Γράφει ο Γ. Η. ΟΡΦΑΝΟΣ
Ο Νοέμβρης του 1963 έχει σημαδέψει τη νεότερη ελληνική πολιτική ιστορία και στο σημερινό σημείωμα θα δούμε τους λόγους. Λίγους μήνες μετά την καλοκαιρινή αποπομπή του Κωνσταντίνου Καραμανλή από την εξουσία από τον βασιλέα Παύλο, προκηρύσσονται πρόωρες εθνικές βουλευτικές εκλογές για τις 03/11 που διεξάγονται με υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Στυλιανό Μαυρομιχάλη. Υπό τον Μαυρομιχάλη, αν και η Αυλή είχε δείξει την εύνοιά της, μετά την αναχώρηση Καραμανλή, σε ένα κυβερνητικό σχήμα με επικεφαλής τον βασιλόφρονα βουλευτή της Ε.Ρ.Ε. και πρώην υπουργό της Δεξιάς, τον Παναγιώτη Πιπινέλη.
Κι αν εγράφη νωρίτερα «μάλλον», τούτο οφείλεται στο ότι ο Καραμανλής, αρχηγός της ελληνικής Δεξιάς (Ε.Ρ.Ε.) είχε παραιτηθεί το καλοκαίρι του ’63, έπειτα από τη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ, Γρηγόρη Λαμπράκη, από παρακρατικούς και εξαιτίας της βαθμιαίας «ψύχρανσης» των σχέσεών του με το Παλάτι, η οποία είχε κορυφωθεί με την άρνηση του πρωθυπουργού να δεχτεί να πάει το βασιλικό ζεύγος της Ελλάδας, Παύλος και Φρειδερίκη, σε προγραμματισμένο ταξίδι στο Λονδίνο.
Δεν ήταν, όμως, μόνον τα Ανάκτορα που ήθελαν να «απαλλαγούν» από τον Καραμανλή. Στο βιβλίο του «Από τον εμφύλιο στη Χούντα», ο δημοσιογράφος Σπύρος Λιναρδάτος, συμπεριλαμβάνει μια αυθεντική – άγνωστη αφήγηση, που φανερώνει ότι άνθρωποι με φιλοδικτατορικές διασυνδέσεις, σχέδια και προθέσεις, συνωμοτούσαν με στόχο να φθείρουν τον πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή, και επεδίωκαν να τον «βραχυκυκλώσουν». Κάποτε, λοιπόν, μέσα στο 1961, ο πρωθυπουργός πληροφορήθηκε, ότι μια ομάδα αξιωματικών συσκεπτόταν και συνωμοτούσε για την επιβολή δικτατορίας. Πληροφορημένος -λοιπόν- και για τον τόπο και την ώρα μιας τέτοιας συναθροίσεως, είπε στον επικεφαλής του στρατιωτικού του γραφείου να πάνε μαζί και να πιάσουνε επ’ αυτοφώρω τους επίδοξους κινηματίες. Ο Βέρρος όμως του απήντησε: «Είναι κάτι παλιόπαιδα, κ. πρόεδρε, μην ασχολείσθε εσείς μαζί τους…».
Αλλά και από αρχεία του αγγλικού Υπουργείου Εξωτερικών (Foreign Office), που έχουν δημοσιοποιηθεί, βλέπουμε ότι Βρετανοί διπλωμάτες σημειώνανε στις αναφορές τους ότι το 1961 και το 1962 υπήρχαν ζυμώσεις στον χώρο των κομμάτων, με παρεμβάσεις και από το εξωτερικό, που απέβλεπαν στην απομάκρυνση του πρωθυπουργού, Κ. Καραμανλή. Σε μιαν τέτοια έκθεση, αναφερόταν και ότι ο τότε πρόεδρος της Βουλής και σημαντικός παράγοντας της Ε.Ρ.Ε., Κωνσταντίνος Ροδόπουλος, επεδίωκε να ηγηθεί μιας κυβέρνησης συνασπισμού.
Ο Καραμανλής είχε αναρριχηθεί στην πρωθυπουργία, με την εύνοια του Στέμματος, τον Οκτώβριο του 1955, όταν πέθανε ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος, στην τελευταία κυβέρνηση του οποίου ο Σερραίος την καταγωγή Καραμανλής ήταν υπουργός Δημοσίων Έργων και Συγκοινωνιών. Έκτοτε, με διάφορα εκλογικά συστήματα («καλπονοθευτικά» τα λέγανε οι πολιτικοί του αντίπαλοι), αν και δεχόταν τη φθορά της εξουσίας, «αναβαπτιζόταν» από τους ψηφοφόρους, τους οποίους, όμως, ποτέ δεν είχε στείλει έγκαιρα στην… κάλπη, αλλά πάντοτε… πρόωρα, πριν τη λήξη της κοινοβουλευτικής τετραετίας (1956 αντί 1959, 1958 αντί 1960, 1961 αντί 1962).
Βέβαια, τον Ιούνιο του 1963 και τους μήνες που ακολούθησαν ως τον Σεπτέμβρη (28/9) ο (από τον Απρίλη του 1947, μαζί με τη Γερμανίδα σύζυγό του, Φρειδερίκη, που, ίσως, αυτή «έλυνε και έδενε» τα έκτοτε είκοσι χρόνια) βασιλιάς Παύλος δεν προκήρυξε άμεσες εκλογές, αφού δεν είχε τίποτα με την Ε.Ρ.Ε. και τους φιλοδεξιούς κύκλους και παράγοντες, αλλά ό,τι είχε δημιουργηθεί ήταν «προσωπικό πρόβλημα» με τον Καραμανλή. Έτσι, ο Παύλος, από τη βουλή της «βίας και νοθείας» του ’61 δημιούργησε με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Ε.Ρ.Ε. νέα κυβέρνηση, υπό τον αυλόδουλο υπουργό Εμπορίου στην παραιτηθείσα κυβέρνηση, Παναγιώτη Πιπινέλη.
Να δεχτούμε ως πιθανή δικαιολογία για τη βασιλική επιλογή, πέρα από τη «δουλοπρέπεια» του Πιπινέλη προς το Στέμμα (αργότερα, μετά το 1967, καθώς λένε, τον έσπρωξε να γίνει «υπουργός» Εξωτερικών της χούντας της 21ης Απριλίου), και το ότι στο εσωτερικό (κοινοβουλευτική, κυρίως, ομάδα) της Ε.Ρ.Ε., μετά την αποπομπή – αποχώρηση Καραμανλή, επικρατούσε κάτι σαν… πανικός και ότι όλοι δυσανασχετούσαν κατά του «πολιτικού κληρονόμου» του Καραμανλή, του Παναγιώτη Κανελλόπουλου; Ας το δεχτούμε και ας μην έχουμε την «παράλογη»( !) απαίτηση να συγκαλούσε ο Άναξ Συμβούλιο του Στέμματος από τους πολιτικούς αρχηγούς και τέως πρωθυπουργούς, για να δοθεί λύση στην προσωρινή «ακυβερνησία»!
Όταν στις 26/09/1963 δημοσιεύτηκε το Βασιλικό Διάταγμα της διαλύσεως της Βουλής και της προκηρύξεως εκλογών για τις 3 Νοεμβρίου και παρέμενε στην πρωθυπουργία ο Πιπινέλης, αναγκάστηκε ο εκ των ηγετών της αντιπολίτευσης, Γ. Παπανδρέου, να πει: «Καλώ τον ελληνικό λαό να υπερασπίσει τας δημοκρατικάς του ελευθερίας». Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, γράφει ο Κάτρης, «αυθημερόν η αμερικανική Πρεσβεία συμβούλευσε υποχώρηση. Η Φρειδερίκη και οι στρατηγοί παραμερίσθηκαν. Και ο Παύλος κάνοντας στροφή 180ο υποχρέωσε τον Πιπινέλη να παραιτηθεί». Η αμιγώς φιλοανακτορική «κυβέρνηση» Πιπινέλη -κάτω από λαϊκές αντιδράσεις, έντονες και διαρκείς- υπέβαλε, ως εκ τούτου, την παραίτησή της τον Σεπτέμβρη του ’63. Εξάλλου, αν το καλοσκεφθείς, είχε ήδη εκπληρώσει την… αποστολή της, να «εγκρίνει» και να «κουνήσει το μαντίλι» για το βασιλικό ταξίδι κι ο λαός δεν έχανε ευκαιρία να δείξει ότι χρειαζόταν μιαν αντιδεξιά «αλλαγή σελίδας».
Πρωθυπουργός για τις πρόωρες εκλογές, που έπρεπε κανονικά να γίνονταν τον Νοέμβρη του 1965, τέσσερα χρόνια μετά την τελευταία «νίκη» του Καραμανλή, ορίστηκε σε ένα καθαρά φιλοβασιλικό σχήμα ο Μαυρομιχάλης. Αλλά ο αδέκαστος δημοκράτης δικαστής πρόσφερε στη χώρα τις πιο τίμιες και πανθομολογουμένως αδιάβλητες εκλογές σ’ ολόκληρο -έως τότε- τον 20ό αιώνα. Για πρώτη φορά, οι εκλογές δεν γίνονται βάσει των εκλογικών καταλόγων του 1940, αλλά λαμβάνουν υπόψη τους καταλόγους της απογραφής του 1961. Οι κάλπες της 3ης Νοεμβρίου 1963 σηματοδοτούσαν το τέλος της 10ετίας της Δεξιάς (αρχικά, με τον «Συναγερμό» του στρατάρχη Παπάγου και από το 1956, με την Ε.Ρ.Ε. του Καραμανλή) και την επιστροφή της δημοκρατικής παράταξης και του Γεωργίου Παπανδρέου στην εξουσία. Ο «Γέρος της Δημοκρατίας» -έτσι τον έλεγαν πολιτικοί φίλοι κι αντίπαλοι- ανελάμβανε τα ηνία της χώρας, ως πρωθυπουργός. Είκοσι χρόνια είχαν παρέλθει από την κυβέρνηση της «Εθνικής Ενότητας» και των «Δεκεμβριανών» του 1944 – ’45, στην οποία ήταν και πάλι επικεφαλής.
Τα εκλογικά αποτελέσματα οδήγησαν το Γ. Παπανδρέου στις 7 – 8/11 να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας, που στηριζόταν, όμως, στις ψήφους της Αριστεράς στα πρώτα της βήματα, κάτι που σίγουρα ενοχλούσε τους Αμερικανούς «φίλους» μας. Η κοινοβουλευτική στήριξη της ΕΔΑ προς τον Παπανδρέου «κακοφάνηκε» και στις παρακρατικές οργανώσεις που δρούσαν ανενόχλητα επί Ε.Ρ.Ε. κι είχαν σκοτώσει προ καιρού τον Γρηγόρη Λαμπράκη, αλλά και στο Δεξιόστροφο, αντικομουνιστικό στράτευμα. Έχουμε, λοιπόν, από τις κάλπες του Νοέμβρη: «Ένωση Κέντρου» 42,04% – 138 έδρες, Ε.Ρ.Ε. (με υποτονικό προεκλογικό αγώνα υπό τον ίδιο τον Καραμανλή που ξαναβρέθηκε στην Ελλάδα και στην πρώτη γραμμή για λίγο, χωρίς, όμως, παλμό, αν και είχε να επιδείξει κυβερνητικό έργο) 39,37% – 132 βουλευτές, ΕΔΑ (Γιάννης Πασσαλίδης, Ηλίας Ηλιού, ιστορικές μορφές της Αριστεράς) 14,34% – 28 έδρες και Προοδευτικοί (ο άλλοτε επίσης παπαγικός υπουργός Σπύρος Μαρκεζίνης) 3,73% – 2 βουλευτές.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, η κοινή γνώμη είδε έκπληκτη τον νέο τότε πρωθυπουργό και γνωστό αντιδυναστικό στρατηγό Ν. Πλαστήρα να σχηματίζει κυβέρνηση χαίροντας της εκτίμησης και της εμπιστοσύνης του βασιλιά Παύλου, μολονότι τα προκατοχικά χρόνια είχε πρωταγωνιστήσει στους αγώνες κατά της βασιλείας (Επανάσταση του 1922, κινήματα 1933 και 1935). Το ίδιο έκπληκτος έμεινε ο Καραμανλής και (γι’ αυτό;) αναγκάστηκε στις 5/12/63 να αυτοεξοριστεί εφεξής στο Παρίσι, μόλις ο βασιλιάς Παύλος ανέθεσε τον σχηματισμό κυβέρνησης στον άλλοτε βασιλομάχο Παπανδρέου, παρά τις περί αντιθέτου «συστάσεις» του αρχηγού της Δεξιάς.
