Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΛΕΣΣΑΣ
Το δημοψήφισμα είναι ένας τρόπος να εκφραστεί η λαϊκή βούληση πιο αποφασιστικά. Το να προσφύγει μια κυβέρνηση σε δημοψήφισμα σημαίνει ότι έχει απωλέσει τη δυνατότητα να βλέπει την πραγματικότητα, ότι έχει έρθει σε σύγκρουση με την εκτελεστική εξουσία, έχει υπερβεί τα όρια της λαϊκής εντολής και προσπαθεί μ’ αυτόν τον τρόπο να επιβληθεί της Βουλής. Επικαλείται, λοιπόν, αυτού του είδους την ετυμηγορία του λαού, που συνιστά την απ’ ευθείας δέσμευσή του με τον ηγέτη.
Αναντίρρητα ο πολίτης υφίσταται έναν υποβιβασμού, διότι από την επομένη του δημοψηφίσματος θεωρείται ψυχολογικώς εξαρτημένος των αποφάσεων που του υπέδειξαν να επιλέξει. Το διακύβευμα ενός δημοψηφίσματος είναι η εξεύρεση των ερωτήσεων και ο τρόπος με τον οποίο θα διατυπωθούν, ώστε να αποκλείεται η απόρριψη της θελήσεως του κυβερνήτη. Ενα δημοψήφισμα δε καλά προετοιμασμένο δεν χάνεται ποτέ απ’ αυτόν που το δημιουργεί. Στην Ελλάδα έχουν γίνει επτά δημοψηφίσματα το 1920, 1924, 1935, 1946, 1968, 1973 και 1974, σε όλα δε νίκησε αυτός που τα διακήρυξε και το περίεργο είναι ότι αυτή η νίκη θεωρήθηκε ως «γενική θέληση του λαού»!
Ομως ο κολοσσιαίος αυτός πολιτικός και πολιτειακός θεσμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την άμεση δημοκρατία, όπου ο λαός καλείται να εκφράσει την απόρριψη ή τη θέλησή του με ένα «ναι» ή ένα «όχι» επί ενός σοβαροτάτου εθνικού θέματος. Σε κάθε περίπτωση δε είναι προφανής η επιθυμία μιας κυβέρνησης, παίζοντας πολιτικά παιχνιδάκια να μεταθέσει μια τεράστια ευθύνη στις πλάτες των ψηφοφόρων.
Μια μονοκομματική κυβέρνηση, όταν τείνει να εξελιχθεί σε ηγεμονική, για να διακριθεί και να παραμείνει στην αρχή, προσπαθεί ν’ αποβάλλει απ’ τους ώμους της κάθε φορτίο ευθύνης από οποιαδήποτε κρίση. Και χρησιμοποιεί το όπλο του δημοψηφίσματος, που πολλές φορές δημιουργεί σύγχυση, αναστάτωση και διχαστικές τάσεις. Η περίπτωση της προ ημερών αναγγελίας δημοψηφίσματος αφορούσε τους οικονομικούς και πολιτικούς όρους του κουρέματος του ελληνικού χρέους της αποφάσεως του Γιούρογκρουπ, που κόντεψε να τινάξει στον αέρα τις σχέσεις μας με τους Ευρωπαίους. Διότι δημοψήφισμα με τέτοιο ερώτημα, εκτός του ότι είναι αντισυνταγματικό, άρθρο 44 παρ. 2 Σ/τος, επειδή άπτεται οικονομικών θεμάτων, θα ήταν αυτοκτονία για την κυβερνώσα παράταξη. Ο ελληνικός λαός, που δεν θέλει να πληρώνει φόρους και ταυτόχρονα να πτωχεύει θα ψήφιζε αβασάνιστα «ΟΧΙ». Και η καταστροφή θα επέλθει και στο έθνος.
Μέσα σε 48 ώρες από την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος οι επιπτώσεις ήταν παγκοσμίου χαρακτήρος, χάθηκαν 1,5 τρισ. δολάρια, οι αντιδράσεις των Ευρωπαίων ήταν καταλυτικές, ώστε να κληθούμε να λογοδοτήσουμε στις Κάννες και να υποχρεωθούμε, αν επιμένουμε στο δημοψήφισμα, να το κάνουμε, όχι για το «κούρεμα», αλλά για το «ναι» ή «όχι» στο ευρώ ή στη δραχμή, θέτοντας μάλιστα και ημερομηνία διεξαγωγής του.
Αυτό ταρακούνησε τον πολιτικό κόσμο, με αποτέλεσμα η πρόταση του δημοψηφίσματος να ματαιωθεί κι έτσι να ξοδέψουμε τζάμπα κάθε διπλωματική μας διαπραγμάτευση και να χάσουμε την αξιοπιστία μας. Εφυγε, λοιπόν, το δημοψήφισμα για να υπάρξουν ευρύτερες κοινοβουλευτικές συναινέσεις. Μετά την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης θα υπάρξουν συναινέσεις; Πάντως το συμπέρασμα, μετά απ’ αυτό το πολιτικό αλισβερίσι, είναι «ότι ο κ. Παπανδρέου συνεχίζει να είναι ο πρωταγωνιστής της καταστάσεως των πολιτικών αλχημειών».