεμένοι ή παντρεύονται κάποτε στη ζωή τους. Οι έρευνες δείχνουν ότι οι πιο πολλοί μπορούν να δώσουν επιφανειακά μια εντύπωση καθ’ όλα φυσιολογικού ατόμου αλλά η περαιτέρω εξέταση δείχνει ότι έχουν δυσκολία να συσχετιστούν υγιώς με τους συνομηλίκους τους και συχνά παρουσιάζουν παθητική – επιθετική συμπεριφορά, ενώ διαθέτουν ένα «απόθεμα» έντονων αισθημάτων θυμού και εχθρότητας. Πάσχουν, επίσης, από αισθήματα κατωτερότητας, χαμηλή αυτοεκτίμηση και συναισθηματική ανωριμότητα. Αυτό το προφίλ τούς οδηγεί στο να επιβάλλονται σεξουαλικά σε παιδιά, με τη βία ή με αποπλάνηση. Αρκετά μεγάλα ποσοστά παιδόφιλων πάσχουν και από άλλες ψυχιατρικές διαταραχές, συνηθέστερα διαταραχές προσωπικότητας καθώς και συναισθηματικές και αγχώδεις διαταραχές. Φαίνεται ότι υπάρχει ένας ´κύκλος κακοποίησης´ που ο δράστης ευρισκόμενος κάτω από στρες αρχίζει να φαντασιώνει σεξουαλικές δραστηριότητες με παιδιά και σιγά – σιγά, χρησιμοποιώντας πιθανόν και αλκοόλ ή ναρκωτικά για να αντιμετωπίσει τις αναστολές του, δημιουργεί ένα πλάνο για την αποπλάνηση κάποιου παιδιού, το οποίο και εκτελεί. Στη διάρκεια του σχεδιασμού βιώνει έντονη σεξουαλική διέγερση. Συνήθως, νιώθει ανακούφιση μετά την εκτέλεση της πράξης του, πράγμα που προσδίδει στην όλη διαταραχή χαρακτήρα εθισμού.

2) Νομίζω ότι καταλληλότερος να απαντήσει αυτό το ερώτημα είναι κάποιος κοινωνιολόγος, γι’ αυτό θα σας δώσω την προσωπική μου άποψη. Πιστεύω ότι οι αντιδράσεις του κοινωνικού συνόλου είναι πολύ έντονες απέναντι σε κάθε περίπτωση στυγερού εγκλήματος. Μπροστά όμως σε περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, εκτός του ότι βιώνουμε ένα βίαιο αναποδογύρισμα σε ό,τι θεωρούμε φυσικό, αναμενόμενο και ηθικά σωστό, επιπλέον το τραύμα που προκαλείται στα παιδιά έχει συνήθως σοβαρές συνέπειες για την ψυχική υγεία τους. Είναι σαν να λαβώνει κανείς το μέλλον. Κι απέναντι σε αυτό όλοι συγκλονιζόμαστε.

3) Η σεξουαλική κακοποίηση αποτελεί τραυματικό γεγονός. Είναι τόσο πιο τραυματικό όσο περισσότερη βία έχει χρησιμοποιηθεί και όσο περισσότερο χρόνο έχει διαρκέσει. Τα παιδιά – θύματα μπορεί να παρουσιάσουν έντονο άγχος, κατάθλιψη ή αντίθετα να γίνουν πολύ επιθετικά, να παρουσιάσουν παλινδρόμηση σε προγενέστερες συμπεριφορές (π.χ. βρέξιμο του κρεβατιού), να έχουν ακατάλληλη «ερωτική» συμπεριφορά για την ηλικία τους κ.ά.
Η θεραπεία των παιδιών επικεντρώνεται καταρχάς στη δημιουργία αίσθησης ασφάλειας. Μέσα στο πλαίσιο μιας τέτοιας σχέσης το παιδί μπορεί να αφηγηθεί την ιστορία του και να εκφράσει συναισθήματα θυμού, τρόμου, σύγχυσης, αηδίας. Μπορεί επίσης να εκφράσει αισθήματα ενοχής που του έχει ενσταλάξει ο θύτης όπως και την αίσθηση ότι έχει στιγματιστεί και με τη βοήθεια του θεραπευτή να αλλάξει αυτά τα σχήματα ώστε να ξαναβρεί την αυτοεκτίμησή του. Μπορεί επίσης να διδαχθεί τρόπους να προστατεύει τον εαυτό του στο μέλλον, όπως δεξιότητες αξιολόγησης καταστάσεων και ανθρώπων και δεξιότητες αποφυγής και απόδρασης από επικίνδυνες καταστάσεις.
Η οικογένεια του θύματος καλείται να κατανοήσει ότι το παιδί χρειάζεται την αμέριστη υποστήριξή τους. Οι γονείς χρειάζεται να πουν με όλους τους δυνατούς τρόπους στο παιδί ότι δεν φταίει το ίδιο για ό,τι του συνέβη και να επιδιώξουν να μιλήσουν μαζί του για την κακοποίηση και για το πώς θα προστατεύει τον εαυτό του στο μέλλον.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα