ΑΝΤΩΝΙΟΥ Π. ΒΑΚΑΚΗ
Γράφει ο Γεωργακάκης Δημήτρης*
Eθαύμαζε ο Μέγας Αλέξανδρος κι αγαπούσε εξ ίσου πατέρα και δάσκαλο «ως δι? εκείνον μεν ζων, διά τούτον δε καλώς ζων».
(Πλουτάρχου Αλέξανδρος, VIII, 4)
Καλού δασκάλου μαθητής!
«Ποιος είν? απού τραγούδηξε στο ξέβγορο τση τάβλας;
Καλής μανούλας θα ?ναι γιος, καλού κυρού κλωνάρι,
καλού δασκάλου μαθητής, περίσσια διαβασμένος
και μίλησε και μύρισε (ή και πρέπισε)».
(Ριζίτικο)
– Αλήθεια, ποιος είν? αυτός, ο καλού δασκάλου μαθητής, που απ? το κούτελο της εκκλησιαστικής μας τάβλας (Ι.Μ.Κ.Σ.) εμίλησε, εμύρισε κι επρέπισε πρωτίστως εαυτόν («ο τιμών τιμάται»), κατόπιν δε και κυρίως τον άρχοντα – πρωτοψάλτη και μουσικοδιδάσκαλό του Θεόδωρο Βασιλικό, γράφοντας βιβλίο γι? αυτόν από θαυμασμό, σεβασμό κι ευγνωμοσύνη κινούμενος; Ποιος;
Είν? ο μελίγηρυς (γλυκόφωνος), πρωτοψάλτης κι αυτός, ο μουσικολογιώτατος κ. Αντώνιος Π. Βακάκης, γραμματέας της Ι.Μ.Κ.Σ., καθηγητής – θεολόγος και πάλαι ποτέ «εν όπλοις» συνάδελφος στο Λύκειο Κισάμου. Ας πούμε, λοιπόν, για το έργο του.
Αλλά, πριν αναφερθώ και σύντομα σ? αυτό το έξοχο του κ. Α.Β. βιβλίο, θέλω να καταθέσω κάποιες σχετικές προσωπικές εμπειρίες μου:
α) Για την έκδοση και κυκλοφορία αυτού του καταπληκτικού βιβλίου μέχρι πρότινος δεν είχαν ιδέα. Τις προάλλες μόνο φευγαλέα το είδα στο φαρμακείο του Π. Κατάκη και για περισσότερες πληροφορίες απευθύνθηκα στον συγγραφέα, ο οποίος είχε την καλοσύνη να μου το δωρίσει και με ιδιόχειρη αφιέρωση. Τον ευχαριστώ λοιπόν και επιφυλάσσομαι…
β) Ο ξακουστός υμνωδός Θεόδωρος (δώρον Θεού) Βασιλικός ήλθε στην Κίσαμο τρεις φορές, το 1993, 2008 και 2009 (βλέπε σχετικά τις σελίδες 74, 88, 92 και 151 του βιβλίου), όπου αποθεώθηκε και πρεπόντως τιμήθηκε για την προσφορά του. Ομως εγώ, αν και, εδώ και 30 τόσα χρόνια, γραμματέας του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου της Ενορίας Σφηναρίου Κισάμου, αλλά και καθηγητής στο Λύκειο Κισάμου, ουδέποτε πληροφορήθηκα τίποτε σχετικό! Να υποθέσω πως κι εδώ κάποιοι κλαζομένιοι του τόπου μας έκαμαν πάλι το θαύμα τους; Μάλλον, αφού θεωρούμαι, το μαύρο πρόβατο της αγέλης…
γ) Είχα την καλή μου τύχη να έχω μάνα μου την αρίδιμη και στον καιρό της πασίγνωστη Αφροδίτη, γυναίκα αγράμματη μεν (Β? Δημοτικού) πανέξυπνη δε, φρονιμότατη και ευσεβέστατη, που μου έμαθε με τη στάση της να πηγαίνω ανελλιπώς στην εκκλησία και να λέω το ´Πάτερ ημών´ και το ´Πιστεύω´. Επιπλέον, όμως, είχα την ευτυχία να είν? εφημέριός μας ο, από τον Κάμπο Ιναχωρίου, αηδονόλαλος και αείμνηστος ιερέας Βασίλειος Χαρτζουλάκης, από τον οποίο εγώ, έως τώρα, δεν έχω ακούσει μελωδικότερο ιερωμένο.
Κι όταν λοιπόν ο αξέχαστος παπα-Βασίλης έψαλε ανυμνώντας τον Κύριον, τότε μαγεμένος εγώ και σφόδρα συγκεκινημένος νόμιζα πως είμαι άυλος και πετώ στα ουράνια!
Τα ίδια, όμως, ένιωθα και αργότερα, ως μαθητής Γυμνασίου στο Καστέλλι και στον Ιερό Ναό του Αγίου Σπυρίδωνος, όταν άκουα εκστατικός τον αοίδιμο ιεροψάλτη και ζωγράφο Γιάννη Αννουσάκη να αινεί τον Υψιστο από τον οποίο (χωρίς να θέλω να μειώσω κανένα), πιο καλλίφωνο ψάλτη δεν έχω ακούσει ποτέ μου.