Τον Νοέμβρη του 1963, λοιπόν, μετά τις εκλογές, οι Αμερικανοί θεωρούσαν ατυχία το γεγονός ότι ο Παπανδρέου δεν μπόρεσε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, γιατί είχαν την εντύπωση ότι οι κυβερνήσεις συνεργασίας ήταν ατελέσφορες στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Μάλλον, είχαν στον νου τους την περίοδο 1950 – ’52, με τις συχνές κυβερνητικές εναλλαγές από τα κόμματα του «Κέντρου» (Πλαστήρας – Σοφοκλής Βενιζέλος). Λίγες ώρες, πάντως, μετά την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης στις 7 Νοεμβρίου, ο Ανδρέας Παπανδρέου συναντιόταν με τον πολιτικό σύμβουλο της Πρεσβείας Τζον Όουενς και του έλεγε ότι «παρά τις διαφορές που είχε στο παρελθόν με τους Αμερικανούς, ο πατέρας του δεν είχε παράπονα εναντίον των ΗΠΑ». Και προσέθετε: «Αυτή η κυβέρνηση θα είναι φιλοαμερικανική… Η Ελλάδα είναι ίσως η μόνη χώρα στον κόσμο, που ο γιος του πρωθυπουργού είναι Αμερικανός!».
Στις 2 Δεκεμβρίου, ο Γεώργιος και ο Ανδρέας Παπανδρέου συναντήθηκαν με τον σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα, John Maury. Ο πρωθυπουργός ζήτησε -μεταξύ άλλων- και διαβεβαιώσεις ότι «οι ΗΠΑ θα προστατεύσουν τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας». Οι σχέσεις των Παπανδρέου με τις ΗΠΑ βρίσκονταν ακόμη τότε σε καλό δρόμο.
Η Πρεσβεία των Η.Π.Α. εντόπιζε, όμως, τα πρώτα «σύννεφα» στις σχέσεις των Παπανδρέου με το Παλάτι καθώς ο διάδοχος Κωνσταντίνος εμφανιζόταν να θέλει την καθυστέρηση της προκήρυξης νέων εκλογών ή τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας μεταξύ Ε.Ρ.Ε. και «Ε.Κ».
Οι Αμερικάνοι διπλωμάτες στην Αθήνα είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, στο ενδεχόμενο της εκ νέου προσφυγής στις κάλπες, «θα ήταν καταστροφή» η επανάληψη του αποτελέσματος των προηγούμενων εκλογών και η αδυναμία σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης. Στην τελευταία έκθεσή τους, μάλιστα, προέβλεπαν ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου θα κέρδιζε 155 ως 160 έδρες (έναντι 171, που, τελικά, εξασφάλισε) και θα σχημάτιζε κυβέρνηση με ισχνή πλειοψηφία στη Βουλή.
Στις 16 Δεκεμβρίου 1963 συνέρχεται η Βουλή. Στα κυβερνητικά έδρανα καμαρώνει η νέα κυβέρνηση της «Ε.Κ.» με επικεφαλής τον αρχηγό της και πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Η Ε.Ρ.Ε. βρίσκεται, πλέον, μετά από εφτά χρόνια, στην αξιωματική αντιπολίτευση! Ο εναρκτήριος λόγος του θρόνου θα εκφωνηθεί από τον βασιλιά Παύλο αλλά έχει γραφεί, «κομμένος και ραμμένος στα μέτρα» της «Ένωσης Κέντρου», από τον πρωθυπουργό.
Και την επόμενη ημέρα (17/12/63), γίνεται «χαμός» στο Κοινοβούλιο, όταν, με τις ψήφους «Κέντρου» και ΕΔΑ, εκλέγεται πρόεδρος του Σώματος ο άλλοτε ΕΑΜίτης και τώρα σημαίνον στέλεχος της κυβερνητικής παράταξης, Ηλίας Τσιριμώκος! Μια βδομάδα αργότερα, στις 24 Δεκεμβρίου 1963, οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου εγκρίνονται θριαμβευτικά με 167 ψήφους υπέρ, ήτοι 137 της «Ένωσης Κέντρου», 28 της EΔA και 2 ψήφους αποσκιρτησάντων από την E.P.E., μα ο πρωθυπουργός είχε στον νου του νέες… κάλπες, μια ιδέα της οποίας την υλοποίηση θα ιδούμε σε προσεχές σημείωμα.