Γράφει η ΜΑΡΙΑ ΓΙΑΤΡΟΥΔΑΚΗ*
Το πρώτο διάστημα που δύο ερωτευμένοι άνθρωποι σχηματίζουν ζευγάρι περνάει μέσα σε μια ευλογημένη ενότητα που δεν τη διαταράσσει καμιά παραφωνία, καμιά αίσθηση διαφοράς.
Καθένας δείχνει τον καλύτερο εαυτό του και οι δυο τους πλέουν σε πελάγη ευχαρίστησης, τρυφερότητας, καθρεφτίσματος μέσα στον θαυμασμό που τρέφει ο ένας για τον άλλο.
Αυτή η εποχή δεν κρατάει όμως για πάντα. Στη συνέχεια, για να μπορούν τα μέλη του ζευγαριού να βιώνουν μια ουσιαστική ενότητα, πρέπει ο καθένας τους να μπορεί να δείξει και τις πιο ευάλωτες ή λιγότερο ευχάριστες πλευρές του, να τολμά να είναι διαφορετικός, να γίνει πιο αληθινός και πιο πραγματικός. Αυτό το άνοιγμα όμως των προσωπικών ορίων, ώστε να αφήσει καθένας τον άλλο να κοιτάξει μέσα του αλλά και να τον περιλάβει μέσα στον δικό του κόσμο, προκαλεί φόβο. Το άνοιγμα των προσωπικών μας ορίων έχει ρίσκο. Φοβόμαστε ότι αν ο άλλος μας δει όπως πραγματικά είμαστε, θα μας απορρίψει και θα μας εγκαταλείψει. Φοβόμαστε ότι αν ο άλλος καταλάβει την εξάρτησή μας από αυτόν, θα μας εκμεταλλευτεί. Φοβόμαστε ότι η σχέση με τον άλλο θα φέρει υποταγή και απώλεια της προσωπικής μας ταυτότητας. Τέτοιοι φόβοι δεν είναι βέβαια παράλογοι. Το βασικότερο θέμα που επανέρχεται αιωνίως σε όλες τις στενές σχέσεις μας είναι το πώς μπορούμε να είμαστε ο εαυτός μας και ταυτόχρονα να διατηρούμε τους δεσμούς μας με τους άλλους. Καθώς η σχέση ζεύγους είναι ιδιαίτερα στενή, αυτό το ζήτημα αργά ή γρήγορα θα έρθει να δοκιμάσει τον δεσμό.
Ανάλογα με την προσωπική του ιστορία, ο καθένας εγείρει άμυνες απέναντι στους φόβους του για στην εγγύτητα. Υπάρχουν κυρίως δύο στρατηγικές άμυνας. Κάποιοι άνθρωποι δίνουν την εντύπωση ότι δεν φοβούνται καθόλου την εγγύτητα και ότι μάλιστα την επιδιώκουν με επιμονή ή με τρόπους που κάποτε τρομάζουν και απωθούν τους άλλους. Φοβούνται πολύ την εγκατάλειψη και την απόρριψη και για αυτό τον λόγο αποφεύγουν να εκφράσουν τον θυμό τους, τη διαφωνία τους, τις προτιμήσεις τους. Υιοθετούν μια συμπεριφορά υποταγής, επιδιώκουν να ευχαριστούν τον άλλο και αφήνουν τα προσωπικά τους όρια να διαλυθούν μέσα στη σχέση. Κάποιες φορές η έντονη ανάγκη τους για φροντίδα εκφράζεται με σκηνές θυμωμένης απαίτησης ή με χειρισμούς που κάνουν τον άλλο να νιώθει ένοχος. Αυτοί οι άνθρωποι δείχνει να φοβούνται την εγκατάλειψη και τη μοναξιά, αλλά στο βάθος φοβούνται να είναι ο εαυτός τους και δυσκολεύονται να προβάλουν τις ικανότητες και τη δύναμή τους, σαν να πιστεύουν ότι η αυτονομία τους θα πληγώσει τη σχέση.
Η άλλη στρατηγική είναι η αποφυγή της εγγύτητας. Μερικοί τη φοβούνται πολύ και τη θεωρούν απειλή για την ανεξαρτησία τους. Επιφανειακά, δείχνουν να έχουν πιο σταθερά προσωπικά όρια αλλά στην πραγματικότητα τα διατηρούν με το να κρατούν τους άλλους σε μεγάλη απόσταση. Δεν εκφράζουν την ανάγκη τους για φυσιολογική εξάρτηση από τον σημαντικό άλλο και αντιμετωπίζουν την έκφραση τέτοιων αναγκών ως παιδιάστικη συμπεριφορά. Οι άνθρωποι αυτοί προστατεύουν τον εαυτό τους υποτίθεται από «εισβολές», δείχνουν ανεξάρτητοι, αλλά, βαθύτερα, φοβούνται να παραδεχτούν την ανάγκη που έχουν από την φροντίδα του άλλου. Ελέγχουν υπερβολικά τα συναισθήματά τους και μετατρέπουν τις σχέσεις τους σε πολέμους για το ποιος θα έχει τον έλεγχο ? προσπαθούν να ελέγξουν τον άλλο πριν προλάβει αυτός να ελέγξει εκείνους. Σε κάποιες περιπτώσεις κυριολεκτικά σαμποτάρουν τις σχέσεις αγάπης με το να θεωρούν τον εαυτό τους αυτάρκη και δυνατό, ενώ βρίσκουν στον άλλο μόνο αδυναμίες και ελαττώματα.
Η αλήθεια είναι ότι όλοι έχουμε και ανάγκες εξάρτησης και ανάγκες επιβεβαίωσης της ατομικότητάς μας. Σε μια υγιή σχέση ικανοποιούνται και τα δύο είδη αναγκών. Ο τρόπος πάντως που αντιλαμβανόμαστε την εξάρτηση και την έκφραση της ατομικότητας και οι άμυνες που χρησιμοποιούμε για να προστατεύουμε τον εαυτό μας διαμορφώνονται από τις πρώιμες εμπειρίες μας στη σχέση με τους γονείς μας, από την παρατήρηση του ζεύγους των γονιών μας (πώς οι δύο τους ως ζεύγος διαχειρίζονταν την εγγύτητα) αλλά και από ερμηνείες που κάναμε σχετικά με αυτές τις αλληλεπιδράσεις.
Από τις εμπειρίες μας ως πλήρως εξαρτημένα πλάσματα από τους γονείς μας εξαρτάται αν θα δημιουργηθεί μέσα μας μια αίσθηση «βασικής εμπιστοσύνης» και πίστης ότι οι ανάγκες μας είναι «καλές» και μπορεί να ικανοποιηθούν από τους άλλους ή αν θα οδηγηθούμε στο να τις θεωρούμε «κακές» ή «ασήμαντες» ή αν θα οδηγηθούμε να τις μεγεθύνουμε, ώστε να μας προσέξουν. Από αλληλεπιδράσεις με τους γονείς μας κατά την πρώτη ανάδυση της ανάγκης για αυτονομία, από το τι ακολουθεί τα πρώτα «όχι» και την έκφραση του θυμού του νηπίου, εξαρτάται το αν θα θεωρούμε την έκφραση της ατομικότητάς μας δικαίωμά μας ή θα την αναστέλουμε για να μην ενοχληθούν οι άλλοι ή θα την εκφράζουμε καταστροφικά ή θα διατηρούμε έναν υπόγειο έλεγχο με το να αποστασιοποιούμαστε από τους άλλους. Από την παρατήρηση των γονιών μας μπορεί να εσωτερικεύσουμε στάσεις και συμπεριφορές. Ποιες ακριβώς θα είναι αυτές εξαρτάται και από τις ερμηνείες που δίνουμε. Εάν π.χ. ο ένας γονιός μας προβάλλει θυμωμένες και έντονες απαιτήσεις να ικανοποιηθούν οι ανάγκες του και ο άλλος προσπαθεί να τον λογικέψει και να τον ηρεμήσει, υποτιμώντας τον ταυτόχρονα για την εξάρτησή του, μπορεί να συμπεράνουμε είτε ότι η έκφραση των αναγκών είναι μωρουδίστικη συμπεριφορά που πρέπει να αποφεύγουμε ή από την άλλη, ότι η επιθετική επιμονή και τα ξεσπάσματα είναι ο τρόπος να παίρνει κανείς αυτό που χρειάζεται. Ή μπορεί να συμπεράνουμε ότι η διατήρηση της ψυχραιμίας και η συναισθηματική αποστασιοποίηση είναι ο σωστός τρόπος συναλλαγής με τους άλλους ή πάλι να θεωρήσουμε ότι αυτή η συμπεριφορά είναι παθητικότητα που αφήνει τους άλλους να περνούν το δικό τους.
Τα ζευγάρια μπορεί ασυνείδητα να συνωμοτήσουν μεταξύ τους, ώστε να προστατεύουν ο ένας τις ανασφάλειες του άλλου. Έτσι, δεν έρχονται σε σύγκρουση, αλλά το συναισθηματικό κλίμα της σχέσης αναπόφευκτα φανερώνει τις δυσαρέσκειες. Όταν στη σχέση εγκαθίσταται μια αίσθηση βαρεμάρας, στείρας επανάληψης και απόστασης, είναι συνήθως σημάδι ότι και οι δύο σύντροφοι χρησιμοποιούν στρατηγικές αποφυγής της εγγύτητας. Στο ζευγάρι που και οι δύο επιδιώκουν τη συγχώνευση, η ατμόσφαιρα γίνεται πνιγηρή. Η ατομική εξέλιξη αναστέλλεται, δεν υπάρχει χώρος για ατομικότητα. Και πολλές φορές, ιδίως κάτω από συνθήκες εξωτερικού στρες, η σχέση γίνεται πεδίο μάχης, αφού και οι δυο νιώθουν ότι δεν παίρνουν από τον άλλο τη φροντίδα που έχουν ανάγκη. Η πιο σταθερή συνωμοσία όμως είναι εκείνη που οι σύντροφοι συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο. Συνήθως, εκείνος που φοβάται την εγγύτητα έχει υποτίθεται μια πιο ισχυρή θέση και αντιμετωπίζει τον άλλο, που επιδιώκει την εγγύτητα, ως ένα «μεγάλο μωρό», εξαρτημένο από τον ίδιο. Και στις τρεις περιπτώσεις πάντως, η δυσαρέσκεια είτε για τον ένα είτε και για τους δυο, κάποτε θα γίνει ανυπόφορη και το ζευγάρι θα έρθει σε σύγκρουση. Ευτυχώς. Γιατί τότε δίνεται η ευκαιρία στον καθένα να ανακαλύψει τις άμυνές του και να αντιμετωπίσει τους φόβους του. Και στο ζευγάρι δίνεται η ευκαιρία να ζήσουν μαζί πολύ πιο ικανοποιητικά, βρίσκοντας την υγιή απόσταση μεταξύ τους.
Βιβλιογραφία
S. Goldbart & D. Wallin, Mapping the Terrain of the Heart: Passion, Tenderness, and the Capacity to Love, Jason Aronson, 2nd edition, 1998
*ψυχολόγος
– ψυχοθεραπεύτρια