Και ο μεγάλος πατριάρχης Αθηναγόρας, ακούοντας γοητευμένος τον απαράμιλλο υμνωδό Γιάννη Αννουσάκη, τον ετίμησε με το προσήκον οφφίκιο!
Ετσι λοιπόν είχα και έχω κάποια, όμως λίγα, βιωματικά εκκλησιαστικά ακούσματα (όπως και για τα Ριζίτικα παρόμοια από τον αείμνηστο πατέρα μου Κωστή). Και γι? αυτό είχα το πάθος και την έμμονη ιδέα να γίνω ιερομόναχος.
δ) Γι? αυτόν τον λόγο, όντας γυμνασιόπαιδο, πήγα στο κατηχητικό, για να μάθω να ψάλω. Δάσκαλός μας τότε ήταν ο αείμνηστος και πάντα χαμογελαστός ιερέας Δημήτριος Σημαντηράκης, έξοχος ψάλτης. Ομως, από τις πρώτες μέρες κιόλας, όταν μ? έβαλε να πω ένα τροπάρι, εγώ το έψαλα παράφωνα και φάλτσα, κάτι που επέσυρε τα χάχανα των συμμαθητών μου. Ε, αυτό ήταν.
Διότι εγώ προσβλήθηκα, ντράπηκα, δεν ξαναπήγα στο κατηχητικό κι απαρνήθηκα το όνειρό μου, για να γενώ παπάς και ψάλτης.
Μα δεν πειράζει και τόσο. Διότι μ? εκέρδισαν «Τα Ρήματα» των μεγάλων κλασικών μας προγόνων, η διακονία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και προπαντός το Ριζίτικο τραγούδι, που κι αυτό εδράζεται στη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική.
Γι? αυτό, όταν ακούω ψαλμωδίες από ψαλμωδούς καλλίφωνους, υψούμαι και υπερυψούμαι νοερά μέχρι τον έβδομο ουρανό.
Και τώρα ο λόγος για το κάλλιστο αυτό βιβλίο:
Λοιπόν έχουμε και λέμε: Αυτό το με κάματο σώματος και πόνο ψυχής πόνημα του πρωτοψάλτη κ. Α.Β., κανονικού σχήματος και εκτάσεως 214 σελίδων, είν? ένα θαυμάσιο και πολύ καλαίσθητο βιβλίο, ένα πολύτιμο εκκλησιαστικό πολιτισμικό ντοκουμέντο «κτήμά τε εξ? αισί» των μεταγενέστερών μας!
Το βιβλίο αυτό, τυπωμένο σε εξαιρετικής ποιότητας και ελαφρώς έγχρωμο χαρτί και με καλαίσθητα και έντονα τυπογραφικά στοιχεία, πλουτίζεται από πλούσιο και έγχρωμο οπτικό υλικό (φωτογραφίες προσώπων, ομαδικών εκδηλώσεων, δημοσιευμάτων κ.λπ.). Το λεξιλόγιο του συγγραφέα είναι πλούσιο, το δε ύφος του σαφές, ποικίλο και γλαφυρό. Και το μονάκριβο αυτό σύγγραμμα, πέρα από τους δυο Προλόγους, τα Επιλεγόμενα και τις πηγές, εμπεριέχει και τα σχετικά Επίσημα Γράμματα και τους Χαιρετισμούς πολλών αρχιερέων, τη Βιογραφία τις Χορωδίες και τους Σταθμούς της Ιεροψαλτικής Διακονίας του Θ.Β. καθώς βέβαια και απόψεις – σχόλια άλλων καταξιωμένων ιεροψαλτών και πνευματικών ανθρώπων.
– Το θαυμάσιο αυτό βιβλίο – κειμήλιο πρέπει να το έχει στο σπίτι του ως τύπο και υπογραμμό, όχι μόνο κάθε ρασοφόρος ή ιεροψάλτης, αλλά και κάθε πνευματικός άνθρωπος.
– Αξιότιμε κ. Βακάκη Αντώνιε, υμνωδέ του Κυρίου, θαυμάζω και επαινώ σου το ήθος και ύφος να τιμήσεις γραπτώς τον υπέρτερο μουσικοδιδάσκαλό σου Θ.Β. Παράδειγμα έδωσες, υπόδειγμα έγινες, άρα καλός ο αγώνας και άξιος ο μισθός σου!
«Αξιον εστί το διάσελο που ανοίγει
αιωνίου γαλάζιου οδό στα νέφη
μια φωνή που παράπεσε μες στην κοιλάδα
μια ηχώ που σαν βάλσαμο την ήπιε η μέρα/…
Και Αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας!?»
Σημείωση:
1) Από «Το ´Αξιον εστί – Δοξαστικόν» του Οδυσσέα Ελύτη.
*φιλόλογος